Το μαντήλι το βλέπουμε σε χρησιμοποίηση γενικά, σε όλα σχεδόν τα διαμερίσματα της Ελλάδας. Έχει τη δική του υπόσταση, ύπαρξη, αλλάζει κίνηση με την αλλαγή της μουσικής φράσης, σαν να το μεταχειρίζεται όπως ένα απαραίτητο μουσικό όργανο. Ποια θα μπορούσε να είναι άραγε ή εξήγηση αυτής της συνεχούς μεταχειρίσεως τού μαντηλιού; και με τόσους διαφορετικούς τρόπους;
Και ήρθε μιά μέρα πού είδα επιτέλους καθαρή την πιθανή – έστω μία πιθανή – εξήγηση. Χάρη στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών με τη θαυμάσια, από κάθε πλευρά, έκθεση Σενιέ, και χάρη στα ανεκτίμητα γράμματα της μητέρας τού Αντρέα Σενιέ, – τού μεγάλου γαλλοέλληνα ποιητή πού λάτρευε την Ελλάδα – και τις διάφορες φωτοτυπίες πού μού παρεχώρησαν, για μιά μελέτη. Αλλά και χάρη στον φίλο Καθηγητή Πανεπιστημίου Δημήτρη Λουκάτο, τον γνωστότατο λαογράφο, πού μού υπέδειξε να πάω να δω αυτή την Έκθεση. Πιστεύω απόλυτα πώς το γεγονός ότι δεν υπάρχει σχεδόν ποτέ ελληνικός χορός χωρίς μαντήλι – με εξαίρεση εκείνους πού έχουν πολεμική προέλευση, όπως ό Πυρρίχιος – μάς οδηγεί να πιστέψουμε στην ανάγκη της βαθύτερης σημασίας του και να αρχίζουμε να προσέχουμε περισσότερο κάθε εκδήλωση και κάθε κίνηση τού μαντηλιού σχετικά με το χορό. Γιατί βασικά το θέμα μαντήλι μάς ενδιαφέρει πολύ.
Υπάρχει χορός στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης – αλλά και αλλού – πού σε ορισμένες στιγμές στρίβουν το μαντήλι να γίνεται σαν σκοινί σε αντικριστό χορό. (Γουμένιτσα, – Κιλκίς – Μακεδονίας). Με βάση αυτή την κίνηση μεταχειρίστηκαν το μαντήλι αργότερα σε διάφορες άλλες χορευτικές εκφράσεις, πχ. στην Αλεξάνδρεια, στο χορό «Κερά-Μαρία», όπου ή πρωτοχορεύτρια κρατάει το μαντήλι και το μεταχειρίζεται όπως ή πρωτοχορεύτρια τής αρχαιότητας τα κρόταλα. Η φιγούρα αυτή, πολύ εντυπωσιακή, γίνεται ακόμα πιο πιστευτή όταν δει κανείς μιά αναπαράσταση χορού σε αρχαίο αγγείο με τη χορεύτρια να μεταχειρίζεται τα κρόταλα κατά τον ίδιο τρόπο πού η γυναίκα της Αλεξάνδρειας κρατάει και μεταχειρίζεται το μαντήλι. Το μαντήλι δε αυτό παίρνει μιά σημασία και μιά βαρύτητα εντελώς ξεχωριστή, τόσο πού σχεδόν είναι σαν ή πρώτη χορεύτρια να κρατάει μουσικό όργανο και να διευθύνει μ’ αυτό το χορό. Στην Αλεξάνδρεια, είχα τύχη να βρω τον πιο αντιπροσωπευτικό τύπο τού γνήσιου χορού με την βαρύτητα και την εσωτερικότητα τη Μακεδονική. Η φυσιογνωμία αυτής της γυναίκας, η έκφραση τού προσώπου της, το αυστηρό βλέμμα, το σώμα, ή εσωτερικότητα, μαζί με την καταπληκτική ενδυμασία και τον κεφαλόδεσμο πού φορούν οι γυναίκες τού Ρουμλουκίου – μιά περιφέρεια από πενήντα χωριά πού συντελούν το Ρουμλούκι, – ήταν τόσο επιβλητική πού νόμιζε κανείς ότι έβλεπε τον Μέγα Αλέξανδρο να ξεκινά για τα πέρατα τού κόσμου για να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρό του, να κατακτήσει, να εκπολιτίσει και να ενώσει τον κόσμο όλο. Η Κυρά Ελισάβετ Γιαννοπούλου, σε καθήλωνε και σε παρέσυρε σ’ αυτά τα ονειροπολήματα! Ο χορός αυτός ο τόσο επιβλητικός και αργός – και πρέπει να πω αρκετά δύσκολος – ονομάζεται με το πιο απίθανο όνομα! Τον λένε «Τι κλαις Κερά-Μαρία;. Συμβαίνει πολύ συχνά στα τραγούδια μας και στους χορούς μας, να μην έχουν σχέση τα λόγια τού τραγουδιού με το ύφος τού χορού. Πιστεύω ότι αυτό θα οφείλεται σε διαθέσεις τής στιγμής ή της εποχής όπως δηλαδή όταν κάποιος εντυπωσιάζεται με μιά κοπέλλα, ή αρραβωνιάζεται με την αγαπημένη του κτλ, και βάζει λόγια δικά του στη μουσική τού χορού.
