ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Με τη λήξη του τρίτου μνημονιακού προγράμματος μια μικροσκοπική ανάλυση βασικών δεικτών της οικονομίας που αφορούν την ιδιωτική κατανάλωση (+1%), την ενίσχυση της απασχόλησης (+1,6%), τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, των επιχειρηματικών προσδοκιών και του όγκου λιανικών πωλήσεων (+1,9%) προσφέρει μια προσωρινή ανακούφιση για το 2019, δίχως ωστόσο ιδιαίτερες αξιώσεις όσον αφορά την ανάλυση των μακροοικονομικών μεγεθών της οικονομίας με προβλεπόμενες επιδόσεις που χαρακτηρίζονται στην καλύτερη περίπτωση αποθαρρυντικές.
Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να μη διαθέτει σοβαρή παραγωγική βάση με μικρή συμμετοχή του παραγωγικού τομέα της στο ΑΕΠ της χώρας. Το πέρασμα από την εσωστρεφή, κατά συρροήν, κατανάλωση εισαγόμενων προϊόντων στον εξωστρεφή εξαγωγικό προσανατολισμό εξακολουθεί να συναντά προσκόμματα που έχουν βάση παρωχημένες αντιλήψεις και εμμονές μιας κοινωνίας που εμφανίζει αδυναμία κατανόησης του εθνικού, συλλογικού συμφέροντος αλλά και εννοιολογικού προσδιορισμού της εθνικής ταυτότητας. Με τον ίδιο τρόπο δυσανάλογα σπαταλώνται μεγάλοι εθνικοί πόροι σε μη παραγωγικές δραστηριότητες που δεν κομίζουν πολλαπλασιαστικό όφελος στην οικονομία. Βεβαίως, αν κανείς συλλογιστεί αντί της ανέξοδης κριτικής στοχοποίησης και ενοχοποίησης της κατανάλωσης, να στρέψει την κριτική αυτή στην επιδίωξη επίτευξης ευεργετικής κατανάλωσης ολοένα και περισσότερο εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων, τότε η συνεισφορά στο εγχώριο προϊόν θα ήταν πολύτιμη. Αυτό όμως πρωτίστως έχει να κάνει με αλλαγή σε συμπεριφορές, στάσεις, νοοτροπίες και αντιλήψεις που σχετίζονται με έναν νέο τύπο καταναλωτή – πολίτη που διαπερνά μέσα από την ικανοποίηση της προσωπικής λειτουργικής του ανάγκης και το φοβερό αντίκρισμα απέναντι στο σώμα της κοινωνίας.
Οσον αφορά συγκεκριμένα τις εξαγωγές για το περασμένο έτος ανήλθαν σε περίπου 13 δισ., με τις εισαγωγές στα 22 δισ. και το εμπορικό έλλειμμα να αγγίζει τα 9 δισ. Η χώρα δεν διαθέτει καμία στρατηγική συγκεκριμένης εξαγωγικής κατεύθυνσης με επιλογή προϊόντων και κλάδων εμπορεύσιμων υψηλής προστιθέμενης αξίας που επάξια θα μπορούσαν να αντισταθούν και να αναμετρηθούν στις πιέσεις αντίστοιχων ανταγωνιστικών προϊόντων του εξωτερικού. Τέτοιοι κλάδοι εμπορεύσιμης αξίας είναι ο τουρισμός και τα υποπροϊόντα του, η ναυτιλία, τα logistics, έξυπνες εμπορικές εφαρμογές, συγκεκριμένα προϊόντα λιανικής κ.ά., που αγωνιούν να ξεπεράσουν τα εμπόδια της ελληνικής γραφειοκρατίας και να πάρουν θέση στην παγκόσμια αγορά.
Επιπλέον, η απομείωση των επενδυτικών κεφαλαίων από τα 50 δισ. ευρώ στην αρχή της κρίσης, στα 22 δισ. σήμερα εκ των οποίων τα 32 δισ. αντανακλούν αποσβέσεις, καταδεικνύουν το μέγεθος της αρνητικής αποταμίευσης. Μια στρατηγική ωστόσο επενδυτικής έξαρσης θα έπρεπε να συσχετιζόταν με τον ρυθμό αποταμίευσης της χώρας, κάτι που θα καθιστούσε αναγκαία την κινητικότητα ξένων επενδυτικών κεφαλαίων σε συνδυασμό και με τα άμεσα αποτελέσματα των εξαγωγικών πρωτοβουλιών της χώρας.
Ωστόσο, παρά τις δυσκολίες και τις δυσκαμψίες, το 2019 μπορεί να καταστεί μια χρονιά-ορόσημο, επιστροφής στην κανονικότητα υπό όρους και προϋποθέσεις που συναρτώνται με την επιτυχή αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων που η ελληνική κυβέρνηση θα κληθεί να διαχειριστεί με τόλμη, αποφασιστικότητα και πρωτίστως ξεκάθαρο οραματικό στόχο.
Οι προκλήσεις αυτές σχετίζονται, πρώτον, με την άμεση επιστροφή της χώρας στις διεθνείς αγορές για άντληση κεφαλαίων, με ανταγωνιστικά όμως επιτόκια που θα επιτρέπουν την ταυτόχρονη δυναμική αναπτυξιακή πορεία της. Η έκδοση δεκαετούς ομολόγου που θα συνοδεύεται με χαμηλό επιτόκιο θα αποτελέσει ορόσημο των κινήσεων που θα ακολουθήσουν. Ικανότητα επίσης διαχείρισης τυχόν κρίσης σε περίπτωση νέας δημοσιονομικής επιτροπής και νέας προσφυγής στην ESM όταν η πρόσβαση στις αγορές καταστεί μη εφικτή.
Δεύτερον, με τη στρατηγική εγρήγορσης και ολοκλήρωσης των εκκρεμών μεταρρυθμίσεων που θα ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, π.χ. άρση εμποδίων εισόδου σε κλάδους λιανικού εμπορίου, εκσυγχρονισμός δικτύων υποδομών κ.ά., μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις στο ταλαιπωρημένο ελληνικό πανεπιστήμιο, στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και του κράτους δικαίου. Επιτάχυνση επιπλέον των ιδιωτικοποιήσεων που θα εισφέρουν νέο χρήμα στην οικονομία και θα καλύψουν ανάγκες του προϋπολογισμού στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας.
Τρίτον, με τη δραστική αντιμετώπιση – διαχείριση του προβλήματος των κόκκινων δανείων από πλευράς τραπεζών που αναμένουν το σχέδιο της κυβέρνησης και της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς η καθυστέρηση επίλυσης δυσχεραίνει τη στήριξη της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.
Η οριστική επίσης άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων θα ενθαρρύνει την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και θα βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα της χώρας.
Τέταρτον, με την ενίσχυση αφενός της εξωστρέφειας ως βασικού καταλύτη της ελληνικής οικονομίας και στόχευση στους εμπορεύσιμους κλάδους της οικονομίας στο πλαίσιο ενός αμφιλεγόμενου, κατά τα άλλα, διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος που χαρακτηρίζεται από ισχυρής έντασης εμπορικούς πολέμους και ανταγωνισμούς αλλά και ευρωπαϊκής στασιμότητας και αφετέρου της παραγωγικότητας μέσω ιδιωτικών επενδύσεων σε ένα ευνοϊκό εσωτερικό περιβάλλον δίχως πλέον δημοσιονομικά ελλείμματα. Είναι συγκεκριμένες οι στρατηγικές επιλογές των κυβερνήσεων τη χρονιά που διανύουμε αν επιθυμεί η χώρα να επιστρέψει σε ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4% και πέμπτον, με πολιτικές συγκράτησης περαιτέρω διολίσθησης του θεσμικού οικοδομήματος της δημοκρατίας μας, μέσω σταδιακής αλλά συνεπούς υποβάθμισης τόσο της Δικαιοσύνης όσο και του ελληνικού Κοινοβουλίου.
Η διαχείριση της άνευ λόγου πολιτικής όξυνσης – έντασης θα πρέπει να δώσει τη θέση της στη λογική, στη μετριοπάθεια και στην αναγέννηση ενός μέλλοντος προκοπής μέσα από ευρύτερες συναινέσεις των δημοκρατικών πολιτικών κομμάτων. Αυτή είναι η καλύτερη απάντηση στους υπάρχοντες και επίδοξους λαϊκιστές που αναζητούν τροφή σε περιβάλλον εκτροπής και πολιτικών ανισορροπιών. Σε μια οικονομία αδύναμη και χωρίς ισχύ που προσπαθεί να ορθοποδήσει και με μια κοινωνία ανορθολόγητη, ανορίωτη, σε απόγνωση, είναι αρκετά εύκολο, αν δεν συμβούν όλα τα προηγούμενα, σε συνδυασμό με επαναλαμβανόμενες εκλογές και παρατεταμένες εκλογικές περιόδους, να ασκήσουν παραλυτική επίδραση στον κεντρικό πυρήνα της δημοκρατίας και στο αδύναμο σώμα της κοινωνίας.
* Ο δρ Αντώνης Ζαΐρης είναι αναπλ. αντιπρόεδρος ΣΕΛΠΕ, μέλος Ενωσης Αμερικανών Οικονομολόγων (ΑΕΑ).
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr