Αυτά που ακολουθούν είναι αυτά που έχουν καταγραφεί. Φανταστείτε αυτά που δεν γνωρίζουμε …!
Οι Κρητικές αρχαιότητες στην Κατοχή – Κίνδυνοι, ζημιές και οριστικές απώλειες
Γιώργος Τζωράκης αρχαιολόγος
Στους απολογισμούς των δεινών που επέφεραν οι ξένοι κατακτητές στη χώρα μας κατά τη διάρκεια της κατοχής, οι καταστροφές της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι αυτές που έχουν απασχολήσει σε μικρότερη έκταση έως σήμερα τους ερευνητές. Το ίδιο άγνωστες είναι οι καταστροφές των αρχαιολογικών θησαυρών της Κρήτης, παρά τις συνοπτικές αλλά έγκαιρες καταγραφές από τον αρμόδιο Έφορο αρχαιοτήτων Νικόλαο Πλάτωνα, μετά το τέλος του Πολέμου και τις αναφορές στην περίφημη Έκθεση Ωμοτήτων που συνέταξε ο Καζαντζάκης με τον Κακριδή και τον Καλιτσουνάκη.
Η παρούσα εργασία βασίζεται κυρίως
σε αδημοσίευτα έγγραφα της κρητικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και αφορά σε μεγαλύτερο βαθμό στην τύχη των αρχαιοτήτων της ανατολικής και κεντρικής Κρήτης.
Μια κατηγοριοποίηση των καταστροφών εις βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κρήτης, στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, θα κατέληγε στο διαχωρισμό τεσσάρων βασικών κατηγοριών: 1) τις μεγάλες ζημιές στο Αρχαιολογικό Μουσείο, 2) τις καταστροφές στις επαρχιακές Αρχαιολογικές Συλλογές, 3) τις καταστρεπτικές επεμβάσεις στους αρχαιολογικούς χώρους, και τέλος στις παράνομες αρχαιολογικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν σε ολόκληρο το νησί. Γεγονός πάντως είναι ότι οι καταστροφές αυτές υπήρξαν τεράστιες, παρά την πολιτική προστασίας των Ελληνικών Αρχαιοτήτων από τη Γερμανική Υπηρεσία Προστασίας Τέχνης, μέλη της οποίας υπήρχαν βέβαια και στην Κρήτη.
Η προετοιμασία για τον Πόλεμο.
Άγνωστη επίσης στους πολλούς είναι η υπεράνθρωπη προετοιμασία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας να προστατέψει τις αρχαιότητες της χώρας, ήδη από το 1939, όταν έγινε σαφές ότι ο μεγάλος πόλεμος δε θα άφηνε ανεπηρέαστη την Ελλάδα. Η γιγαντιαία επιχείρηση “εξασφάλισεως των αρχαιοτήτων”, όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε, περιελάμβανε την πλήρη εκκένωση των μουσείων και την απόκρυψη των εκθεμάτων, σε υπόγεια, σε θησαυροφυλάκια τραπεζών, σε ορύγματα κάτω από τις αίθουσες των μουσείων που τα φιλοξενούσαν, ακόμα και σε σπηλιές. Και είναι γεγονός ότι, κατά την είσοδό τους στη χώρα, οι εισβολείς αντίκρισαν μουσεία άδεια.
Ο Έφορος Αρχαιοτήτων Νικόλαος Πλάτωνας (1909-1992)
Αντίστοιχη προσπάθεια καταβλήθηκε βέβαια και από την αρμόδια υπηρεσία της Κρήτης, υπό τον έφορο Νικόλαο Πλάτωνα που διηύθυνε τότε τη μοναδική Εφορεία Αρχαιοτήτων της Κρήτης. Ένας ακόμη Έφορος Αρχαιοτήτων, ο Βασίλειος Θεοφανείδης, είχε την έδρα του στα Χανιά, με αρμοδιότητες όμως επιμελητεύοντος Εφόρου Δυτικής Κρήτης, καθώς είχε χάσει τη θέση του μετά τη συγχώνευση των δύο Κρητικών Εφορειών. Η εφορεία Δυτικής Κρήτης θα επανασυσταθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Το μοναδικό πραγματικό Μουσείο που διέθετε η Κρήτη ήταν τότε αυτό του Ηρακλείου, στο οποίο μεταφέρονταν εξαρχής τα σημαντικότερα των ευρημάτων από ολόκληρο το νησί. Ευάριθμες αρχαιότητες, -θεωρούμενες όμως τότε ως ήσσονος σημασίας- διέθεταν πάντως και οι επαρχιακές συλλογές Ρεθύμνου, Κισάμου, Νεάπολης, Ιεράπετρας και Σητείας. Ως μικρή επαρχιακή συλλογή λειτουργούσε τότε και το Μουσείο Χανίων, που είχε όμως πληγεί ανεπανόρθωτα από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1934. Αρχαιότητες υπήρχαν ακόμη και στη Βίλλα Αριάδνη της Κνωσού καθώς και στους αρχαιολογικούς χώρους της Γόρτυνας και της Φαιστού, όπου πραγματοποιούνταν -μέχρι τον πόλεμο- οι αντίστοιχες συστηματικές ανασκαφές των Βρετανών και των Ιταλών.