Ο οραματισμός της κυρίας Σενιέ για τον πέπλο της Αριάνδης όχι μόνο, είναι βάσιμος κατά την γνώμη μου, αλλά και δίνει μιά εξήγηση τής υπάρξεως και χρησιμοποιήσεως τού μαντηλιού στον παραδοσιακό μας χορό.
Ο Φ. Κουκουλές μάς λέει ότι ο πέπλος πού φορούσαν πάνω από το κεφάλι τους οι αρχαίες χορεύτριες εξελίχτηκε με τον καιρό σε μικρές «χειρίδες, στους βυζαντινούς χρόνους. Τα φορέματά τους ήταν μακριά και καμμιά φορά στολισμένα με χρυσά κεντήματα. Το γνώρισμα δε των χορευτών και χορευτριών ήταν ότι από τούς αγκώνες και κάτω έφεραν μακράς χειρίδας, αίτινες ηδύνατο να αναδιπλωθώσι προς τα επάνω, συνέχειαν ίσως τού υπέρ την κεφαλήν κυκλικώς ανεμιζομένου πέπλου».
Βέβαια ή ενδυμασία συντείνει πολύ στην ολοκλήρωση τής εικόνας ενός χορού: στην περιφέρεια τού Ρουμλουκίου, οι ενδυμασίες και ιδίως ο κεφαλόδεσμος είναι συνταρακτικοί. Ο κεφαλόδεσμος πολύπλοκος στην κατασκευή του και αβάστακτος στο κεφάλι τής χορεύτριας είναι καμωμένος από διάφορα κομμάτια – ανάμεσά τους και ένα ξύλινο αυγό! – κρόσια, κεντήματα, λουλούδια διαφόρων χρωμάτων και πολλά ασημένια κοσμήματα έτσι πού το σύνολο αυτό δίνει την εικόνα περικεφαλαίας αρχαίων ελλήνων πολεμιστών.
Και από κει πια θυμήθηκα και το μαντήλι, όπως το κρατούνε και το σείουν οι γυναίκες της Γουμένιτσας-Κιλκίς (Μακεδονία), σ’ ένα χορό πού χορεύεται μόνο από γυναίκες, και πού σού φέρνει αμέσως στη σκέψη την επίκληση για τη βροχή. Ανεβάζουν το χέρι, σείοντας το μαντήλι τρεμουλιαστά, προς τον ουρανό, στέκουν για λίγο, και φωνάζουν «Ιη-η-η» και το κατεβάζουν αργά-αργά σείοντάς το και πάλι στη γη. Αυτό γίνεται τρεις φορές. Σαφώς δε σού θυμίζει επίκληση. Και είναι σαν να κάνουν επίκληση στο Θεό για να στείλει τη βροχή για τη βλάστηση της γης. Στην ιεροτελεστία της Ελευσίνας αναφέρει ο Καθηγητής Αρχαιολόγος-Ακαδημαϊκός Γεώργιος Ε. Μυλωνάς στο βιβλίο του «Ελευσίς και τα Ελευσίνια Μυστήρια», ατένιζαν προς τον ουρανό και φώναζαν δυνατά «βροχή», κατόπιν κοίταξαν κάτω στη γη και φώναζαν «σύλληψη». Είναι δε αξιοπερίεργο ότι γύρω-γύρω στο χείλος ενός πηγαδιού κοντά στην πύλη τού Διπύλου των Αθηνών ήταν χαραγμένη μιά επιγραφή πού λέει τα παρακάτω: «Ω Πάν, ώ Μην έχετε καλή διάθεση, ωραίες Νύμφες, βροχή, ξεχείλισμα». Η επιγραφή ήταν χαραγμένη πάνω σ’ ένα κεραμίδι πού περικύκλωνε το άνοιγμα τού πηγαδιού. (Προσπάθησα να βρω τα κομμάτια τού κεραμιδιού, πού είχαν κατατεθεί στο Μουσείο Επιγραφών). Δυστυχώς όμως χάθηκαν μετά τον πόλεμο τού 1940-44. Το επιφώνημα πάλι θυμίζει το αρχαίο επιφώνημα «Ιη Παιάν»:…. «Μέσα από την ιστορία η χαρακτηριστική επωδός «Ιηη παιάν» φαίνεται να μην έχει παραγκωνισθεί…» γράφει η Λίλιαν Λόουερ αυθεντία στους αρχαίους χορούς και τις ομοιότητες με αυτούς πού υπάρχουν, στην Ελλάδα. Μετά το επιφώνημα αυτό πιάνονταν από την ζώνη ή μιά της άλλης – χορός «ζωναράδικος» – και ξανασταματούν πάλι για την επίκληση πού επαναλαμβάνεται, όπως είπαμε, τρεις φορές.
Στη Γουμένιτσα υπάρχει και ένας παραδοσιακός χορός μικτός – δηλαδή άντρες και γυναίκες – πού, καθώς μού είπαν οι χορευτές πού προέρχονται από την περιφέρεια αυτή, χορεύεται όταν ό γαμπρός ξυρίζεται πριν να πάει στην εκκλησία για να παντρευτεί. Το μαντήλι το μεταχειρίζονται κατά πολλούς τρόπους οι χορευτές σ’ αυτόν το χορό: α) Το βαστούν όρθιο σε τριγωνικό σχήμα κρατώντας το από τις μύτες, τεντωμένο μετά β) το φέρνουν οριζόντια και γ) σε ορισμένη μουσική φράση, το στρίβουν και το ξεστρίβουν σαν σκοινί, συνέχεια, ανάλογα με τον μουσικό ρυθμό
και με το χορευτικό βήμα σαν το μαντήλι να είχε ζωή και ακολουθούσε τη μουσική.
Στη Νάουσα πάλι, στον αποκριάτικο χορό «Μπούλες», ιδίως, έχουν ένα παράξενο δέσιμο μαντηλιού στο δεξί τους χέρι πού κινείται και δίνει τον τόνο, την έκφραση στην όλη κίνηση τού χορευτή: το δένουν στον καρπό έτσι πού να εξέχει από τη μέσα πλευρά τού χεριού και έτσι όπως το κρατούνε, κάνει σαν προέκτασή του. Δεν μπόρεσα να καταλάβω την έννοια τού δεσίματος αυτού. Συνήθως το έχει έτσι δεμένο ο πρωτοχορευτής και το κινεί ανάλογα με τη μουσική φράση, επιδεικτικά… θεωρείται απαραίτητο και δεν είναι παραδεκτό από τούς χορευτές να μην το δέσουν έτσι. Το χέρι με το μαντήλι υψώνεται συνέχεια. Μπορεί ίσως να υπονοεί μιά κάποια σημαία, πού δεν τολμούσαν, φυσικά, να την κρατήσουν στα χέρια επιδεικτικά, επί Τουρκοκρατίας;
Καμμιά φορά το μαντήλι το ανεμίζουν – σε πολλούς αν όχι σε όλους τούς χορούς – με το χέρι ακολουθώντας τη μουσική φράση, μιά δεξιά και μιά αριστερά, σαν μιά προέκταση τής κινήσεως, και αν δεν υπήρχε το μαντήλι, ή κίνηση τού χεριού ενδεχομένως θα ήταν ξερή κίνηση αναπόφευκτα ανέκφραστη. Υπάρχουν κινήσεις χωρίς μαντήλι, αλλά ή κίνηση τους αυτή ξεκινά από τον ώμο, και τότε το χέρι από τον καρπό κι ύστερα υποκαθιστά το μαντήλι σε έκφραση, αλλά περιορισμένου τύπου. Αυτό το πρόσεξα σε μιά κοπέλλα Σαρακατσάνισσα πού χόρευε πρώτη στον Τσάμικο – την Τσαούση από τις Σέρρες (Μακεδονία) – και μού έκανε κατάπληξη όταν συνειδητοποίησα αυτά πού γράφω πάρα πάνω. Δέχτηκα για πρώτη φορά, ότι υπάρχει τρόπος – εξαρτάται φυσικά από τον χορευτή ή την χορεύτρια – να επεκτείνεις την κίνηση τού μπράτσου έτσι ώστε το χέρι να αντικαθιστά το μαντήλι. Αλλά αυτό μού φαίνεται καθαρά προσωπικό ταλέντο.
