Τα παιδιά του, έκαναν υπομονή και προσπαθούσαν να δεχθούν ότι αυτά τους έφταναν. Έλα όμως που το στομάχι τους πόναγε από την πείνα! Όσο και να προσπαθούσαν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως ακριβώς η γνώση, η Ιστορία και τα ηθικά διδάγματα θα μπορούσε να τους γεμίσει τα στομάχια. Μαζί με αυτά, και ο ίδιος ο Βασιλιάς σιγά σιγά έρεψε κι αυτός, και πεινούσαν όλοι μαζί. Ο Βασιλιάς έντρομος μπροστά στον χαμό που σίγουρα θα ερχόταν, σκεπτόταν και συλλογιζόταν, για να καταλάβει γιατί οι γνώσεις δεν έφταναν για να επιβιώσουν. Αλλά μάταια, δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει, ότι έλλειπε κάτι πολύ σημαντικό.
Μια μέρα, εμφανίζεται ένας βασιλιάς άλλος. Ένας που δεν είχε ούτε ένα παιδί. Αυτός δεν πείναγε, μια και ζούσε σε άλλη χώρα. Αυτός λοιπόν, πήγε στα εκατομμύρια παιδιά του φτωχού Βασιλιά, και τους είπε: Αφήστε τις γνώσεις, κι ελάτε εδώ να σας ταΐσω. Ένα ένα και δειλά στην αρχή, τα παιδιά όλο και πιο πολλά, ερχόντουσαν στον νέο βασιλιά και του ζήταγαν τροφή. Αυτός τους την έδινε, αρκεί να έκαναν μια και μόνο αλλαγή στην ζωή τους: Να συνεργαστούν έτσι ώστε να έρθουν όλο και περισσότερα παιδιά στην δική του μεριά…
Ο φτωχός Βασιλιάς, βλέποντας ότι έχανε τα παιδιά του, προσπάθησε αλλά δεν κατάφερε να μαζέψει τα παιδιά του. Οι γνώσεις που τους έδωσε, τα ηθικά διδάγματα που δίδαξε στα παιδιά του, δεν φάνηκε να τον βοηθούν. Και κάτι έλλειπε, κάτι έλλειπε απ΄όλα αυτά που τους έδωσε, αλλά όσο και να έσπαγε το κεφάλι του, δεν μπορούσε να βρει την άκρη. Σιγά σιγά, ο Βασιλιάς μέσα στην πείνα του, άρχισε να ξεχνά ποιος ήταν και ποια ακριβώς ήταν τα παιδιά του. Χωρίς παιδιά όμως, ο φτωχός Βασιλιάς έχασε την δύναμή του. Κι έτσι, προκειμένου να μην αφανιστεί τελείως, έπεσε σε μια χειμερία νάρκη, πολλών ετών, μέχρι να του δώσουν και πάλι δύναμη τα χαμένα του παιδιά…
Εν τω μεταξύ, εμφανίστηκε και νέος βασιλιάς. Ο οποίος και αυτός ήθελε το μερίδιο των παιδιών του. Και εμφανίστηκαν και άλλοι πιο μικροί βασιλιάδες, όλοι με το μικρό τους βασίλειο. Και ο καθένας πήρε ένα ποσοστό των παιδιών του φτωχού Βασιλιά. Το συμφώνησαν έτσι, ώστε να μπορούν να πείθουν πιο εύκολα ο καθένας τους ένα μέρος του συνόλου των παιδιών. Πήρε μαζί του περίπου 40% ο ένας, 40% ο άλλος και τα υπόλοιπα 10% τα μοιράζονταν οι πιο μικροί βασιλιάδες. Το υπόλοιπο 10% των παιδιών του φτωχού Βασιλιά, έμεινε ορφανό, χωρίς ούτε καν να έχουν τον φτωχό Βασιλιά στο πλευρό τους. Γιατί ο φτωχός Βασιλιάς, χωρίς την μαγική δύναμη των παιδιών πλέον στο πλάι του, ήταν πλέον ανύπαρκτος και χωρίς καμιά δύναμη.
Μια μέρα, μαζεύτηκαν όλοι μαζί οι νέοι βασιλιάδες, όλοι αυτοί που τάιζαν τα παιδιά του φτωχού Βασιλιά. Σηκώνεται στην συνεδρίαση ο πιο πλούσιος από αυτούς και τους είπε: Ήρθε η ώρα για την μεγάλη μας κίνηση. Ήρθε η ώρα να παραδώσουμε τα παιδιά του φτωχού Βασιλιά στον μεγάλο αυτοκράτορα. Οι υπόλοιποι βασιλιάδες, δυσανασχέτησαν. Τώρα που είχαν μπει σε έναν μπούσουλα, τώρα που είχαν έγιναν όλα εύκολα κι αυτόματα, τώρα θα έπρεπε να τα παραδώσουν όλα στον αυτοκράτορα. Αλλά ήξεραν καλά πιο ήταν το χρέος τους. Κι έτσι, παρέδωσαν όλα τα παιδιά στον αυτοκράτορα.
