Η OLAF, σύμφωνα με τις σχετικές πληροφορίες, εισηγήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ζητήσει από την ελληνική πλευρά να ανακτήσει ποσά που αντιστοιχούν σε δασμούς που δεν καταβλήθηκαν ύψους 202,3 εκατ. ευρώ.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Οι ελληνικές τελωνειακές αρχές εφάρμοσαν και εφαρμόζουν πάντοτε κατά γράμμα τα προβλεπόμενα από την ελληνική νομοθεσία και τα συμπεφωνημένα με τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με άριστα ενημερωμένες πηγές, τόσο αυτές όσο και η ελληνική κυβέρνηση δεν αναγνωρίζουν το πόρισμα της OLAF, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης, σύμφωνα με το οποίο τελωνειακοί στο λιμάνι του Πειραιά δεν κατάφεραν να σταματήσουν εικαζόμενο σύνθετο διασυνοριακό δίκτυο απάτης από την Κίνα, που δολίως απέφευγε να πληρώσει δασμούς και ΦΠΑ για μεγάλες ποσότητες παπουτσιών και ρούχων που εισήγαγαν στην Ευρώπη και διέθεταν στις αγορές της σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές.
Η OLAF, κατά τις σχετικές πληροφορίες, εισηγήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ζητήσει από την ελληνική πλευρά να ανακτήσει ποσά που αντιστοιχούν σε δασμούς που δεν καταβλήθηκαν ύψους 202,3 εκατ. ευρώ. Οπως αναφέρουν αξιόπιστες πηγές, η Αθήνα, εφόσον η Επιτροπή κάνει δεκτή την εισήγηση της OLAF και ζητήσει την ανάκτηση των ποσών αυτών που, όπως προκύπτει από τις σχετικές πληροφορίες, αμφισβητούν οι ελληνικές αρχές, θα προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Τι δημιούργησε όμως το θέμα; Σύμφωνα με πληροφορίες, η Ελληνική Τελωνειακή Υπηρεσία, η οποία βασίζει τη θέση της και σε σχετικό σημείωμα απόψεων που έχει λάβει από το αρμόδιο γραφείο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, θεωρεί ότι οι λεγόμενες «δίκαιες τιμές» (fair prices) των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων που έχει καταρτίσει η OLAF δεν μπορούν, με βάση το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας των προϊόντων αυτών κατά την εισαγωγή τους στην Ελλάδα, ούτε βέβαια να αποτελέσουν βάση για τον καταλογισμό εις βάρος της Ελλάδας διαφυγόντων δασμών ως παραδοσιακών ιδίων πόρων της Ε.Ε. Οι τιμές αυτές μπορούν να λαμβάνονται υπ’ όψιν για σκοπούς ανάλυσης κινδύνου και ως έναυσμα για περαιτέρω έρευνα προς ανεύρεση της πραγματικής συναλλακτικής αξίας, όχι όμως ως βάση για οριζόντιες αυξήσεις των δασμολογικών αξιών, χωρίς σχετικό τελωνειακό έλεγχο.
Οι εξελίξεις αυτές, σύμφωνα με κύκλους του Πειραιά, θα πρέπει να αξιολογηθούν όχι μόνον στο πλαίσιο του νομικού καθεστώτος που ισχύει, αλλά και υπό το πρίσμα των έντονων αντιδράσεων ανταγωνιστικών λιμένων στον Πειραιά και στα άλλα μεσογειακά λιμάνια, και ειδικότερα αυτά της Βόρειας Ευρώπης, που τα τελευταία έτη χάνουν μερίδια στη διακίνηση φορτίων. Το 2017, η OLAF είχε αποφανθεί πως το ίδιο δίκτυο επιχειρήσεων είχε κάνει αντίστοιχες παραβιάσεις σε αγγλικά λιμάνια. Η υπόθεση αυτή κατέληξε στην επιβολή προστίμου 2,7 δισ. ευρώ στο βρετανικό δημόσιο, το οποίο έχει προσφύγει στο ευρωπαϊκό δικαστήριο. Το ίδιο έχει συμβεί και με τη Σλοβακία για αντίστοιχη τελωνειακή υπόθεση, η οποία διαφώνησε επίσης με τη μεθοδολογική προσέγγιση της OLAF.
Επιπλέον διπλωματικοί παρατηρητές επισημαίνουν πως οι εμπορικές σχέσεις Ευρωπαϊκής Ενωσης και Κίνας είναι επίσης τεταμένες, καθώς η ευρωπαϊκή πλευρά δέχεται την πίεση των εγχώριων επιχειρήσεων να αντιδράσει στις φθηνές εισαγωγές ανταγωνιστικών τους προϊόντων από την Κίνα.
Εν τω μεταξύ, στον Πειραιά τόσο ο ΟΛΠ Α.Ε. όσο και η θυγατρική της Cosco, ΣΕΠ Α.Ε., δηλώνουν αρμοδίως πως είναι απολύτως εναρμονισμένοι με τις ενέργειες των αρμοδίων αρχών. «Εξ όσων γνωρίζουμε δεν υπάρχουν τέτοιου είδους παραβατικές δραστηριότητες στο λιμάνι του Πειραιά», σημειώνουν στην «Κ».
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr