«Ήταν περίπου 10 χρονών. Κουβαλούσε ένα μωρό στην πλάτη του. Εκείνη την εποχή στην Ιαπωνία βλέπαμε πολύ συχνά παιδιά να παίζουν, ενώ είχαν δεμένα τα μικρότερα αδέλφια τους στην πλάτη. Αλλά αυτό το αγόρι ήταν διαφορετικό», περιέγραψε ο φωτογράφος. Ο μικρός δεν φορούσε παπούτσια, αδιαφορούσε για το κρύο και στη στάση του σώματός του διαγραφόταν στρατιωτική πειθαρχία. Στάθηκε όρθιος μπροστά στην είσοδο του χώρου καύσης, χωρίς να μιλά. Το μωρό που είχε δέσει στην πλάτη του ήταν ασάλευτο, σαν να κοιμόταν βαριά. Περίμενε πέντε με δέκα λεπτά, μέχρι που τον είδαν οι εργαζόμενοι.
Τον πλησίασαν και με αργές κινήσεις έλυσαν το σχοινί που έδενε το μωρό. Τότε ο Ο’Ντόνελ αντιλήφθηκε ότι ήταν νεκρό.
Οι άντρες το τοποθέτησαν πάνω σε μία πυρά και ο αδελφός του στάθηκε ακίνητος, με τα μάτια καρφωμένα πάνω του. Δάγκωνε τα χείλη του τόσο δυνατά, που μάτωσαν. Μετά από ώρα, αφού η φωτιά είχε αρχίσει να σβήνει, το αγόρι γύρισε την πλάτη και έφυγε ήσυχα.