Στους χορούς τού Δρυμού-Μακεδονίας, έχουν διαφορετικούς τρόπους οι γυναίκες να μεταχειρίζονται το μαντήλι. Πάντα με τη μουσική, σαν να είναι όργανο μουσικό και συμπληρωματικά το μαντήλι. Έξαφνα, σε σχέδιο τριγώνου το κρατούν με το ένα χέρι από τη μιά γωνία τού τριγώνου και με το άλλο χέρι από την άλλη πλευρά, και το πάνε πίσω από το κεφάλι, τραβώντας το μιά δεξιά και μιά αριστερά, ή πάλι το κρατούν ακίνητο – ανάλογα με την μουσική φράση τού χορού. Γιατί σε άλλο χορό της ίδιας περιφέρειας, το κρατούν από την μιά μύτη με το χέρι, και ακολουθώντας πάντα τη μουσική και τα βήματα το ανεμίζουν μιά δεξιά και μιά ανάποδα – δηλαδή μιά προς τα έξω και μιά προς τα μέσα, με το μπράτσο σε σχήμα γωνίας.
Σ’ ένα χορό των Μεγάρων, τον ζεϊμπέκικο πού τον χορεύουν γυναίκες αντικριστά, μεταχειρίζονται σ’ όλη τη διάρκεια τού χορού, το μαντήλι, μάλιστα μεγάλο μαντήλι, με το οποίο «συνοδεύουν» – θα μπορούσε κανείς να πει – τις στροφές και τον μουσικό τονισμό. Επίσης και στο Καγκελλευτό, χορό μικτό, μεταχειρίζονται συνέχεια το μαντήλι, το οποίο στριφογυρίζουν μιά ψηλά μιά χαμηλά. Τουλάχιστον έτσι μάς τον έδειξαν κάτοικοι τού Μενιδίου και οργανοπαίκτες, πού μάλλον δεν λαθεύονται συνηθισμένοι όπως είναι από τα πανηγύρια.
Πιο σημαντική είναι ή χρήση τού μαντηλιού των Ελληνίδων από τα Φάρασσα της Καππαδοκίας Μ. Ασίας: δύο μεγάλα μαντήλια, κάθε χορεύτρια κρατά ένα στο κάθε χέρι, και ανάλογα με το μουσικό ρυθμό τα κινεί: Μιά πηγαίνει το χέρι, από τον ώμο και κάτω προς τα δεξιά και μιά πηγαίνει προς τ’ αριστερά, πάντα με τη μουσική φράση και με το ρυθμό. Φορές-φορές τα τυλίγουν και τα ξετυλίγουν κρατώντας τα πάντα από τη μιά άκρη – όπως τυλίγει κανείς και ξετυλίγει ένα κουβάρι.
Στα Κύθηρα, σ’ ένα χορό πού λέγεται Κομπιάνικος και καθώς λένε οι κάτοικοι είναι χορός τού «Θησέα» παίζει πάλι μεγάλο ρόλο το μαντήλι. Το κρατά ή πρώτη χορεύτρια σε ορισμένη φάση τού χορού και κάποτε παίρνει και το δεύτερο μαντήλι πού μέχρι μιά ορισμένη μουσική φράση ό βαστούσε μιά άλλη χορεύτρια, σχηματίζοντας έτσι δυό σειρές. {Όταν δηλαδή βρίσκονται οι δυό σειρές}. Όταν δηλαδή βρίσκονται οι δυό σειρές παράλληλες, τότε ή πρωτοχορεύτρια παίρνει και τα δύο μαντήλια, ένα στο κάθε της χέρι και οδηγεί τις άλλες, υποτίθεται, για να βγουν από τον Λαβύρινθο. Μερικοί λένε ότι ό χορός αυτός χορεύεται μόνο από γυναίκες, άλλοι πάλι λένε ότι χορεύεται από γυναίκες αλλ’ επικεφαλής είναι πάντα ένας άνδρας.
