«Ο άξονας Αριστερά – Δεξιά δεν είναι, πλέον, τόσο σημαντικός ως κριτήριο στην απόφαση ψήφου και άρα στον διαχωρισμό κομμάτων μεταξύ τους», δηλώνει στην «Κ» η Αλεξία Κατσανίδου, καθηγήτρια Εμπειρικής Κοινωνικής Ερευνας στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ: ΣΑΒΒΑΤΙΑΤΙΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ
«Οταν λαϊκιστικά κινήματα, ανεξαρτήτως χρώματος, ανεβαίνουν στην εξουσία, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: επιδιώκουν απευθείας σύνδεση ανάμεσα στον ηγέτη-κόμμα και στον λαό, αδιαφορώντας για θεσμούς και δομές. Γι’ αυτά τα κινήματα, η επικοινωνία δεν χρειάζεται να περνάει μέσα από θεσμούς. Στη λογική του λαϊκισμού, ο Αλέξης Τσίπρας είναι η αυτόματη έκφραση του ελληνικού λαού».
Με την Αλεξία Κατσανίδου, καθηγήτρια Εμπειρικής Κοινωνικής Ερευνας στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας και, παράλληλα, διευθύντρια του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών GESIS, Ελληνίδα του εξωτερικού, επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε την πολιτική σκηνή όχι μόνον στον απόηχο των ευρωεκλογών, αλλά και υπό το πρίσμα των αλλαγών που συντελούνται παγκοσμίως. «Πραγματικά, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η επιλογή της κυβέρνησης να αντιπολιτεύεται την… αντιπολίτευση με επίσημα δελτία Τύπου των υπουργείων ή του πρωθυπουργικού γραφείου, στα οποία κυριαρχούν οι ειρωνείες και οι επιθετικοί χαρακτηρισμοί σαν να είναι κομματικές ανακοινώσεις. Είναι απόδειξη αυτό της αδιαφορίας έναντι των θεσμών, του πλαισίου λειτουργίας της πολιτικής. Το ίδιο συμβαίνει και στις ΗΠΑ με τον Τραμπ. Χρησιμοποιεί το Twitter ως κλασική έκφανση αυτού του φαινομένου, όπου ο αρχηγός μιλάει απευθείας στον λαό του, χωρίς να χρειάζεται τη μεσολάβηση των θεσμών».
Η κ. Κατσανίδου, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, ταξίδεψε στην Αγγλία για τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές της σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Εσεξ, πριν εγκατασταθεί στη Γερμανία. «Στις ευρωεκλογές», σημειώνει, «οι ψηφοφόροι τιμώρησαν την κυβέρνηση, κάτι που είναι κλασικό φαινόμενο στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όμως στην Ελλάδα καταψηφίστηκε και το πολιτικό πλαίσιο που έθεσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, αναδεικνύοντας την ευρωκάλπη ως δημοψήφισμα επί της πολιτικής του».
Με ορίζοντα, πλέον, τις κάλπες του Ιουλίου, η ίδια θεωρεί ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει σταθεροποιηθεί σε σχέση με την περίοδο 2012-2015. «Εχουμε εκ νέου ένα δίπολο, έναν δικομματισμό, αλλά με χαμηλότερη συγκέντρωση από αυτή των προηγούμενων δεκαετιών. Σε αυτό το δίπολο έχουμε έναν σταθερό πόλο, αυτόν της Δεξιάς, που έχει πολύ βαθιές ρίζες στην κοινωνία, στο κράτος, στις δομές. Και από την άλλη, ένα νέο κόμμα που μπορεί, μεν, με όρους ψηφοφόρων να έχει πάρει τη θέση του ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν έχει ακόμη τον κομματικό μηχανισμό του ΠΑΣΟΚ, ούτε τις βαθιές του ρίζες στην κοινωνία και στον συνδικαλισμό». Καθώς, η αντιπαράθεση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ για την πρωτοκαθεδρία στην Κεντροαριστερά βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, η κ. Κατσανίδου σχολιάζει πως «υπάρχει ακόμη περιθώριο για αλλαγές. Δεν μπορώ να προβλέψω αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε για να μείνει ή θα πέσει και πάλι κάτω από το 20%. Εξαρτάται, βεβαίως, και πώς θα λειτουργήσουν οι εξελίξεις στο ΚΙΝΑΛ μετά τη ρήξη Γεννηματά – Βενιζέλου».
Σε κάθε περίπτωση, υπογραμμίζει πως η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη βρίσκεται συνολικά αντιμέτωπη με κρίση, όχι μόνον πολιτική αλλά και ταυτότητας. «Ο άξονας Αριστερά – Δεξιά δεν είναι, πλέον, τόσο σημαντικός ως κριτήριο στην απόφαση ψήφου και άρα στον διαχωρισμό κομμάτων μεταξύ τους. Δείτε σε τι κατάσταση βρίσκεται το άλλοτε κραταιό SPD (Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες): συρρικνώνεται κάτω από το 20%, παραιτείται η επικεφαλής και ουδείς ενδιαφέρεται να αναλάβει τη θέση! Δείτε τι συμβαίνει στην Ελλάδα ή στη Γαλλία, όπου το Σοσιαλιστικό Κόμμα καταστράφηκε ολοσχερώς». Ερμηνεύοντας τη σοσιαλδημοκρατική κρίση, η Αλεξία Κατσανίδου δίνει και την εκτίμησή της για το αύριο των πολιτικών αντιπαραθέσεων στην Ευρώπη. «Είναι ιδεολογικά δύσκολο για ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα να έχει διακριτό ρόλο. Κυρίως στο θέμα της οικονομίας, όπου υιοθέτησαν κεντροδεξιές θέσεις, μοιάζουν να μην είναι σίγουροι τι ακριβώς αντιπροσωπεύουν. Δεν έχουν σαφές στίγμα και αυτό το πληρώνουν. Μοναδική εξαίρεση είναι η Ισπανία, χάρη στην αλλοπρόσαλλη πολιτική της εκεί Δεξιάς με την κρίση στην Καταλωνία, που επέτρεψε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα να εμφανιστεί ως ο σοβαρός εγγυητής της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας».
Κατά την ανάλυσή της, το νέο πανευρωπαϊκό πολιτικό δίπολο, που εκ των πραγμάτων αντανακλά και στο εσωτερικό των κρατών-μελών, είναι υπέρ ή κατά της Ευρώπης. «Οι αντιευρωπαϊστές θα είναι τo ένα μέτωπο που θα μεγαλώνει, όμως μετά την περιπέτεια του Brexit θα διεκδικεί αλλαγή πολιτικών και όχι διάρρηξη των δεσμών με την Ε.Ε. Από την άλλη, θα είναι όσοι τάσσονται υπέρ της Ευρώπης και της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής ιδέας. Εκτιμώ ότι τα κόμματα που θα έχουν ξεκάθαρη θέση σε αυτό το δίπολο θα είναι και αυτά που θα κερδίσουν. Αυτά που θα είναι κάπου στη μέση, όπως η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, ίσως δεν θα έχουν λόγο ύπαρξης».
Τη ρωτώ εάν ψήφισε για τις ευρωεκλογές. Οντως το έκανε και, μάλιστα, για τους ευρωβουλευτές της Ελλάδας. «Καλό θα ήταν να μπορούσαμε να ψηφίσουμε από εδώ και στις εθνικές εκλογές», προσθέτει, προκαλώντας ουσιαστικά την ερώτηση για το πώς, από απόσταση, βλέπει την Ελλάδα να αλλάζει. «Οι νέοι είναι πολύ διαφορετικοί. Υπάρχει πολλή όρεξη για δουλειά, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα. Βλέπω, όμως, ότι ο δημόσιος τομέας υστερεί. Μπορεί να υπάρχουν και εκεί νέοι σε ηλικία ή αντιλήψεις που θέλουν την εξέλιξη, αλλά, δυστυχώς, είναι οι ίδιες οι δομές που τους αποθαρρύνουν. Η Ελλάδα θα είχε πολλά να κερδίσει από τον εκσυγχρονισμό στις δομές, στα οργανογράμματα και στη νοοτροπία του Δημοσίου. Και φυσικά από τις διαδικασίες αξιολόγησης των πανεπιστημίων».
Η Αλεξία Κατσανίδου έφυγε από την Ελλάδα το 2002. Θα επέστρεφε σε ένα ελληνικό πανεπιστήμιο; «Ενας λόγος που δεν θα γυρνούσα ποτέ στην Ελλάδα για να εργαστώ είναι ότι δεν θα ήθελα να έρθω αντιμέτωπη με τις καταστάσεις βίας στα πανεπιστήμια», απαντά χωρίς δισταγμό, υπενθυμίζοντας την πολύ πρόσφατη επίθεση αγνώστων κατά του πρύτανη της ΑΣΟΕΕ. «Το συζητάμε και με άλλους συναδέλφους στο εξωτερικό, διότι πολλοί έχουν διάθεση για δουλειά και θα ήθελαν να επιστρέψουν. Δεν σας κρύβω ότι υπάρχει απογοήτευση. Πέραν της δυσκολίας να βρει κάποιος δουλειά, γιατί είναι εκτός συστήματος, η μεγαλύτερη ανησυχία είναι “πώς θα πάω εγώ να δουλέψω σε ένα τέτοιο περιβάλλον;”».
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr