Μολονότι στους αρχαίους Έλληνες οι γάμοι ήταν περιβεβλημένοι με σπουδαίο και επίσημο θρησκευτικό χαρακτήρα και πολλές φορές επιβεβαιώνονταν με όρκο σε βωμούς ή ναούς θεών, λίγες τέτοιες μαρτυρίες έχουν διασωθεί, όπως π.χ. στον Πλούταρχο, που περιγράφει ότι η ιέρεια της Δήμητρας εφάρμοζε στους νυμφευόμενους τα πατροπαράδοτα έθιμα, ενώ ο Ζωναράς μνημονεύει ότι στην Αθήνα η ιέρεια της Αθηνάς εισερχόταν προς τους νεόγαμους κρατώντας την ιερή αιγίδα. Αφού στην αρχαιότητα οποιαδήποτε πράξη, ακόμη και η πιο ασήμαντη, επιχειρούνταν μόνο μετά την επίκληση των θεών, σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν δυνατόν ο γάμος να γίνεται χωρίς θυσίες και άλλες τελετές σε διάφορους θεούς και θεές, υπό την προστασία των οποίων η αρχαιοελληνική θρησκεία έτασσε τον γάμο.
Η σπουδαιότερη απ’ όλες τις θρησκευτικές γαμήλιες τελετές ήταν η θυσία που προσφερόταν σε όλους τους θεούς-προστάτες του γάμου. Ονομαζόταν «προτέλεια γάμων», που σημαίνει ότι τελούνταν πριν (ίσως και την παραμονή) του γάμου και αποτελούσε την ολοκλήρωση, το «τέλος»? σημειωτέον ότι την προτέλεια θυσία προσέφερε ο πατέρας της νύφης. Ως θεοί στους οποίους ήταν καθιερωμένο να προσφέρουν αυτή τη θυσία ή και άλλες διάφορες δεήσεις υπέρ ευοδώσεως του γάμου και ευημερίας των μελλονύμφων, αναφέρονται πέντε: ο Δίας, η Ήρα, η Αφροδίτη, η Πειθώ και η Άρτεμις (που την επικαλούνταν οι γυναίκες στις ωδίνες του τοκετού). Ο Φανόδημος μας πληροφορεί ότι οι Αθηναίοι θυσίαζαν επιπλέον και προσεύχονταν υπέρ αποκτήσεως απογόνων στους Τριτοπάτορες, ανέμους ή θεούς-φύλακες των ανέμων. Σ’ αυτή την περίπτωση θυσίαζαν μόσχους ή δαμάλεις για τον συμβολικό χαρακτήρα της ακακίας και της αθωότητας? γι’ αυτό αφαιρούσαν και τη χολή ―σύμβολο πικρίας― από τα σφάγια και την πετούσαν. Υπήρχε, ακόμη, και η στιγμή της ένορκης διαβεβαίωσης του ζεύγους, μαζί με τους πατέρες και συγγενείς του, ενώπιον των θεών, ότι θα ζήσουν επί κοινωνία βίου και θα γεννήσουν παιδιά σύμφωνα με τον νόμο.
Περίφημη, επίσης, τελετή ήταν και αυτή της απολούσεως ή λουτρόν, που γινόταν την ημέρα του γάμου από τον γαμπρό και τη νύφη μαζί, με νερό από την επισημότερη πηγή ή ποταμό κάθε τόπου, όπως στην Αθήνα από την ωραία κρήνη Καλλιρρόη ή στη Θήβα από τον ποταμό Ισμηνό ή στην Τροία από τον Σκάμανδρο ή στη Μαγνησία από τον Μαίανδρο. Απαιτούνταν, πάντως, ζων ύδωρ από ποτάμι ή πηγή, επειδή με το ζωντανό (μη στάσιμο) νερό συμβολιζόταν η συνέχεια της ζωής της οικογένειας, δηλαδή η απόκτηση απογόνων των νυμφευομένων. Αυτά, λοιπόν, τα νερά τα έφερνε συνήθως κάποιο παιδί από τους πλησιέστερους συγγενείς, είτε του γαμπρού είτε της νύφης, και ονομαζόταν λουτροφόρος. [Αξίζει να αναφερθεί αναλογικά ότι και κατά τα έθιμα της ταφής των αρχαίων, σε περίπτωση που πέθαινε κάποιος ανύμφευτος, παραστεκόταν κάποιος λουτροφόρος κρατώντας μία υδρία με νερό].