Στη Ζάκυνθο έχουν επίσης έναν «Αρχαίο Χορό», όπως τον ονομάζουν επάνω σε ένα βουνό. Δύσκολη η συγκοινωνία, επομένως ευκολότερα να μην ξεχαστούν οι παλιοί χοροί τους. Και εκεί βρήκαμε χωρίς να το περιμένουμε, το χορό Λαβύρινθο όπου υπάρχουν δύο σειρές χορευτών, μιά σειρά γυναίκες και πίσω μιά σειρά άνδρες και ο πρωτοχορευτής σε δεδομένη στιγμή εκεί πού βαστάει τις δύο σειρές των χορευτών με τα δυό χέρια, από τα μαντήλια πού βαστούν, πιάνει πια και τις δύο με το ένα χέρι και περνά ανάμεσα στους χορευτές, έτσι πού να σχηματίζεται αμέσως ή αίσθηση ότι περνούν όλοι, οδηγούμενοι από έναν άνδρα – τον Θησέα – μέσα από τον Λαβύρινθο και βγαίνουν στην ύπαιθρο πια ελεύθεροι. Ο «Αρχαίος Συρτός» όπως τον λένε, χορεύεται και τραγουδιέται χωρίς μουσικά όργανα, στο ορεινό χωριό Άγιος Λέων Ζακύνθου.
Η απόκρια στη Σκύρο φαίνεται ότι είναι πολύ Διονυσιακή, και τα έθιμα έχουν κρατηθεί με πολύ σεβασμό και αγάπη. Στο έθιμο της Απόκριας, με τούς μασκαρεμένους με τα πάμπολλα κουδούνια στη μέση τους, τούς οποίους παρακολουθούν άνδρες ντυμένοι γυναικεία με ένα μαντήλι στο χέρι ό καθένας, γίνεται μεγάλη φασαρία. Αλλά ακόμα μεγαλύτερη γίνεται με τις υποτιθέμενες γυναίκες πού στριφογυρίζουν σαν «μυίγες» γύρω από τούς γέρους κουνώντας επίμονα το μαντήλι γύρω στο κεφάλι τους.
Θα αναφέρω και απόσπασμα βιβλίου ενός Κρητικού πού μιλά για τη σημασία τού μαντηλιού στο χωριό του: «Απόψε ακόμη στο γάμο ό κόσμος είναι περισσότερος και το γλέντι βράζει ούλη τη νύχτα. Χωρίς στ’ άλλους χορούς πού χορεύουν, θα χορέψουν και τη ντάμα μιά δυό φορές. Η ντάμα είναι χορός σερτός κι ετούτος, μα εκείνο πού αλλάζει είναι ότι: Δένουμε δυό τρία μαντηλάκια σταυρωτά, πού ό κόμπος τους είναι στη μέση και γύρου γύρου οι άκρες. Τη κάθα άκρη βαστά μιά γυναίκα με τη ζερβή τζη χέρα και στη δεξιά άλλο ένα μαντηλάκι. Ετούτο το άλλο μαντηλάκι πιάνει ένας άντρας, ή λύρα παίζει και ούλοι μαζί χορεύουν. Ο λυρατζής γ’ ή ένας άλλος κάνει τον διαιτητή και φωνάζει αριθμούς. Έναααα! Τσ’ αφήνει να χορέψουν ένα δυό κύκλους και φωνιάζει, δύοοοο! Στο τρία ό κάθε άντρας πού χορεύει αφήνει το μαντηλάκι τσή ντάμας του και πρέπει να προλάβει ν’ αρπάξει το μαντηλάκι τσή άλλης ντάμας πού χορεύει απ’ ομπρός του, γ’ ή όποιας μπορέσει. Πρέπει να είναι σβέλτος και πιτήδειος, γιατί παραμονεύουνε κι άλλοι απ’ όξω απού το χορό κι όποιος μπροκάμει».
Συνηθίζονται επίσης πολύ συχνά τα μαντήλια σαν διακοσμητικά τού αντρικού ντυσίματος σε γιορτές και πανηγύρια. Μεγάλα μαντήλια με κρόσια πολλά πάλι σε σχήμα τριγώνου, φορούν οι άντρες κάτω από τα σελάχια, πού φοριούνται με τις αστικές φουστανέλλες και τα γιορτινά. Ή πάλι, τα φορούνε γύρω από το λαιμό, ιδίως σε ορισμένα νησιά. Τα μαντήλια αυτά είναι μεγάλα, μεταξωτά, με κρόσια γύρω-γύρω, και πολύχρωμα.