Οι Έλληνες γενικότερα ίδρυσαν αποικίες γύρω από όλη τη Μεσόγειο ενώ μετά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου οι πόλεις και οι αποικίες τους έφτασαν μέχρι την σημερινή Ινδία. Σήμερα το ελληνικό έθνος εξακολουθεί να είναι διασκορπισμένο σε ολόκληρο τον κόσμο. Η πλειονότητα παραμένει εντός των ορίων του σημερινού ελληνικού κράτους και της νήσου Κύπρου, που αποτελεί το δεύτερο ελληνικό κράτος των ημερών μας. Ιστορικά, ελληνικοί πληθυσμοί κατοικούν στην Κάτω Ιταλία και την Σικελία που αποτελούν τηΜεγάλη Ελλάδα της αρχαιότητας, στην Κορσική και τα απέναντι σε αυτή παράλια της σημερινής Γαλλίας, στα παράλια της Μικράς Ασίας, στον Πόντο και την Βόρεια Ήπειρο .
Ισχυρές ελληνικές παροικίες έχουν δημιουργηθεί από Έλληνες μετανάστες στις Η.Π.Α., την Αυστραλία, την Γερμανία, τον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Ρωσία, την Ουκρανία ενώ μικρότερες ομάδες κατοικούν σχεδόν σε κάθε χώρα της Γης. Η πλειοψηφία των Ελλήνων μιλάει την Ελληνική γλώσσα και ακολουθεί το ανατολικό ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα[45].
Οι Ελληνες έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό και συμβάλει στην κουλτούρα, τις τέχνες, τις εξερευνήσεις, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, την πολιτική, την αρχιτεκτονική, τη μουσική, τα μαθηματικά, την επιστήμη και την τεχνολογία, το εμπόριο, τη μαγειρική και τον αθλητισμό, τόσο κατά το παρελθόν όσο και σύγχρονα.
Οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν για να οριστεί η Ελληνικότητα ποικίλλουν ανά την ιστορία αλλά ποτέ δεν ήταν περιορισμένοι ή απόλυτα ταυτισμένοι με την ένταξη σε ένα Ελληνικό κράτος. Κατά τα Δυτικά πρότυπα ο όρος Ελληνες χρησιμοποιείται παραδοσιακά για όλους όσους έχουν μητρική γλώσσα την Ελληνική, είτε Μυκηναϊκή, είτε Βυζαντινή, είτεΝεοελληνική. Οι Βυζαντινοί Ελληνες αυτοαποκαλούντο Ρωμηοί και θεωρούσαν εαυτούς πολιτικούς κληρονόμους της Ρώμης, αλλά από το 12ο τουλάχιστον αιώνα αυξανόμενος αριθμός των μορφωμένων από αυτούς θεωρούσαν εαυτούς εξίσου κληρονόμους της Αρχαίας Ελλάδας, αν και για τους περισσότερους Ελληνόφωνους το “Ελληνες” σήμαινε ακόμη ειδωλολάτρες. Την παραμονή της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης ο Τελευταίος Αυτοκράτορας παρότρυνε τους στρατιώτες του να θυμηθούν ότι ήταν οι απόγονοι των Ελλήνων και των Ρωμαίων[49]
Πριν την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού κράτους οι δεσμοί μεταξύ αρχαίων και νεότερων Ελλήνων τονίζονταν από τους λόγιους του Ελληνικού Διαφωτισμού, ιδιαίτερα το Ρήγας Φεραίος. Στο “Πολιτικό Σύνταγμα” του απευθύνεται στο έθνος ως “το λαό απόγονο των Ελλήνων”. Το νεότερο Ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε το 1829, όταν οι Ελληνες απελευθέρωσαν μέρος των ιστορικών τους εστιών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η μεγάλη Ελληνική διασπορά και η τάξη των εμπόρων υπήρξαν καθοριστικές στη μετάδοση των ιδεών του δυτικού ρομαντικού εθνικισμού και του φιλελληνισμού, που μαζί με την αντίληψη του Ελληνισμού, που είχε μορφοποιηθεί τους τελευταίους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αποτέλεσαν τη βάση του Διαφωτισμού και της σημερινής αντίληψης του Ελληνισμού.
Σήμερα οι Ελληνες είναι ένα έθνος με την έννοια του έθνους, όπως ορίζεται από τον Ελληνικό πολιτισμό και την Ελληνική μητρική γλώσσα και όχι από την ιθαγένεια, τη φυλή και τη θρησκεία και την υπηκοότητα οποιουδήποτε συγκεκριμένου κράτους. Στα αρχαία και τα μεσαιωνικά χρόνια, και σε μικρότερη έκταση σήμερα, ο ελληνικός όρος ήταν γένος, που επίσης υποδηλώνει κοινή καταγωγή.
Ο Όμηρος αναφέρεται στους “Έλληνες” ως μια σχετικά μικρή φυλή που κατοικούσε στη Θεσσαλική Φθία και είχε ως ηγέτη της τον Αχιλλέα. Το Πάριο Χρονικό αναφέρει ότι η Φθία ήταν η πατρίδα των Ελλήνων και ότι αυτό το όνομα δόθηκε σε εκείνους που προηγούμενα ονομάζονταν Γραικοί. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο Έλλην, ο πατριάρχης των Ελλήνων, ήταν γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, που βασίλευαν σε όλη τη Φθία, των μόνων που επέζησαν μετά το μεγάλο κατακλυσμό, και απέκτησαν τρεις γιους, τον Αίολο, τον Δώρο και τον Ξούθο. Ο Αίολος και ο Δώρος μαζί με τους γιους του Ξούθου, τον Αχαιό και τον Ίωνα, αποτέλεσαν τους γενάρχες των τεσσάρων κυριότερων ελληνικών φυλών που ήταν οι Αχαιοί, οι Δωριείς, οι Αιολείς και οι Ίωνες. Φαίνεται ότι ο μύθος επινοήθηκε όταν οι Ελληνικές φυλές άρχισαν να διαχωρίζονται η μία από την άλλη ορισμένες περιοχές της Ελλάδας και δείχνει την κοινή τους καταγωγή. Ο Αριστοτέλης ονομάζει αρχαία Ελλάδα μια περιοχή στην Ήπειρο μεταξύ Δωδώνης και Αχελώου ποταμού, τη θέση του μεγάλου κατακλυσμού του Δευκαλίωνα, χώρα πυ καταλάμβαναν οι Σελλοί και οι “Γραικοί”, που αργότερα έγιναν γνωστοί ως ‘Ελληνες”. Οι Σελλοί ήταν οι ιερείς του Δωδωναίου Δία και η λέξη πιθανόν σημαίνει “θυσιαστές”. (σύγκριση με το Γοτθικό σαλγιάν, “προσφορά, θυσία”). Η ετυμολογία της λέξεως Έλλην προκαλεί μέχρι σήμερα συζητήσεις. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι προέρχεται από τους Σελλούς, μέρος των οποίων μετανάστευσε στη Φθία και που το όνομά τους άλλαξε σε Σελλάνες και στη συνέχεια Ελλάνες- Ελληνες. Εντούτοις η ετυμολογία αυτή συνδέει το όνομα Ελληνες με τους Δωριείς που κατέλαβαν την Ηπειρο και η σχέση με το όνομα Γραικοί, που δόθηκε από τους Ρωμαίους παραμένει αβέβαιη. Το όνομα Ελληνες φαίνεται να είναι αρχαιότερο και πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε από τους Ελληνες με την ίδρυση της Μεγάλης Αμφικτυονίας . Αυτή ήταν αρχαία ομοσπονδία Ελληνικών φυλών από δώδεκα φυλές για να προστατεύει τους μεγάλους ναούς του Απόλλωνα στους Δελφούς και της Δήμητρας κοντά στις Θερμοπύλες. Σύμφωνα με το μύθο ιδρύθηκε μετά τον Τρωικό Πόλεμο από τον Αμφικτύονα, αδελφό του Ελληνα.
Άλλες απόψεις σχετίζουν το όνομα Έλλην με το θέμα ελλ- που σημαίνει ορεινός ή με τη λέξη ἔλλοψ που σημαίνει άφωνος, άφθογγος. Ήδη τον 7ο π.Χ. αιώνα είχε επικρατήσει η ονομασία Πανέλληνες και από εκεί αποσπάστηκε και γενικεύτηκε η ονομασία Έλληνες, εξ ου και ο τονισμός, Έλλην αντί Ελλήν. Αργότερα, με την εξάπλωση του Χριστιανισμού, ο όρος Έλλην σήμαινε τον ειδωλολάτρη ή τον μη χριστιανό, ενώ οι κάτοικοι της Ελλάδας λέγονταν Ελλαδίτες. Όταν ο Χριστιανισμός έπαψε να απειλείται από τις παγανιστικές θρησκείες, ο όρος Έλλην άρχισε να χρησιμοποιείται δειλά δηλώνοντας την καταγωγή ενώ μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Κράτους, η ονομασία επανήλθε ως επίσημη. Το επίσημο όνομα της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι Hellas.