Οι επιστήμονες του επίγειου πειράματος BICEP2 είχαν αναγγείλει με κάθε επισημότητα τον περασμένο Μάρτιο την ανακάλυψη αρχέγονων βαρυτικών κυμάτων στην ακτινοβολία που προέκυψε από τη Μεγάλη Έκρηξη. Η ανακάλυψη θεωρήθηκε μία από τις μεγαλύτερες επιστημονικές συνεισφορές των τελευταίων δεκαετιών, αφού πέρα από την επιβεβαίωση της ύπαρξης των βαρυτικών κυμάτων, απεδείκνυε εμμέσως και τη θεωρία του κοσμικού πληθωρισμού, της ιδέας δηλαδή πως το πρώιμο Σύμπαν επεκτάθηκε εκθετικά για μία σύντομη περίοδο.
Αμέσως μετά την ανακοίνωση της ανακάλυψης υπήρξε μία μερίδα επιστημόνων που αμφισβήτησε την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων, καθώς υποστήριζαν πως η επίδραση των σωματιδίων σκόνης στο υπόβαθρο είχε υποεκτιμηθεί. Η άποψη αυτή άρχισε σταδιακά να κερδίζει έδαφος αυξάνοντας τη δυσπιστία της επιστημονικής κοινότητας η οποία άρχισε να αναζητά επιβεβαίωση και από ανεξάρτητα πειράματα.
Πλέον τα βλέμματα συγκεντρώνει η ευρωπαϊκή διαστημική αποστολή Πλανκ, η οποία μελέτησε την ακτινοβολία υποβάθρου με τη μεγαλύτερη λεπτομέρεια έως σήμερα. Το Πλανκ ήταν σε θέση να καταγράψει και την πόλωση της ακτινοβολίας που προέκυψε από τη Μεγάλη Έκρηξη, στην οποία άφησαν την “υπογραφή” τους τα αρχέγονα βαρυτικά κύματα.
Με τις αυξημένες ικανότητες του διαστημικού τηλεσκοπίου Πλανκ να χαρακτηρίσει την επίδραση της σκόνης, οι επιστήμονες θεωρούν πως το ζήτημα της ύπαρξης ή μη των βαρυτικών κυμάτων θα διαλευκανθεί σύντομα, αφού τα αποτελέσματά του αναμένονται ίσως και εντός του καλοκαιριού. Ακόμη πάντως και εάν επί της αρχής το Πλανκ συμφωνήσει με το BICEP υπέρ της ανακάλυψης, μεγάλο ενδιαφέρον έχουν και οι ακριβείς τιμές που θα δώσει στις διάφορες παραμέτρους καθώς από αυτές εξαρτώνται ένα πλήθος από θεωρίες που περιγράφουν την εξέλιξη του Σύμπαντος