περισσότερο χρόνο για να κάψει τη γλυκόζη που απελευθερώνουν.
Εάν δεν το κάνετε αυτό, προκαλείται απελευθέρωση ινσουλίνης για να επανέλθουν τα επίπεδα σακχάρου στο φυσιολογικό, διαδικασία που προκαλεί την αποθήκευση της περίσσειας ζάχαρης των υδατανθράκων ως λίπος, με αποτέλεσμα την αύξηση βάρους.
Νέα μελέτη ωστόσο, που παρουσιάστηκε στην εκπομπή Trust Me I’m a Doctor του BBC, κατέληξε στη διαπίστωση ότι η κατανάλωση υδατανθράκων το βράδυ, προκαλεί λιγότερες απότομες αυξήσεις σακχάρου στο αίμα από ό,τι στο πρωινό, υπό τον όρο ότι στη διάρκεια της υπόλοιπης μέρας το άτομο δεν έχει φάει πολλές αμυλούχες τροφές.
Ο Δρ Mosley συμβουλεύει τους ανθρώπους να είναι προσεκτικοί στην κατανάλωση υδατανθράκων και να τους περιορίζουν σε ένα γεύμα.
Ο Δρ Mosley και οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Surrey ζήτησαν από υγιείς εθελοντές να φάνε το μεγαλύτερο μέρος της ημερήσιας ποσότητας υδατανθράκων το πρωί ή το βράδυ.
Όλοι οι συμμετέχοντες έτρωγαν την ίδια ποσότητα υδατανθράκων καθημερινά, η οποία περιλάμβανε ψωμί, ζυμαρικά και λαχανικά.
Για τις πρώτες πέντε ημέρες, έτρωγαν τα περισσότερα από αυτά τα τρόφιμα στο πρωινό, τις επόμενες πέντε ημέρες ακολουθούσαν μία κανονική διατροφή, ενώ τις τελευταίες πέντε ημέρες έτρωγαν τους περισσότερους υδατάνθρακες στο βραδινό.
Οι ερευνητές κατέγραφαν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα των συμμετεχόντων καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης.
Τα ευρήματα αποκάλυψαν ότι ένα πρωινό φτωχό σε υδατάνθρακες και ένα δείπνο πλούσιο σε υδατάνθρακες αύξησε την αντίσταση στην ινσουλίνη κατά 10,4 μονάδες.
Αντίθετα, η κατανάλωση πολλών υδατανθράκων το πρωί και λίγων το βράδυ αύξησε την αντίσταση στην ινσουλίνη κατά 15,9 μονάδες.
Με την πάροδο του χρόνου, η αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να οδηγήσει σε διαβήτη τύπου 2 και προδιαβήτη, επειδή τα βήτα κύτταρα κουράζονται και αποτυγχάνουν να συμβαδίσουν με την αυξημένη ανάγκη του οργανισμού για ινσουλίνη.
Χωρίς αρκετή ινσουλίνη, η περίσσεια γλυκόζης συσσωρεύεται στην κυκλοφορία του αίματος, γεγονός που οδηγεί σε διαβήτη, προδιαβήτη και άλλες σοβαρές διαταραχές της υγείας.
Οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Surrey σχεδιάζουν να επαναλάβουν τη μελέτη σε περισσότερους συμμετέχοντες.