Αν εξετάσει κανείς τα σημερινά επώνυμα των Ελλήνων θα διαπιστώσει πως από περιοχή σε περιοχή διαφέρουν οι καταλήξεις, οι οποίες παρουσιάζονται συχνότερα. Έτσι, πιο συχνά παρατηρούμε την κατάληξη «-ούδης» σε επίθετα της Μακεδονίας και της Θράκης, την κατάληξη «-άκης» στα Κρητικά επώνυμα, την κατάληξη «-άκος» και «-έας» σε επώνυμα της Μάνης, την κατάληξη «-άτος» στα επίθετα της Κεφαλονιάς, την κατάληξη «-όπουλος» στα Πελοποννησιακά επίθετα ενώ τα ποντιακά επίθετα διακρίνονται από την χαρακτηριστικές καταλήξεις «-ίδης» και «-ιάδης».
Εξετάζοντας συνοπτικά την διαδρομή των επιθέτων στην ιστορία, θα διαπιστώσουμε πως στην αρχαιότητα επίθετα χρησιμοποιούσαν οι ευγενείς οικογένειες, για να δηλώσουν το γένος καταγωγής των ατόμων που τα έφεραν. Από τα πιο γνωστά αριστοκρατικά γένη είναι οι Λαβδακίδες, οι Ατρείδες, οι Αιακίδες με γενάρχες τον Λάβδακο, τον Ατρέα και τον Αιακό αντίστοιχα. Επιπλέον και εν είδει επωνύμου ή ως πρόσθετο χαρακτηριστικό καταγωγής χρησιμοποιούταν και τ’ όνομα του πατέρα συνοδευόμενο από τις καταλήξεις «-ίδης» και «-άδης», για να δηλώσει σαφέστερα την καταγωγή του ήρωα. Γι’ αυτό, ο Οδυσσέας είναι γνωστός ως Λαερτιάδης, ο Αχιλλέας ως «Πηλείδης» και ο Δίας ως «Κρονίδης».
Από την βυζαντινή εποχή σε ρόλο επωνύμου άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα παρωνύμια ως συνοδευτικά του βαφτιστικού ονόματος. Παράλληλα, για τις μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες καθιερώθηκαν οικογενειακά ονόματα και ονόματα γενεών, τα οποία προέρχονται από τίτλους και αξιώματα. Η Κρήτη και τα νησιά, λόγω της ενετοκρατίας, είναι οι πρώτες περιοχές που χρησιμοποίησαν οικογενειακά ονόματα, τα οποία και βρίσκονται σε έγγραφα χρονολογούμενα πριν από το 1200. Κατά την τουρκοκρατία χρησιμοποιούταν το πατρώνυμο ως συνοδευτικό του κύριου ονόματος.
Όσον αφορά τα Ποντιακά επίθετα, αυτά άρχισαν να παίρνουν συγκεκριμένες καταλήξεις με κυρίαρχες αυτή σε «-ίδης» και «-άδης» από τα μέσα του 18ου αιώνα, όταν επετράπη από την τουρκική κυβέρνηση η ίδρυση επίσημων Ελληνικών σχολείων στον Πόντο, ενώ μέχρι τότε υπήρχαν τα εκκλησιαστικά παλαιού τύπου σχολεία. Η ανάγκη καταγραφής των μαθητών σε μητρώα και καταλόγους, αλλά και η επιθυμία των διδασκάλων για την Ελληνική παιδεία και μόρφωση, τους ώθησε να προσθέσουν την αρχαιοπρεπή κατάληξη «-ίδης» στο επώνυμο που είχαν μέχρι τότε οι μαθητές.