Όπως είναι φυσικό το μεγαλύτερο βάρος της προστασίας εκ μέρους της αρχαιολογικής υπηρεσίας δόθηκε στο Μουσείο Ηρακλείου. Για καλή τύχη των Κρητικών αρχαιοτήτων τρία χρόνια πριν τον πόλεμο είχε ολοκληρωθεί η πρώτη πτέρυγα του νέου αντισεισμικού Μουσείο Ηρακλείου, που αντικατέστησε το παλαιό, πετρόκτιστο κτήριο, μετά από πολύχρονους αγώνες του τότε Εφόρου Σπυρίδωνος Μαρινάτου
Το παλαιό Μουσείο Ηρακλείου
Αξίζει να υπενθυμίζεται η τεράστια αυτή – αν και λησμονημένη- προσφορά του Μαρινάτου στην Κρήτη, καθώς είναι παραπάνω από βέβαιο ότι το παλαιό, ετοιμόρροπο μουσειακό οικοδόμημα δε θα άντεχε το ανελέητο σφυροκόπημα των διαδοχικών βομβαρδισμών της πόλης, που θα περιγραφούν παρακάτω.
Επιπλέον, στη συνεχιζόμενη κατασκευή του Μουσείου ο διάδοχος του Μαρινάτου, Ν. Πλάτων κατόρθωσε να συμπεριλάβει σιδηρόδετον πανταχόθεν καταφύγιο, που χτίστηκε στα υπόγεια. Τα σημαντικότερα από τα εκθέματα του Μουσείου συσκευάστηκαν σε ειδικά κιβώτια και μεταφέρθηκαν στο καταφύγιο, που δε χώραγε πάντως περισσότερα από το 1/3 των θησαυρών, ενώ άλλα μεγαλύτερα αντικείμενα, είτε θάφτηκαν στον κήπο, είτε μετακινήθηκαν σε δυσπρόσιτα σημεία του κτηρίου και προστατεύτηκαν επιπλέον με ψηλά αναχώματα από σακιά άμμου.
Ο Έφορος Αρχαιοτήτων Σπυρίδων Μαρινάτος (1901-1974)
Αντίστοιχες προσπάθειες απόκρυψης επιχειρήθηκαν και για τα εκθέματα των κατά τόπους αρχαιολογικών συλλογών, χωρίς όμως πάντοτε, όπως θα δούμε, ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Η έναρξη του Πολέμου
Με την έναρξη του πολέμου τα πράγματα δεν ξεκινούν καλά για τις κρητικές αρχαιότητες, καθώς ήδη από το Μάρτιο του 1941 ο Έφορος Πλάτων διατάσσεται να εγκαταλείψει τη θέση του και να παρουσιαστεί στο στρατό! Επιστρατευμένος ο Πλάτων θα παραμείνει μέχρι το τέλος Ιουνίου του ίδιου έτους. Μαζί με τον Έφορο επιστρατεύονται επίσης και δύο φύλακες αρχαιολογικών χώρων, γεγονός που αποδυναμώνει επιπλέον τον ελεγκτικό ρόλο της κρητικής αρχαιολογικής υπηρεσίας. Τη θέση του επιστρατευθέντος Πλάτωνα θα αναλάβει ο Έφορος Βασίλειος Θεοφανείδης που διατάζεται να απομακρυνθεί από τα Χανιά και να εγκατασταθεί στο Μουσείο Ηρακλείου.
Ο πρώτος βομβαρδισμός του Μουσείου
Σοβαρές ζημιές στο οικοδόμημα του Μουσείου θα προκληθούν από τους πρώτους γερμανικούς βομβαρδισμούς που ισοπέδωσαν το Ηράκλειο.
Το Μουσείο με ορατές τις ζημιές από τους βομβαρδισμούς
Οι βομβαρδισμοί της 23ης και 24ης Μαΐου του 1941 απέδειξαν ότι το Μουσείο Ηρακλείου, αν και ονομαστό από τότε ως ένα από τα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου, δεν είχε εξαιρεθεί από το γερμανικό πρόγραμμα των ολοκληρωτικών βομβαρδισμών. Οι βόμβες που ρίχτηκαν κοντά σε αυτό αλλά και πάνω στην οροφή του προκάλεσαν τρομακτικές ζημιές στο κτηριακό συγκρότημα αλλά και στο πολύτιμο περιεχόμενό του. Τοίχοι και πορτοπαράθυρα καταστράφηκαν και κάποιες βόμβες εξερράγησαν μέσα στο Μουσείο, ευτυχώς σε αίθουσες που είχαν εκκενωθεί λίγο πριν. Ολόκληρες προθήκες καταστράφηκαν προκαλώντας σημαντικές ζημιές σε αφύλακτες αρχαιότητες.
Ο απολογισμός της καταστροφής υπολογίστηκε τότε σε 43 μεγάλες πήλινες αρχαιότητες των μινωικών χρόνων, σαρκοφάγους, πίθους και κάλπες. Ολοκληρωτική υπήρξε όμως η καταστροφή των τζαμιών και των κουφωμάτων του μουσειακού συγκροτήματος, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την ασφάλεια των αρχαιολογικών θησαυρών. Τις κρίσιμες αυτές ώρες, που το κεντρικό κράτος απουσίαζε, ο Δήμος Ηρακλείου θα σταθεί αρωγός στην πρόχειρη αντιμετώπιση των ζημιών.
Συνήθης τακτική των κατακτητών μετά την κατάληψη της χώρας ήταν η επίμονη απαίτηση για την επανέκθεση των αρχαιοτήτων στα ελληνικά μουσεία, κάτι το οποίο αρνήθηκε σθεναρά η Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Το Μουσείο Ηρακλείου, διατηρούσε κάποιες αίθουσες επισκέψιμες, παρά το γεγονός ότι τα σημαντικότερα εκθέματα είχαν απομακρυνθεί από τις προθήκες και βρίσκονταν προφυλαγμένα στο καταφύγιο και αλλού. Και αυτό γιατί η Γερμανική Διοίκηση Κρήτης επέβαλε συχνά το άνοιγμα του Μουσείου, προκειμένου να το επισκέπτονται ομάδες Γερμανών Αξιωματικών.
Ένστολοι , επίσκεψη στο Μουσείο
Σε μία από τις επισκέψεις αυτές εκλάπησαν δύο μικρά αγγεία, που έδωσαν την αφορμή στον Πλάτωνα να κλείσει οριστικά το Μουσείο για τους επισκέπτες, παρά τις πιέσεις των Γερμανών.
Η επίταξη του Μουσείου Ηρακλείου.
Από τις πρώτες αποφάσεις της γερμανικής Διοίκησης ήταν η επίταξη του μουσειακού συγκροτήματος, λόγω της επίκαιρης θέσης και του μεγέθους του. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, ο μουσειακός χώρος του κτηρίου περιοριζόταν συνεχώς και νέες αίθουσες επιτάσσονταν για τις ανάγκες των στρατευμάτων.
Παράλληλα, τοποθετήθηκαν πολυβολεία στον περίβολό του, ενώ την τελευταία στιγμή ματαιώθηκε η τοποθέτηση αντιαεροπορικών πυροβόλων στη στέγη του. Βαθμιαία το Μουσείο Ηρακλείου θα μετατραπεί σε στρατιωτικό νοσοκομείο και σχολή χημικού πολέμου, ενώ δεν ευδοκίμησε η μετατροπή μιας αίθουσας σε χώρο επιδείξεων μπαλέτου, καθώς οι διοργανωτές φοβήθηκαν ότι θα αρρώσταιναν οι χορευτές, από το κρύο που έμπαινε από τους σπασμένους φωταγωγούς της στέγης!
Σταδιακά κατελήφθησαν και τα γραφεία του προσωπικού και του Εφόρου, που αναγκάστηκε πλέον να εισέρχεται στο Μουσείο με έγγραφη άδεια των κατακτητών ! Από το Φθινόπωρο του 1943 και μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το Μουσείο θα χρησιμοποιηθεί ως στρατόπεδο συγκέντρωσης ιταλών αιχμαλώτων.
Οι καταστρεπτικές συνέπειες της επίταξης
Οι στρατιωτικές αυτές χρήσεις, που είχαν μετατρέψει το Μουσείο στον υπ’ αριθμόν ένα στόχο των αντίπαλων στρατευμάτων, δεν άργησαν να φέρουν την καταστροφή. Αυτή σημειώθηκε την 9η Φεβρουαρίου 1944, όταν βρετανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το Ηράκλειο. Αρκετές βόμβες που έπεσαν ακόμη και πάνω σε αυτό προκάλεσαν τεράστιες ζημιές στο ίδιο το κτήριο και σε δεκάδες αφύλακτα αρχαία αντικείμενα. Για καλή τύχη των αρχαιοτήτων το στρατιωτικό υλικό που φυλασσόταν στο Μουσείο είχε μόλις απομακρυνθεί και αποφεύχθηκε η πλήρης ανατίναξη του οικοδομήματος. Τη σφοδρότητα του βομβαρδισμού αποκαλύπτει ο απολογισμός των νεκρών Ιταλών και Γερμανών στρατιωτών που ανήλθε στους 22.
Μια ακόμη καταστροφή έμελε να πλήξει όμως το Μουσείο Ηρακλείου που ωστόσο είχε αποδεσμευτεί από τους Γερμανούς. Πρόκειται για την ανατίναξη ενός γερμανικού πλοίου με πολεμικό υλικό, μέσα στο λιμάνι της πόλης που συγκλόνισε κυριολεκτικά το Ηράκλειο. Τεράστια μεταλλικά τμήματα του σκελετού του πλοίου εκσφενδονίστηκαν σε ολόκληρη την πόλη προκαλώντας μεγάλες καταστροφές. Πολλά από αυτά προσέκρουσαν στο κτήριο του μουσείου γκρεμίζοντας ολόκληρους τοίχους και καταστρέφοντας και πάλι δεκάδες αρχαίων αντικειμένων, κυρίως από τις αποθήκες.
Εκτός από τους βομβαρδισμούς, ο Διευθυντής του μουσείου Ηρακλείου είχε να αντιμετωπίσει την απληστία των ξένων καταληψιών που δε δίστασαν συχνά να απλώνουν τα χέρια στα αρχαία αντικείμενα. Πέρα από τις μικροκλοπές συχνότερες ήταν οι διαταράξεις συρταριών και ερμαρίων με αρχαία αντικείμενα, που είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια των πινακίδων και επομένως της ταυτότητας των αρχαίων. Χαρακτηριστικότερο πάντως είναι το παράδειγμα της πίεσης από τη μεριά των Γερμανών στρατιωτικών να χαριστούν σημαντικά αρχαία του Μουσείου στον διαβόητο για την αρχαιοθηρία του, Στρατηγό Ρίγκελ, σε ανάμνηση της παρουσίας του στο νησί, όταν έφευγε από την Κρήτη. Ευτυχώς τελικά συμβιβάστηκαν στην παραχώρηση γνήσιων αντιγράφων.
Η τύχη των υπολοίπων αρχαιοτήτων της Κρήτης
Η τύχη των επαρχιακών Αρχαιολογικών Συλλογών της Κρήτης ήταν ακόμα χειρότερη από αυτήν του πολύπαθου Μουσείου. Μόνο που στο κάδρο των ευθυνών για τις καταστροφές σε αυτές, εκτός από τους Γερμανούς, μπαίνουν τώρα και οι Ιταλοί, που ως γνωστόν κατείχαν το Νομό Λασιθίου. Από τις πρώτες πράξεις των Ιταλών, – κατά τα πρότυπα φαίνεται των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων -, ήταν να συγκεντρώσουν τα αγάλματα και άλλα γλυπτά από το Νομό Λασιθίου για να τα τοποθετήσουν στο Δημοτικό Κήπο Νεάπολης, όπου βρισκόταν η έδρα τους.
Κύριοι απαγωγείς αρχαίων υπήρξαν αφενός ο αυστριακής καταγωγής Στρατηγός Ρίγκελ και αφετέρου ο Ιταλός ονόματι Ρενιέρι, ο οποίος συγκρότησε μικρή μάλλον συλλογή αρχαίων από την ανατολική Κρήτη.
Οι λεηλασίες των Αρχαιολογικών Συλλογών.
Ο αρχαιομανής Στρατηγός Ρίγκελ αποσπώντας τα κλειδιά του Στρωματογραφικού Μουσείου της Βίλλας Αριάδνης στην Κνωσό, απομάκρυνε τρία ολόκληρα κιβώτια αρχαίων, με εκατοντάδες αρχαία αντικείμενα, όπως μινωικά αγγεία -πήλινα, χάλκινα και λίθινα-, κοσμήματα, όπλα, μαρμάρινα αγάλματα και γλυπτά που πριονίστηκαν για να συσκευαστούν. Το ίδιο διάστημα της Γερμανικής κατάληψης, εξαφανίστηκε το σύνολο των μικροευρημάτων από τα ερμάρια του Στρωματογραφικού Μουσείου της Βίλλας.
Επίσκεψη στην Κνωσό
Ο κυνισμός του στρατηγού Ρίνγκελ που αγνόησε τις εκκλήσεις και των ίδιων των αρχαιολόγων της Γερμανικής Υπηρεσίας Προστασίας της Τέχνης, θα κορυφωθεί με την επιδεικτική απαξίωση του Εφόρου Πλάτωνα, τον οποίον δεν καταδέχτηκε ούτε καν να συναντήσει.