Αμέσως μετά, και αναπόσπαστα με τις προτέλειες θυσίες, ακολουθούσε το τραπέζι του γάμου, η λεγόμενη θοίνη, ένα έθιμο που πέρασε μέσα από τη ρωμαϊκή, τη βυζαντινή και την εποχή της Τουρκοκρατίας και διατηρείται απαράλλακτο ακόμη και στις μέρες μας. Έχοντας στον νου μας την αντίληψη που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή για τις γυναίκες, δεν θα μας ξενίσει το γεγονός ότι στο τραπέζι του γάμου υπήρχε ιδιαίτερη θέση γι’ αυτές, στη μέση των οποίων καθόταν η νύφη καλυμμένη. Είναι αξιοσημείωτο ότι γι’ αυτό τον λόγο ήταν επιβεβλημένη και η παρουσία γυναικονόμων. Επειδή στους γάμους παρευρίσκονταν και γυναίκες, ήταν απαγορευμένη λόγω ασφαλείας η είσοδος στους ανθρώπους με ανήθικο βίο – όπως εξάλλου δεν τους επιτρεπόταν να παραστέκονται στις γεννήσεις. Γι’ αυτό και υπήρχε περιορισμένος αριθμός καλεσμένων στο τραπέζι, ο οποίος προσήγγιζε τους 20. Στην Αθήνα ο αριθμός τους όφειλε να μην υπερβαίνει τους 30, ενώ στο Άργος έφτανε στους 10 άνδρες και 10 γυναίκες. Ο αριθμός, επομένως, των συνδαιτημόνων του τραπεζιού του γάμου άλλαζε ανάλογα με τον τόπο και την εποχή, αλλά πάντως ήταν πολύ περιορισμένος σε σχέση με τα ρωμαιοβυζαντινά και σημερινά έθιμα. Ο Λουκιανός περιγράφει ότι οι γυναίκες κατέχουν ολόκληρη τη δεξιά πτέρυγα σ’ ένα γάμο, ενώ στον Αθήναιο φτάνουν να κάθονται σε τέσσερα τραπέζια, αν και οι άνδρες τις υπερβαίνουν ως προς δύο επιπλέον τραπέζια. Όλη, βέβαια, η γιορτινή συνεστίαση οργανωνόταν από τον πατέρα της νύφης στο σπίτι του και είχε εκτός από μία τελετή, που περιλαμβανόταν στα έθιμα του γάμου, και μία άλλη πολύ σημαντικότερη πτυχή: η παρουσία των συγγενών και φίλων ήταν αναγκαία, επειδή εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν έγγραφα συμβολαιογραφικά ή εκκλησιαστικά, που να βεβαιώνουν την τέλεση του γάμου, οπότε ήταν ευτύχημα να συγκεντρώσεις όσο το δυνατόν περισσότερους, σε περίπτωση που θα χρειαζόταν να αποδειχθεί ο γάμος? γι’ αυτό χρησίμευαν οι προσκεκλημένοι στην τελετή και στο τραπέζι του γάμου. Και πράγματι αναφέρεται στον Ισαίο (Περί Κιρ. κλ. 9, 18, 20) μία περίπτωση, όπου ενώπιον δικαστηρίου αποδεικνύεται, από προσκεκλημένο σε τραπέζι γάμου, ότι μία γυναίκα ήταν πράγματι νόμιμη σύζυγος ενός άνδρα. Αυτό, λοιπόν, το γλέντι του γάμου αποτελούσε και την τελευταία πράξη στο σπίτι της νύφης, αφού αμέσως μετά άρχιζε η μετάβασή της εν πομπή στο σπίτι του γαμπρού.
Μ’ αυτό τον τρόπο και με τέτοιο στολισμό, η πομπή από το πατρικό σπίτι της νύφης άρχιζε να κατευθύνεται προς την οικία του γαμπρού, με τους ήχους κιθάρας και αυλών ―όπως γίνεται σήμερα στην επαρχία κυρίως και σε παραδοσιακούς γάμους― ενώ ο κόσμος τραγουδούσε τα άσματα του Υμεναίου. Ο Υμέναιος ήταν γιος της Τερψιχόρης και θεός-προστάτης του γάμου. Θρυλείται δε ότι είχε σώσει και είχε μεταφέρει στην πατρίδα τους πολλές Αθηναίες, που είχαν αιχμαλωτιστεί από πειρατές. Ως ανταμοιβή του επέτρεψαν, αν και ήταν Αργείος, να πάρει μία απ’ αυτές τις κόρες, την οποία αγαπούσε και έτσι συνδέθηκε η μνήμη του με την τελετή του γάμου. Το φάσμα, βέβαια, των τραγουδιών περιλάμβανε και άλλα εγκώμια του γάμου, ενώ οι αυλοί που τα συνόδευαν ήταν δύο, ο ένας μικρότερος και ο άλλος μεγαλύτερος, συμβολίζοντας έτσι τη συμφωνία μεταξύ των νεονύμφων αλλά συγχρόνως και την προσήκουσα υπεροχή του άνδρα απέναντι στη γυναίκα. Τους αυλούς και τις κιθάρες έπαιζαν αυλητρίδες και κιθαριστές, που πληρώνονταν γι’ αυτό, όπως γίνεται περίπου σήμερα με τους οργανοπαίχτες στο τραπέζι του γάμου. Μπροστά σ’ αυτή την επισημότατη πράξη του ιδιωτικού βίου και το σπίτι του νυμφίου ήταν πανηγυρικά διακοσμημένο και ιδίως οι πόρτες του, που ήταν στολισμένες με διάφορα στεφάνια από δάφνες και ελιά.
