Από τις old school (κυριολεκτικά) γενιές, αυτές με τις σχολικές ποδιές και τους αυστηρούς δασκάλους με τη βίτσα, μέχρι και τις τελευταίες, αυτές με τα smartphones, τα tablets και τα lunchbox με βιολογικά σνακ, όλοι ως παιδιά λίγο-πολύ κάναμε τα εξής:
Στέλναμε ραβασάκια.
Γράφαμε σημειώματα σε μικροσκοπικά κομματάκια χαρτί με ακόμα πιο μικροσκοπικά γράμματα και τα δίναμε στον διπλανό μας να τα δώσει στον μπροστινό του, να τα δώσει στον μπροστινό του, να το περάσει στην απέναντι σειρά για να φτάσει στον παραλήπτη. Όσα έφταναν σε εμάς, τα κρατούσαμε φυλαγμένα – για την ακρίβεια γεμίζαμε κασετίνες ολόκληρες.
Πετούσαμε σαΐτες. Αν έπεφτε στο χέρι μας χαρτί Α4, η καλύτερη χρήση του ήταν να διπλωθεί περίτεχνα έτσι ώστε να γίνει αεροδυναμικό πετούμενο. Καθένας είχε συνήθως και την δική του διαφορετική τεχνοτροπία, ενώ οι κόντρες για τις καλύτερες πτήσεις έδιναν και έπαιρναν.
Ανταλλάσσαμε αυτοκόλλητα. Στίκερ, κάρτες formula 1 ή ποδοσφαιριστών, αυτοκόλλητα από το πίσω μέρος της Κουκουρούκου, Panini, ακόμη και… χαρτοπετσέτες ή αρωματισμένα χαρτιά αλληλογραφίας για τα κορίτσια, μετέτρεπαν τις τάξεις και τους διαδρόμους του σχολείου ένα τεράστιο παρεμπόριο, όπου γίνονταν αλισβερίσια: «Αφού το’ χεις δίπλό αυτό. Δώσ’το μου και θα σου δώσω δύο σπάνια και μισό πακέτο Big Babol και τα μισά μου Smarties.
Γράφαμε σε λευκώματα. Τετράδια-«τέρατα» περνούσαν από χέρι σε χέρι, και ο καθένας καλούταν να απαντήσει σε καίρια ερωτήματα, όπως «τι εστί φιλία;» και «τι εστί αγάπη;», με βαθυστόχαστες απαντήσεις όπως «Φιλία λέξη ιερή, φιλία λέξη θεία, που γράφεται μες στην καρδιά και όχι στα θρανία».
Ο σημαντικός αυτός τόμος τέλειωνε πάντα με το βασανιστικό ερώτημα «Ποια είναι η γνώμη σου για μένα» και με την πλέον σημαντική σελίδα με τίτλο «Χάρισέ μου κάτι», όπου έβρισκε κανείς από αυτοκόλλητα και μικρά ξύσματα από μολύβια για καζούρα ή ολόκληρες… κουμούτσες που έκαναν το τετράδιο να μην μπορεί να κλείσει.
Γράφαμε στα θρανία. Είτε με μολύβι (όχι μηχανικό, για να μη μας σπάσουν όλες οι μύτες), είτε με ανεξίτηλο στυλό, είτε με μπλάνκο, τα θρανία γέμιζαν με επιγραφές και δηλώσεις που «θα κρατούσαν για πάντα», όπως «Λιάκος+Μπίλιω=Λοβ», «Ν+Μ=BFFE» ή για μεγαλύτερες παρέες «Ν+Μ+Α+Τ+Ε=FFE» – και όταν… με το καλό κάποιος από τους παραπάνω μάλωνε με τους υπόλοιπους, γινόταν μια μουτζούρα πάνω στο γράμμα του.
Στολίζαμε τις τσάντες μας με στίχους. Κάθε γενιά είχε τα δικά της «σιγουράκια», στίχους δηλαδή που θα έκαναν τον ιδιοκτήτη της εκάστοτε σάκας να δείχνει φοβερά κουλ. Από Scorpions, Kansas και Metallica μέχρι… Πυξ Λαξ και Ρουβά, τα ονόματα συγκροτημάτων και οι στίχοι τραγουδιών γράφονταν καλλιγραφικά με μαρκαδόρο πάνω στην τσάντα, ενώ τριγύρω βάζαμε πινελιές όπως κονκάρδες, καρφίτσες ή και… χερούλια κομμένα από λεωφορεία.
Αλλάζαμε τάξεις την Πρωταπριλιά. Προφανώς, το να πάει το Γ2 στις θέσεις του Γ3 και αντιστρόφως ήταν το μεγαλύτερο αστείο που θα μπορούσαν να σκεφτούν τα τριτάκια, που θα έκανε τη ζωή του δασκάλου πραγματική κόλαση.
Παίζαμε τάπες στα σκαλιά του σχολείου. Και τις κυνηγούσαμε σε κάθε «ριξιά», προσέχοντας παράλληλα μήπως ο μακρυχέρης συμμαθητής μας έκλεβε καμία στη ζούλα.
Βρίσκαμε δικαιολογίες για να βγαίνουμε συνεχώς από την τάξη. «Κυρ-κυρ-κυρ, να πάω τουαλέτα;/να πάω να πλύνω το σφουγγάρι;/να κατεβάσω λίγο την Ελένη που ζαλίζεται;/να πάω να καθαρίσω τα γυαλιά μου;/να πάω να κάνω οτιδήποτε άλλο από το να λύσω αυτή την απαίσια εξίσωση;»
Προετοιμάζαμε την «μεγάλη φυγή» πριν το κουδούνι.
Αρχίζαμε να μαζεύουμε τα πράγματά μας –μολύβια, στυλό, κασετίνες, μοιρογνωμόνια, βιβλία, τετράδια και μπλοκ ακουαρέλας- διακριτικά πέντε δέκα λεπτά πριν χτυπήσει το κουδούνι για το σχόλασμα, ώστε την στιγμή που θα χτυπήσει, να είμαστε σε ετοιμότητα και να τρέξουμε πιο γρήγορα και από τον Γιουσέιν Μπολτ προς την έξοδο.
Χωρίζαμε το θρανίο όταν τσακωνόμασταν με τον διπλανό μας. Τσάντες και μπουφάν (από εκείνα τα φουσκωτά που θα μπορούσε από κάτω τους να κατασκηνώσει ολόκληρη οικογένεια) έμπαιναν στη μέση του θρανίου για να μην έχουν οπτική επαφή οι δύο «εχθροί», οι οποίοι αποφάσιζαν με στόμφο ότι «δεν σε έχω πια φίλο».
Χαιρόμασταν υπερβολικά όταν κάποιος συμμαθητής μας είχε γενέθλια. Όχι επειδή συμμεριζόμασταν τον ενθουσιασμό του, αλλά επειδή θα χάναμε πολλή ώρα μαθήματος. Λίγο η τούρτα, λίγο το τραγουδάκι, πάει η ώρα των Μαθηματικών. Γιατί προφανώς και θα πιέζαμε τον εορτάζοντα να διαλέξει την ώρα των Μαθηματικών να ζητήσει από τον δάσκαλο την «μίνι-γιορτή».
Κάναμε όλοι την ίδια ζωγραφιά με το σπιτάκι. Μπλε ουρανός, ο ήλιος πάνω δεξιά, σπιτάκι-μονοκατοικία με πορτούλα-παράθυρο-γλόμπο που φαίνεται γιατί προφανώς ο τοίχος είναι διάφανος, και δίπλα ένα δέντρο και λουλούδια, τα οποία είχαν ίδιο ύψος με το δέντρο. Καμία ελπίδα να καταλάβουμε το concept της κλίμακας και της αναλογίας.
Ζήσαμε ίντριγκες σε εκλογές για πενταμελές. Ποιος θα ψηφιστεί πρόεδρος και ποιος γραμματέας; Θίχτηκε ο Κωστάκης που βγήκε απλό μέλος; Πωωωω, κοίτα, η Μαρία πήρε μόνο τον δικό της ψήφο (sic). Όλη η περίοδος της προεκλογικής καμπάνιας, της ψηφοφορίας αλλά και των μεθεορτίων είχε τρομερό ενδιαφέρον, καθώς αποκαλύπτονταν ποιοι είναι φίλοι και ποιοι είναι εχθροί, σε ένα σκληρό πολιτικό σκηνικό που κατέληγε σε ένα σώμα, το οποίο ήταν υπεύθυνο για τις συνελεύσεις της τάξης με μόνιμα θέματα προς συζήτηση «Σχέσεις μαθητών-καθηγητών» και «Σχέσεις μαθητών με μαθητές».
ΠΗΓΗ