ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Αν υπάρχει μία δέσμευση, στην τήρηση της οποίας επιμένουν συστηματικά οι θεσμοί μετά την έξοδο από το μνημόνιο, αυτή είναι η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον έως το 2022. Ο λόγος είναι ότι ο στόχος αυτός αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις στις οποίες συμφώνησε η Ελλάδα με τους εταίρους της στο Eurogroup του Ιουνίου του 2018 για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους.
Οπως σημειώνουν πηγές της αγοράς ομολόγων, αν ο στόχος αυτός παραβιαστεί, αν χαμηλώσει στο 2,5% του ΑΕΠ, όπως το έθεσε προχθές ο πρωθυπουργός, οι προϋποθέσεις βιωσιμότητας του χρέους, όπως έχουν συμφωνηθεί, παύουν να ισχύουν. «Παραβιάζονται τα ιερά και τα όσια», έλεγαν χαρακτηριστικά οι πηγές. Αυτός είναι πιθανότατα ένας λόγος για τον οποίο αντέδρασαν αρνητικά χθες οι αγορές ανεβάζοντας τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων.
Για να καθησυχάσει τους θεσμούς, ο πρωθυπουργός επιστράτευσε το εύρημα του δεσμευμένου λογαριασμού, στον οποίο, όπως είπε, θα κατατεθούν 5,5 δισ. ευρώ από τη διαθέσιμη ρευστότητα του Δημοσίου, ώστε να καλύπτεται η διαφορά από το 2,5% του ΑΕΠ στο 3,5% του ΑΕΠ στα πρωτογενή ελλείμματα των τριών ετών (συνολικά τα 5,5 δισ. είναι 3% του ΑΕΠ) και να εξοφλείται, έτσι, το χρέος κανονικά. Εξέφρασε, εξάλλου, ο ίδιος, όπως και ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, την αισιοδοξία ότι στο τέλος μπορεί και να μη χρειαστεί να χρησιμοποιηθούν αυτά τα 5,5 δισ. ευρώ, εάν τονωθεί η ανάπτυξη και επιτευχθεί έτσι και πάλι το 3,5% του ΑΕΠ.
Οικονομολόγοι, ωστόσο, τόνιζαν χθες ότι τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου δεν μπορούν επ' ουδενί να καλύψουν τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος, γιατί είναι αποτέλεσμα δημοσίων εσόδων προηγούμενων ετών και έχουν ήδη συνυπολογιστεί στη μελέτη βιωσιμότητας του χρέους.
Ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα, εξηγούσαν, είναι η επιπλέον «αποταμίευση» που απαιτείται για να είναι το χρέος βιώσιμο. Δεν είναι, δηλαδή, απλώς ένας τρόπος άντλησης ρευστότητας για να εξυπηρετείται το χρέος της προσεχούς τριετίας, όπως το παρουσίασε ο πρωθυπουργός λέγοντας ότι οι εταίροι μας δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν, αφού βάζουμε τα λεφτά στο τραπέζι.
Θα μπορούσε, βεβαίως, σημειώνουν οι πηγές, να διαπραγματευθεί ξανά η κυβέρνηση τον στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Θα μπορούσε να επικαλεστεί π.χ. το επιχείρημα ότι το κόστος δανεισμού στο οποίο έχει βασιστεί η μελέτη βιωσιμότητας του χρέους είναι πολύ υψηλό (περίπου 5%, ενώ στο δεκαετές βγήκαμε με 3,9%). Αν αυτό μειωθεί, τα περιθώρια για πρωτογενή πλεονάσματα χαλαρώνουν. Αυτό, όμως, προϋποθέτει χρόνο για διαπραγμάτευση και όχι βιαστικές εξαγγελίες.
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr