Στην Χιμάρα επικρατούσε αναβρασμός, οι Έλληνες δεν άντεχαν άλλο την βαναυσότητα των τούρκων, δεν τους σήκωνε άλλο ο τόπος. Έτσι, το 1670 μερικές οικογένειες αποφάσισαν να…
εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες. Μια απ’ αυτές ήταν και η οικογένεια Δημητρίου. Φόρτωσαν τα λιγοστά υπάρχοντά τους και πήρανε τον μακρύ δρόμο του ξεριζωμού μακριά από την αγαπημένη τους Χιμάρα.
Στην αρχή περιπλανήθηκαν στην Ιταλία, πέρασαν από την Γένοβα και την Βενετία, αλλά δεν μπόρεσαν να στεριώσουν. Πήγαν στην Αθήνα και στον Πειραιά, αλλά ο παλιός κόσμος δεν τους σήκωνε κι έτσι αποφάσισαν να μεταναστεύσουν οικογενειακώς στον νέο κόσμο. Είχαν ακούσει για μια χώρα στην άλλη άκρη της γης που ήταν πολύ πλούσια και μπορούσε να τους θρέψει. Κατά το έτος 1678 μπήκαν σ’ ένα από αυτά τα πλοία που συνέδεαν τον Ατλαντικό ωκεανό και ύστερα από ένα κουραστικό ταξίδι έφτασαν Αργεντινή. Εκεί η οικογένεια Δημητρίου πρόκοψε με σκληρή δουλειά, υπομένοντας όλες τις κακουχίες των νεοφερμένων σ’ εκείνη την άγνωστη χώρα.
Τα χρόνια και οι δεκαετίες πέρασαν και μετά από 4 γενιές ήρθε στον κόσμο ο Βλαδίμηρος (Βαρθολομαίος) Δημητρίου, ο οποίος, γεννήθηκε στις 26 Ιουνίου 1821. Πατέρας του ήταν ο Αμβρόσιος Δημητρίου (Μήτρο στην βορειοηπειρωτική > Μίτρε στην ισπανική), που ήταν στρατιωτικός διοικητής του στρατού της Αργεντινής. Ο Αμβρόσιος μόρφωσε όσο καλύτερα μπορούσε τον μικρό Βλαδίμηρο. Μεγάλωσε μέσα στα βιβλία και σπούδασε δημοσιογραφία. Όμως τελικά ακολούθησε την καριέρα του στρατιωτικού όπως ο πατέρας του κι έφτασε να γίνει συνταγματάρχης πυροβολικού του αργεντινού στρατού.
Η οικογένεια του Δημητρίου συνδεόταν φιλικά με την μεγάλη οικογένεια Βορειοηπειρωτών ευεργετών Ζάππα, απ’ το Λάμποβο της Β. Ηπείρου. Η οικογένεια Δημητρίου πένθησε πολύ τον θάνατο του Ζάππα (1865).
Λόγω πολιτικής αστάθειας ο Βλαδίμηρος εξορίστηκε από την χώρα και ταξίδεψε ως δημοσιογράφος στο Περού, στην Βολιβία και στην Χιλή, όπου έζησε πολλά χρόνια αρθρογραφώντας σε διάφορες εφημερίδες. Μετά την ήττα του δικτάτορα Juan Manuel de Rosas στην μάχη του Caseros το 1852, γύρισε από την εξορία του. Αναμίχθηκε με την πολιτική και αφού έγινε πρώτα κυβερνήτης του Μπουένος Άϊρες, έβαλε υποψηφιότητα διεκδικώντας την προεδρία της Αργεντινής. Στην διάρκεια του Παραγουανού πολέμου αυτός ήταν ο ιθύνων νους πίσω από τις συμμαχικές δυνάμεις και ήταν ένας από τους λόγους που νίκησαν στον πόλεμο.
Ο Βλαδίμηρος στις 12 Οκτωβρίου του 1862 ορκίζεται ως ο πρώτος πρόεδρος της ενωμένης Αργεντινής δημοκρατίας, το έργο του ήταν επίπονο, καθώς έπρεπε να ανορθώσει μια χώρα που είχε καταστραφεί από τόσους πολέμους. Από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να τα βάλει με τους ισχυρούς που διαφέντευαν την χώρα και να περιορίσει την δύναμή τους. Επεξέτεινε τις τηλεγραφικές γραμμές ενώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο περισσότερο την αχανή χώρα και αναδιοργάνωσε με πολύ μεγάλη επιτυχία τα δημόσια οικονομικά. Αύξησε το εξωτερικό εμπόριο ισχυροποιώντας διεθνώς ακόμη περισσότερο την Αργεντινή, προώθησε την μετανάστευση ώστε να έρθουν ακόμα περισσότεροι Ευρωπαίοι άποικοι για να συνεισφέρουν με την εργασία και τις γνώσεις τους στην χώρα. Βοήθησε επίσης, στην δημιουργία του συντάγματος της χώρας, δίνοντας ελευθερίες στους απλούς ανθρώπους. Στην εξαετία που κυβέρνησε μέχρι τις 11 Οκτωβρίου του 1868, ανόρθωσε κυριολεκτικά την χώρα και χάραξε τα σύνορα μεταξύ των νοτιοαμερικανικών χωρών που συνόρευαν με την Αργεντινή όπως την Βραζιλία, την Ουρουγουάη και την Παραγουάη, βάζοντας τέλος στις προστριβές με τα γειτονικά κράτη.
Όταν η χώρα πτώχευσε (1890) οι Αργεντινοί θυμήθηκαν και πάλι τον Δημητρίου. Αυτός, συμφώνησε με τον στρατηγό Ρόκα και υποστήριξαν στις προεδρικές εκλογές (Μάιος 1892) τον Σάενς Πένια, έναν ανώτερο δικαστικό λειτουργό, που έχαιρε γενικού σεβασμού.
Ο Β. Δημητρίου δεν ξέχασε ποτέ τις καταβολές της οικογενείας του, κι ας μην είχε επισκεφθεί ποτέ ο ίδιος την Ελλάδα! Μιλούσε άριστα ελληνικά! Θεωρείται και εκ των κορυφαίων λογοτεχνών (ποιητών και ιστορικών) της Αργεντινής. Τα σημαντικότερα έργα του ήταν «Η Ιστορία του Σαν Μαρτίν» και το «Η Ιστορία του Μπελγκράνο» (1893), στα οποία προσπάθησε να αναπτύξει το φρόνημα της εθνικής συνειδήσεως των Αργεντινών. Tότε η ελληνική ήταν η δημοφιλέστερη γλώσσα στο Μπουένος Άιρες, μετά την τοπική. Μετέφρασε έργα όπως την “θεία κωμωδία” του Δάντη. Ίδρυσε την εφημερίδα La nacion (Το Έθνος), η οποία και έγινε από τις κορυφαίες εφημερίδες της λατινικής Αμερικής, θέλοντας μ’ αυτόν τον τρόπο να εμφυσήσει στους λατινοαμερικανούς την φιλοπατρία.
Ο Δημητρίου σ’ ένα καφενείο, του Χιώτη Α. Ζέππου, μαζί με τρεις Έλληνες της διασποράς, τον Σαμιώτη Κώστας Καρούλια (πρόγονο του παλαιμάχου ποδοσφαιριστή και νυν προπονητή Νίκου Καρούλια), τον Σιάκη από την Βυτίνα (Αρκαδίας) και ο Σπ. Σπυριδάκη ίδρυσαν την ποδοσφαιρική ομάδα-καμάρι της Αργεντινής, την «Μπόκα-Τζούνιορς»/ «Boca Juniors».
O Bartolome Mitre όπως ήταν γνωστός στην Αργεντινή άφησε την τελευταία του πνοή στον Μπουένος Άιρες στις 19 Ιανουαρίου του 1906 και σε ηλικία 84 ετών. Πλήθος κόσμου τον συνόδεψε στην περιοχή Ρεκολέτα, όπου κηδεύτηκε αυτός ο μεγάλος άνδρας.
Στην απογραφή του 1963 οι Έλληνες της Αργεντινής ήσαν 43.000 (η πολυπληθέστερη εθνότητα μετά τους εντοπίους, τους Ιταλούς και τους εβραίους). Την δεκαετία του 1950-60 ο ελληνικός πληθυσμός αυξανόταν συνεχώς. Ζούσε κυρίως σε 8 κοινότητες (οι παλαιότερες: Δυο στο Μπ. Άιρες, μια στο Βερίσσο και μια στο Ρεμέντιος ντε Εσκαλάντα), είχε αναπτύξει 21 κοινωφελείς οργανώσεις, εκκλησιαζόταν σε 6 εκκλησιές και λειτουργούσε 5 σχολεία! Σήμερα, ο απόδημος ελληνισμός στην Αργεντινή υπολογίζεται σε 20.000 ανθρώπους.
Use Facebook to Comment on this Post