Επίσκεψη στην Κνωσό
Ο ίδιος ο αυστριακός Στρατηγός Ρίγκελ είναι πιθανότατα πίσω και από την αρπαγή αρχαιοτήτων από της Συλλογή Γόρτυνας, από όπου εκλάπη ρωμαϊκό άγαλμα νύμφης ή Αφροδίτης από το Νυμφαίο, καθώς και ένα επιτύμβιο ανάγλυφο ένθρονης γυναικείας μορφής από το Ωδείο, μαζί με δύο κεφαλές ρωμαϊκών αγαλμάτων.
Σε επισκέπτες γερμανούς στρατιώτες στην Κνωσό εν ώρα απουσίας του φύλακα αποδίδεται η κλοπή των αντιγράφων των ειδωλίων από το ΥΜ ΙΙΙ ιερό του Ανακτόρου.
Επίσκεψη στην Κνωσό
Καλύτερη τύχη είχε η Συλλογή Νεαπόλεως Λασιθίου που είχε διαφυλαχτεί στο μεγαλύτερο τμήμα της, πριν από την Κατοχή. Με την επίταξη του κτηρίου που τη φιλοξενούσε, τα λίγα αρχαία που παρέμεναν σε αυτήν πετάχτηκαν στο δρόμο, για να περισυλλεχθούν όμως εν πολλοίς σώα από τον επιμελητή της, καθηγητή Μαυροειδή.
Καλή τύχη υπήρξε και για τη Συλλογή Ρεθύμνου, της οποίας το πολυτιμότερο τμήμα είχε αποκρυβεί στα θησαυροφυλάκια της Εθνικής Τράπεζας.
Μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετώπισε η Αρχαιολογική Συλλογή Ιεράπετρας, από όπου εξαφανίστηκε ή καταστράφηκε μεγάλος αριθμός αρχαιοτήτων, όταν μεταβλήθηκε σε στρατώνα ιταλών στρατιωτών.
Οι προσπάθειες του Πλάτωνα για τη μεταφορά των υπολοίπων αρχαίων στο Ηράκλειο προσέκρουαν σταθερά στην άρνηση της ιταλικής διοίκησης, που θεωρούσε ότι επρόκειτο για γερμανική εντολή.
Έτσι η συλλογή λεηλατήθηκε δύο ακόμη φορές, με αποτέλεσμα να χαθούν περισσότερα από 100 αντικείμενα, τα οποία αποτελούσαν περισσότερο από το 1/5 των εκθεμάτων της. Μεταξύ των εξαφανισθέντων αντικειμένων, ως σημαντικότερα αναφέρονται πολυάριθμοι μινωικοί αμφορείς, αγγεία των ελληνορωμαϊκών χρόνων, ρωμαϊκοί λύχνοι και ένας χάλκινος πέλεκυς.
Επίσκεψη στην Κνωσό
Μεγαλύτερη υπήρξε η καταστροφή στην αρχαιολογική Συλλογή Σητείας, η οποία καταστράφηκε σχεδόν στο σύνολό της. Περισσότερα από 150 αρχαία αντικείμενα εξαφανίσθηκαν, ανάμεσα σε αυτά σπάνια μινωικά ρυτά, πήλινα αγγεία και σαρκοφάγοι, νομίσματα, ανάγλυφα, επιγραφές κλπ.
Μεγάλες καταστροφές υπέστη και η Συλλογή Χανίων, για μια ακόμη φορά μετά την πυρκαγιά του 1934. Από τις πρώτες μέρες της κατοχής, καταλήφθηκε από Ιταλούς πρώην αιχμαλώτους, που αφού τη μετέτρεψαν σε αποχωρητήριο, κατέστρεψαν σκόπιμα πολλά αρχαία αντικείμενα. Αργότερα ο χώρος διαρρήχτηκε ξανά από αγνώστους και αρχαιότητες πετάχτηκαν στην αυλή. Κατά τη βίαιη μετακόμισή της, αργότερα, σε νέο χώρο εξαφανίστηκε μικρό κιβωτίδιο με χρυσά αντικείμενα της Συλλογής.
Επίσκεψη στην Κνωσό
Και η αρχαιολογική Συλλογή Κισάμου δεν αντιμετώπισε λίγα προβλήματα. Σε διαδοχικές παραβιάσεις του χώρου οι Γερμανοί αφαίρεσαν 4 αξιόλογα γλυπτά της Συλλογής, 22 πήλινα αγγεία και αντικείμενα, 8 μετάλλινα, 20 γυάλινα και 80 νομίσματα ελληνικών και ρωμαϊκών χρόνων.
Οι αρχαιολογικοί χώροι
Εκτός από τις καταστροφές των αρχαίων εκθεμάτων των Συλλογών, σοβαρές ζημιές υπέστησαν και οι αρχαιολογικοί χώροι. Τραγικότερο είναι το παράδειγμα του Βασιλικού Τάφου των Ισοπάτων, του μνημειωδέστερου και μοναδικού τάφου της μινωικής Εποχής, ο οποίος καταστράφηκε ολοκληρωτικά, για την προσπόριση δομικού υλικού που απαιτούσαν οι κατασκευές στρατιωτικών εγκαταστάσεων.
Ο αφανισμένος από τους ναζί Βασιλικός Τάφος των Ισοπάτων Κνωσού
Από την πρώτη στιγμή οι Έφοροι Αρχαιοτήτων κατήγγειλαν το γεγονός στις αρμόδιες αρχές, μιλώντας για βανδαλισμό, χαρακτηρισμός που προκάλεσε την οργή των Γερμανών κατακτητών, που ζήτησαν τηνπαραδειγματική τιμωρία των δύο Εφόρων.
Στο Ανάκτορο Μαλίων η απογύμνωση του χώρου από τα μεταλλικά υλικά των στεγάστρων για τις ανάγκες του στρατού, είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση σημαντικών ζημιών στο μνημείο από τις καιρικές συνθήκες.
Ο αφανισμένος από τους ναζί Βασιλικός Τάφος των Ισοπάτων Κνωσού
Σημαντικές φθορές προξενήθηκαν και στον αρχαιολογικό χώρο της Αμνισού, όπου η Έπαυλη των Κρίνων και το ιερό του Διός Θενάτα, η φύλαξη των οποίων ήταν δυσχερής, καθώς βρίσκονταν σε απομονωμένη και ναρκοθετημένη ζώνη. Σοβαρές ζημιές σε δομικά μέρη των χώρων αλλά και διαρπαγές αρχαιοτήτων που βρίσκονταν εκεί, σημειώθηκαν τόσο από τους Γερμανούς όσο και από τους Ιταλούς.
Την εποχή που οι γερμανοί οργάνωναν θεατρικές παραστάσεις στην Φαιστό, το μινωικό Ανάκτορο διέτρεχε πραγματικό κίνδυνο αφανισμού, καθώς επιτάχθηκε από νωρίς και οχυρώθηκε λόγω της στρατηγικής θέσης του.
Γερμανική παράσταση αρχαίου δράματος στη Φαιστό.
Παντού διανοίχθηκαν φωλέες πολυβόλων και χαρακώματα, προκαλώντας μεγάλες ζημιές σε αρχαία κτίσματα, ενώ σημαντικές ποσότητες πυρομαχικών φυλάχτηκαν στις αρχαίες αποθήκες του Ανακτόρου με όσους κινδύνους αυτό συνεπαγόταν σε περίπτωση στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Επιταγμένο ανάκτορο Φαιστού
“Χάριν παιδιάς”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ν. Πλάτων, ομάδα Γερμανών στρατιωτών, κατακρήμνισε στην ανατολική απότομη πλαγιά του λόφου αρχιτεκτονικά μέλη από το ανάκτορο, όπως λίθους με λαξεμένα σημεία και βάσεις κιόνων. Άλλη ομάδα στρατιωτών που είχε εγκατασταθεί στις αρχαίες αποθήκες, προκάλεσε ζημιές στους πίθους και τις γύψινες πλάκες των τοίχων. Σημαντικότερη όλων πάντως ήταν η απώλεια δεκάδων σπάνιων καμαραϊκών αγγείων από το Ανάκτορο, τα οποία αν και είχαν αποκρυβεί σε δυσπρόσιτες θέσεις εντός των αποθηκών, εντοπίστηκαν από τους Γερμανούς και εκλάπησαν στο σύνολό τους.
Σημαντικά προβλήματα αντιμετώπισε και η γειτονική Έπαυλη της Αγίας Τριάδας, από όπου Γερμανοί απέσπασαν λίθους και κατέστρεψαν μινωικά πιθάρια. Ο θολωτός τάφος της Αγίας Τριάδας, αφού περιβλήθηκε με συρματοπλέγματα, μεταβλήθηκε σε φυλακή Ελλήνων αιχμαλώτων. Ο χώρος της Αγίας Τριάδας υπέστη όμως ζημιές και από τη χρήση του ως πρόχειρου καταλύματος, για κάποιους από τους άστεγους κατοίκους του Τυμπακίου, μετά την καταστροφή του γειτονικού Τυμπακίου από την κατασκευή του ομώνυμου γερμανικού αεροδρομίου.
Στο Οροπέδιο Λασιθίου η ελληνορωμαϊκών χρόνων θέση της Κολώνας καταστράφηκε ολοσχερώς κατά τη διάνοιξη από τους γερμανούς του Δρόμου Λαγού- Τζερμιάδω. Η επαχθέστερη όμως καταστροφή αρχαιοτήτων της Ανατολικής Κρήτης συνέβη στον αρχαιολογικό χώρο του Παλαικάστρου Σητείας. Ο αρχαιολογικός χώρος ισοπεδώθηκε από τον Ιταλό αξιωματικό Γκιουζέππε Μπορσάρι, ο οποίος χωρίς εμφανή λόγο επέβαλε την καταστροφή “λίθο προς λίθο” των τοίχων του μέχρι τότε ανασκαμμένου μινωικού οικισμού. Όπως επισημαίνει ο Πλάτων “πρόκειται περί εξαφανισμού ενός ολοκλήρου αρχαιολογικού χώρου.”
Γνωστότερη είναι η ανεπανόρθωτη καταστροφή που υπέστη το μεγάλο λαξευτό σπήλαιο του Λαβυρίνθου της Γόρτυνας, που μετασκευάστηκε από τους Γερμανούς για να αποτελέσει αποθήκη στρατιωτικού υλικού. Μετά την απώλεια του πολέμου οι Γερμανοί ανατίναξαν το σπήλαιο για να καταστρέψουν το εκεί φυλασσόμενο υλικό. Η ολοσχερής καταστροφή από την ανατίναξη του σπηλαίου, η οποία βέβαια δεν αποκαταστάθηκε ποτέ, στέρησε την Κρήτη από το δημοφιλέστερο ανά τους αιώνες αξιοθέατο της νήσου, από το Μεσαίωνα και μέχρι την ανακάλυψη της Κνωσού.
Ζημιές κατά τη διάρκεια της κατοχής υπέστησαν βέβαια και τα μεσαιωνικά μνημεία του Ηρακλείου. Οι πολυάριθμοι βομβαρδισμοί που έπληξαν την πόλη του Ηρακλείου προκάλεσαν σημαντικές ζημιές σε πολλά κτήρια, μεταξύ αυτών η Βασιλική του Αγίου Μάρκου και η Αρμέρια δίπλα από την ενετική Λότζια. Το μεγαλύτερο θύμα όμως των βομβαρδισμών αυτών υπήρξαν τα ενετικά τείχη. Εκτός από τα πολλαπλά πλήγματα των πολεμικών επιχειρήσεων οι τοπικές αρχές είχαν να αντιμετωπίσουν και την απληστία ντόπιων και ξένων που έβρισκαν σε αυτά έτοιμο οικοδομικό υλικό για τις όποιες κατασκευές τους.
Επιταγμένο ανάκτορο Φαιστού
Οι παράνομες ανασκαφές
Στις καταστροφές των αρχαιοτήτων συγκαταλέγονται και οι παράνομες ανασκαφές που διεξήχθησαν από αδαείς γερμανούς στρατιώτες ή και αξιωματικούς. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των λαθρανασκαφών στον ανασκαμμένο ναό του Πυθίου Απόλλωνα στη Γόρτυνα, όπου πραγματοποιήθηκε, χωρίς αποτέλεσμα, ολιγοήμερη ανασκαφή, αλλά και η ανατίναξη των δαπέδων του Ναού των Αιγυπτίων Θεών, με προφανή στόχο την αποκάλυψη “κρυμμένων θησαυρών”.
Διαφορετική περίπτωση αποτελούν πάντως οι παράνομες αρχαιολογικές ανασκαφές που, αν και εκτελέστηκαν από τους αρχαιολόγους της γερμανικής Υπηρεσίας Προστασίας Μνημείων, αποτελούν για το ελληνικό κράτος λαθρανασκαφές.
Η πρώτη τέτοια ανασκαφή διεξήχθη στο Μικρό Ανάκτορο της Κνωσού, το Νοέμβρη του 1941, ύστερα από διαταγή του διαβόητου αρχαιοθήρα Στρατηγού Ρίνγκελ. Οι ανασκαφή που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς αρχαιολόγους της Υπηρεσίας Προστασίας Μνημείων ανθυπολοχαγό Σεργκεντόρφερ και υπαξιωματικό Βιάντσεν διήρκεσε πάνω από είκοσι ημέρες. Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής παρέμειναν παντελώς άγνωστα, καθώς κανένα απολύτως εύρημα δεν μεταφέρθηκε στο Μουσείο Ηρακλείου.
Η δεύτερη παρόμοια γερμανική ανασκαφή διεξήχθη και πάλι από τον αρχαιολόγο Σεργκεντόρφερ, έχοντας στόχο την αποκάλυψη θολωτού τάφου και παρακείμενου αρχαίου οικισμού στο Απεσωκάρι της Μεσαράς. Η ανασκαφή που διήρκεσε δύο μήνες και αποκάλυψε την πλήρη κάτοψη του τάφου και τμήματα του παρακείμενου οικισμού, διεκόπη όταν ο Γερμανός αξιωματικός αρχαιολόγος έφυγε από την Κρήτη. Αν και γενικά πιστεύεται ότι το σύνολο το ευρημάτων παραδόθηκε τότε στο Μουσείο, δημιουργεί ερωτηματικά το γεγονός ότι από το σύνολο αυτό απουσιάζει η συνήθης ποικιλία των ταφικών ευρημάτων. Παρόμοιες λαθρανασκαφές πραγματοποιήθηκαν επίσης στην πόλη των Χανίων και στο Μοναστηράκι Ρεθύμνου.
Σημαντικές καταστροφές αρχαιοτήτων σημειώθηκαν εξάλλου κατά την διεξαγωγή στρατιωτικών εργασιών, οι οποίες αποκάλυπταν αρχαία. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι Γερμανοί αξιωματικοί ειδοποιούσαν τον Έφορο Αρχαιοτήτων Πλάτωνα, ενώ συχνότατες ήταν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες τα αρχαία καταστρέφονταν ή απλώς παρακρατούνταν.
Σε πολλές περιπτώσεις, όπως κατά την αποκάλυψη των τάφων στη Σίβα και στα Μάλια, οι στρατιωτικοί ειδοποιούσαν την Αρχαιολογική Υπηρεσία αφού πρώτα είχαν ερευνήσει τη θέση και είχαν οικειοποιηθεί μέρος των ευρημάτων.
Ζημιές σοβαρές προκλήθηκαν όμως και κατά τη διάνοιξη πρόχειρων καταφυγίων, όπως για παράδειγμα στους τάφους της Ακρόπολης Κνωσού και της Καλαμαύκας Ιεράπετρας. Αυτονόητο είναι ότι την εποχή εκείνη της πείνας και της οικονομικής εξαθλίωσης πολλοί ντόπιοι εφοδίαζαν επ’ αμοιβή τους “συλλέκτες” με κρητικές αρχαιότητες και έτσι απομακρύνθηκε από την Κρήτη ένα σημαντικό -αν και δύσκολα υπολογίσιμο αριθμητικά- σύνολο αρχαιοτήτων.
Μια συνολική αποτίμηση των καταστροφών που προκλήθηκαν στις κρητικές αρχαιότητες στην Κατοχή συνοψίζεται στην απώλεια αρκετών εκατοντάδων -ή και χιλιάδων- αρχαίων αντικειμένων που απομακρύνθηκαν από τη Μεγαλόνησο. Δεν ήταν όμως λίγες και οι καταστροφές που προκλήθηκαν στα αρχαία μνημεία από τους βανδαλισμούς και κυρίως από την τετράχρονη έλλειψη σοβαρής συντήρησης κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Αξίζει να αναφερθεί ότι το Μουσείο Ηρακλείου, για δέκα ολόκληρα χρόνια έφερε τις πληγές από τους βομβαρδισμούς, και παρέμενε με τα αρχαία συσκευασμένα στο καταφύγιο, αφού μόνο η χρηματοδότηση από το Σχεδίο Μάρσαλ, το 1951, επέτρεψε την αποκατάστασή του, και την επανέκθεση των αρχαίων θησαυρών.
Το ελληνικό κράτος αμέσως μετά τον πόλεμο επιδίωξε την αναζήτηση των κλεμμένων θησαυρών, ουδέποτε όμως οι Γερμανικές και Ιταλικές αρχές εκλήθησαν να επανορθώσουν με κάποιο τρόπο για τις καταστροφές που προξένησαν. Τα αποτελέσματα της αναζήτησης των αρχαιοτήτων που αποσπάσθηκαν από την Κρήτη, παρά τη σοβαρότητα τους μεταπολεμικού εγχειρήματος, υπήρξαν τότε, δυστυχώς, απογοητευτικά.
Πρόσφατα έγινε γνωστό ότι το Υπουργείο Πολιτισμού επανεξετάζει τα αρχεία του, προκειμένου να ξεκινήσει νέο γύρο διεκδίκησης των κλεμμένων αρχαιοτήτων. Ευχόμαστε όλοι η αναζήτηση αυτή τη φορά να είναι περισσότερο επιτυχής. Εμείς θα είμαστε βέβαια στη διάθεσή τους…
ellinondiktyo