Σε αυτό το σημείο άρχισαν τα παιδιά του φτωχού Βασιλιά να καταλαβαίνουν ποιο ήταν το παιχνίδι που παίχτηκε. Είδαν για πρώτη φορά κι ανοιχτά, την φρικιαστική εικόνα του πως οι βασιλιάδες μαζί με τον αυτοκράτορα, ζούσαν τόσο καιρό… Ο αυτοκράτορας και οι υποτακτικοί του, ζούσαν μόνο με το να κοροϊδεύουν, να αλυσοδένουν, να κατασφάζουν και να κατασπαράζουν τα παιδιά του φτωχού Βασιλιά! Κι έτσι, όσο από αυτούς είχαν καταλάβει και ξεφύγει από την υπνωτική κατάστασή τους, αναζήτησαν να δουν τι απέγινε με τον φτωχό Βασιλιά, που βρισκόταν και τι έκανε. Κι όλα τα ξύπνια παιδιά του φτωχού Βασιλιά, άρχισαν να ξυπνούν και όσα αδέλφια τους μπορούσαν, οργανωμένα και συστηματικά… Μονομιάς, με το που τα παιδιά του άρχισαν να τον σκέπτονται, ο φτωχός Βασιλιάς άρχισε να ξυπνά. Αργά στην αρχή, και πιο γρήγορα, άρχισε να γεμίζει η ύπαρξή του με το ζωντανό νερό της συνειδητότητας και σιγά σιγά, άρχισε να σηκώνεται.
Και σαν από θαύμα, όταν πια ξύπνησε, κατάλαβε ποιο ήταν ο ίδιος και ποιος ο σκοπός του. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά θυμήθηκε αυτό το τόσο σημαντικό που είχε ξεχάσει. Ο φτωχός Βασιλιάς, ήταν ο Λαός, ενωμένος. Ο σκοπός του ήταν και είναι πάντα να υπερασπίζει τα συμφέροντα των παιδιών του, που ήταν και είναι το έθνος, δηλαδή ο καθένας μας ξεχωριστά. Κι αυτό που ξέχασε και ήταν τόσο σημαντικό, ήταν πλέον ξεκάθαρο. Δεν έφταιγαν οι γνώσεις, η ιστορία και τα ηθικά διδάγματα. Αυτά ήταν καλά. Αυτό που έφταιξε, ήταν ότι έλλειπαν οι πράξεις.
Και μόλις το κατάλαβε αυτό ο Βασιλιάς-Λαός, άρχισε να κάνει όλη αυτήν την γνώση πράξεις. Και είδε τον εαυτό του να δυναμώνει και να μην πεινά πλέον, αφού ήταν ο ίδιος που πάντα με την εργασία του τάιζε τα παιδιά του. Με την πράξη πλέον καθημερινή, είδε τον εαυτό του να δυναμώνει τρομακτικά και να ανοίγει για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες τα μάτια του. Και τότε, είδε τον αυτοκράτορα, στον οποίο είχαν παραδοθεί όλα τα παιδιά-πολίτες του, και τους άλλους μικρούς βασιλιάδες ακριβώς όπως ήταν: Αιμοβόρα τέρατα, τα οποία τρέφονταν τόσο καιρό όσο αυτός κοιμόταν, από τις σάρκες των παιδιών-πολιτών του.
Μετανιωμένος ο Βασιλιάς-Λαός πλέον, με τα παιδιά-πολίτες του ξύπνιους και καθαρούς στην σκέψη, με ήθος, ιστορία, γνώσεις και ΠΡΑΞΕΙΣ, όχι μόνο πήρε την παλιά του δύναμη πίσω, αλλά πήρε ακόμη περισσότερη! Τότε ο Βασιλιάς-Λαός, δεν άντεξε πλέον μπροστά στην κατανόηση της τεράστιας σφαγής που γινόταν τόσα χρόνια πάνω στην ίδια του την ύπαρξη.
Αμέσως, σηκώθηκε κι έκανε το χρέος του. Χρέος, που δεν ήταν βέβαια προσωπικό, αλλά χρέος που είχε το κάθε μέρος του Λαού, κάθε πολίτης δηλαδή, που συλλογικά ήταν ο Βασιλιάς Λαός. Μπροστά στην αχαλίνωτη και τρομακτική αυτή δύναμη, κανένας από τους βασιλιάδες, ούτε καν ο αυτοκράτορας, δεν μπόρεσε να σταθεί, ούτε για λίγο.
Αρκούσε πλέον, η συλλογική γνώση του Λαού για ποιος ακριβώς ήταν ο ίδιος, και ποιο ήταν το μόνο πράγμα που όφειλε να κάνει ενάντια στον αυτοκράτορα και κάθε άλλο αυτοκράτορα που θα τολμούσε στο μέλλον να τραφεί πάνω στο σώμα του…
Το Λιοντάρι είχε πια ξυπνήσει…
Σταύρος Κατσούλης