Εξετάζοντας τα ποντιακά επώνυμα διαπιστώνουμε πως ταξινομούνται σε επώνυμα που προέρχονται από πατρώνυμα, επαγγέλματα, τοπωνύμια και χαρακτηριστικά ή παρατσούκλια. Παρακάτω παραθέτουμε ορισμένα επίθετα από κάθε κατηγορία:
Πατρωνυμικά: Αβραμίδης, Ακριτίδης, Αντωνιάδης, Αποστολίδης, Βασιλειάδης, Γεωργιάδης, Γρηγοριάδης, Θεοδωρίδης, Ιασωνίδης, Ιορδανίδης, Κωνσταντινίδης, Νικολαΐδης, Πετρίδης, Σαββίδης, Χριστοφορίδης.
Επίθετα από επαγγέλματα: Ζουρνατζίδης (ο μουσικός που παίζει ζουρνά), Καζαντζίδης (καζαντζής = χαλκιάς), Καλαϊτζίδης (καλαϊτζίδης = γανωματής), Καρβουνίδης (= ο έμπορος κάρβουνου) Κεμεντζετσίδης (κεμεντζετζή ς= λυράρης), Κουγιουμτζίδης ή Κοεμτζίδης (κουγιουμτζής = αργυροχρυσοχόος), Οικονομίδης, Ουσταμπασίδης (ουστάμπασης = αρχιτεχνίτης, αρχιμεταλλουργός), Πεχλιβανίδης (πεχλιβάνης = παλαιστής), Σιδερίδης, Υφαντίδης.
Επίθετα από τοπωνύμια: Κανετίδης (ο καταγόμενος από την Αργυρούπολη, από την ονομασία Κάν(ιν) της Αργυρούπολης, Κογκαλίδης (από το χωριό Κογκά της Τραπεζούντας), Κοροξενίδης (από το χωριό Κορόνιξα ή Κορόξενα της Αργυρούπολης), Μουρατχανίδης (από το χωριό Μουραχτάν), Νικοπολιτίδης (από την Νικόπολη, συναντάται ακόμη και ως Καραχισαρίδης από την τουρκική ονομασία της Νικόπολης «Καραχισάρ»), Λαρχανίδης (από την Λαραχανή), Πολατίδης (από την περιοχή Πολάτ), Τοκατλίδης (από την Τοκάτη).
Επίθετα από παρατσούκλια και χαρακτηριστικά: Ασλανίδης (από το aslan = λιοντάρι), Ατματζίδης (από το atmaca = γεράκι), Ζαρογουλίδης (αυτός που έχει στραβό λαιμό), Καμπουρίδης, Καπασακαλίδης (αυτός που έχει χοντρό πηγούνι), Καρακασίδης (αυτός που έχει μαύρα φρύδια), Κοτσαμπουϊκίδης (= αυτός που έχει μεγάλο μουστάκι), Κωφίδης, Ποζίδης (ξανθός ή σταχτής), Τσαχουρίδης (γαλανομάτης ή ξανθός), Τσιρκινίδης (άσχημος), Χονδροματίδης.
Το γεγονός ότι μερικά από τα επώνυμα και όχι μόνο της Ποντιακής, που δηλώνουν επάγγελμα ή χαρακτηριστικό προέρχονται από τουρκικές λέξεις, δε σημαίνει ότι υστερούν εθνικά. Η μακραίωνη υποδούλωση του Ελληνικού έθνους από τους Τούρκους, είχε ως αποτέλεσμα κάποιες λέξεις της τουρκικής να ενσωματωθούν στην ποντιακή αλλά και στη νεοελληνική. Άλλωστε, τέτοια φαινόμενα παρατηρούνται μεταξύ γειτονικών λαών.
Η προέλευση των επωνύμων -και όχι μόνο των ποντιακών- δε παύει να είναι ένα θέμα που παρουσιάζει ενδιαφέρον και το οποίο χρήζει περαιτέρω έρευνας από την επιστήμη της γλωσσολογίας.
*(Η φωτογραφία του άρθρου είναι από Βάφτιση στην Τραπεζούντα της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών).
Use Facebook to Comment on this Post