Εκτός από τα παραπάνω έθιμα υπήρχαν και κάποια άλλα, τα οποία όμως διέφεραν από τόπο σε τόπο? και πριν απ’ όλα, στην αρχαία Αθήνα στα τραπέζια των γάμων, ένα παιδί, που ζούσαν και οι δύο γονείς του, φορώντας στο κεφάλι του ένα στεφάνι από αγκάθια και κλαδιά βελανιδιάς περιέφερε ένα καλάθι γεμάτο ψωμιά, λέγοντας τη συμβολική έκφραση: «διώξανε το κακό, βρήκανε το καλύτερο», δείχνοντας έτσι τη μετάβαση του ζευγαριού από τη μοναχική και άγρια ζωή στη συζυγική τελειότητα και αυτάρκεια, που την υπαινίσσεται το ψωμί, όπως εξηγούν ο Παυσανίας και ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης. Στη Βοιωτία, επίσης, σύμφωνα με το τοπικό έθιμο, μόλις η νύφη έφτανε στο σπίτι του γαμπρού, έβαζαν φωτιά και έκαιγαν τον άξονα της άμαξας μπροστά από το συζυγικό σπίτι? η καταστροφή αυτή του άξονα συμβόλιζε ότι η νύφη δεν θα είχε πια τη δυνατότητα να εγκαταλείψει τη νέα της οικία, δεδομένου ότι δεν θα υπήρχε δήθεν μεταφορικό μέσο, για να γυρίσει στο πατρικό της σπίτι. Επρόκειτο πια ―και όλοι το εύχονταν― να παραμείνει ως τον θάνατό της στο πλευρό του άντρα της. Ένα, ακόμη, αλλά αρκετά περίεργο, έθιμο μας διηγείται ο Κούρτιος (VIII, 4,27) για τη Μακεδονία, όπου κατά τους γάμους το ζεύγος μοιράζεται ψωμί, που το κόβουν με ξίφος και το τρώνε και οι δύο μαζί? ακόμη και αυτό, όμως, το έθιμο έχει διατηρηθεί ―τουλάχιστον τον προηγούμενο αιώνα― στην Ήπειρο, με τη διαφορά ότι το ψωμί το κόβουν με τα χέρια τους και το τρώνε ο γαμπρός και η νύφη.
Γενικότερο, ωστόσο, έθιμο στην αρχαία Ελλάδα ήταν η διανομή της γαμήλιας πίτας, που την έφτιαχναν με συστατικά, που συμβολικά αναφέρονταν στην κατοπινή κατάσταση του γάμου, δηλαδή σουσάμι αντιπροσωπευτικό της γονιμότητας και μέλι για τη γλυκύτητά του, με την οποία όλοι θα εύχονταν να κυλήσει η συμβίωση των νεονύμφων. Το μοίρασμα, βέβαια, γλυκών δεν λείπει ούτε από τις σημερινές παραδοσιακές συνήθειες γύρω από τον γάμο. Αναμφίβολα την ίδια συμβολική σημασία είχε και το γλυκό κυδώνι, που υποχρεωνόταν η νύφη να φάει, πριν εισέλθει στη νυφική κρεβατοκάμαρα, δείχνοντας ότι κάθε κουβέντα που θα έβγαινε από το στόμα της έπρεπε να είναι ωραία και γλυκιά.
Μετά από όλ’ αυτά, η νύφη, καλυμμένη με το πέπλο της, έμπαινε στον νυφικό θάλαμο, όπου ήταν η γαμήλια κλίνη? το δωμάτιο αυτό ονομαζόταν παστάδα. Από την πόρτα, λοιπόν, της παστάδας νεαρές κοπέλες τραγουδούσαν διάφορα άσματα, τα λεγόμενα επιθαλάμια. Μόλις εισέρχονταν οι νεόνυμφοι στο δωμάτιό τους, οι φίλοι τούς έκλειναν την πόρτα και έκαναν διάφορα αστεία πειράζοντάς τους με διάφορα επινοήματα ή θορύβους ή χτυπήματα της πόρτας. Πάντως, ακόμη και στις μέρες μας, συνηθίζεται ο στολισμός του δωματίου του ζευγαριού όπως και του κρεβατιού τους.
istoria.gr