ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Το εκλογικό σύστημα, διαχρονικά, επιχειρεί να συγκεράσει δύο εκ των πραγμάτων αντιφατικές λειτουργίες. Την ισοδυναμία της ψήφου των πολιτών, αφενός, και την κυβερνησιμότητα της χώρας, αφετέρου. Το σύστημα της απλής αναλογικής διασφαλίζει την ισοδυναμία, ενώ το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής υπηρετεί την κυβερνησιμότητα και την πολιτική σταθερότητα.
Παραδοσιακά τα κόμματα εξουσίας τάσσονται υπέρ της ενισχυμένης αναλογικής, που πριμοδοτεί το πρώτο κόμμα, ενώ τα κόμματα της Αριστεράς, κατά κανόνα μειοψηφικά, υπέρ της απλής και «ανόθευτης» αναλογικής. Στην πραγματικότητα το κομματικό συμφέρον και οι συγκυριακές εκλογικές εκτιμήσεις υπαγορεύουν τη θέση των κομμάτων υπέρ του ενός ή του άλλου συστήματος. Ο συνταγματικός νομοθέτης του 2001 καθιέρωσε την αρχή της εφαρμογής του νέου εκλογικού νόμου από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός εάν ψηφισθεί από τα 2/3 των βουλευτών (200 ψήφοι).
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ιταλία μόνο είχε υιοθετήσει την απλή αναλογική. Την αποκήρυξε, όπως υπενθυμίζει ο Α. Δρυμιώτης, ο εμπειρότερος αναλυτής εκλογικών αποτελεσμάτων, γιατί σε 64 χρόνια είχε 63 διαφορετικές κυβερνήσεις. Στις πρόσφατες εκλογές στη Μ. Βρετανία, ο Α. Δρυμιώτης διαπιστώνει ότι το Συντηρητικό Κόμμα με ποσοστό 43,6% των ψήφων έλαβε το 56,2% των εδρών. Αντίθετα, το Φιλελεύθερο Κόμμα με ποσοστό 11,6% έλαβε μόλις 11 έδρες. Κανένα κόμμα, όμως, δεν κατήγγειλε το σύστημα (πλειοψηφικό με 650 μονοεδρικές περιφέρειες) που εφαρμόζεται επί αιώνες ως «ληστρικό».
Δεν υπάρχουν τέλεια εκλογικά συστήματα. Το διακύβευμα κάθε εκλογικής αναμέτρησης είναι η ανάδειξη κυβέρνησης. Το κόστος αλλεπάλληλων εκλογών και μιας παρατεταμένης ακυβερνησίας είναι βαρύ. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ψήφισε την απλή αναλογική γιατί, όπως εξομολογήθηκε ο Αλ. Τσίπρας στον Δημ. Κουτσούμπα, «ήθελε να αφήσει κάτι αριστερό». Η απλή αναλογική είναι το φετίχ της Αριστεράς. Στην πραγματικότητα, προβλέποντας την εκλογική του συρρίκνωση, με την απλή αναλογική επεδίωκε την παραμονή του στην εξουσία μέσω κυβερνήσεων συνεργασίας, ως αναπόφευκτη συνέπεια από την εφαρμογή της. Το μεγαλύτερο επιχείρημα των υποστηρικτών της απλής αναλογικής είναι η δημιουργία «κουλτούρας συνεργασίας». Τίποτα πιο ανακριβές. Τα μικρά κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς αδυνατούν να συνεργαστούν προκειμένου να υπερβούν το όριο του 3% και να εκπροσωπηθούν στη Βουλή. Συνεργασίες προεκλογικές με προγραμματικές συγκλίσεις θα ήταν δημοκρατική κατάκτηση. Αντίθετα, μετεκλογικές συνεργασίες, με στόχο την εξουσία, οδηγούν σε τερατογενέσεις. Απόδειξη η συγκυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου. Και είναι απολύτως θετικό ότι ο νέος νόμος διευκολύνει τις προεκλογικές συνεργασίες, πριμοδοτώντας τους συνασπισμούς κομμάτων που μέχρι σήμερα είχαν εξαιρεθεί από την πριμοδότηση.
Το εκλογικό σύστημα που κατέθεσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη κινείται στην ίδια κατεύθυνση με τα συστήματα ενισχυμένης αναλογικής που ίσχυσαν σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Εξαίρεση το σύστημα Κουτσόγιωργα, που οδήγησε στην τριπλή εκλογική αναμέτρηση 1989-1990 και υποχρέωσε τη Ν.Δ. με ποσοστό 46,9% και 150 έδρες να προσφύγει σε «μεταγραφή» ενός βουλευτή από τη ΔΗΑΝΑ προκειμένου να αποφευχθεί και 4η εκλογική αναμέτρηση. Και το σύστημα Τσίπρα, που οδηγεί σε διπλή εκλογική αναμέτρηση. Γιατί με απλή αναλογική μόνο αν συνεργασθούν τα δύο πρώτα κόμματα, Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, είναι εφικτός ο σχηματισμός κυβέρνησης. Πράγμα απίθανο.
Το νέο σύστημα είναι ορθολογικότερο των προηγούμενων. Πρώτον, γιατί ενώ διατηρεί το bonus των 50 εδρών, θέτει όριο το 25% των ψήφων προκειμένου το πρώτο κόμμα να λάβει ως bonus 20 έδρες και, δεύτερον, κλιμακώνει την κατανομή των υπολοίπων 30 εδρών, πριμοδοτώντας με μία έδρα κάθε 0,5% των ψήφων. Υπολογίζεται ότι για να υπάρξει οριακή αυτοδυναμία 151 εδρών απαιτείται ποσοστό 37-38%. Υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων θα κυμαίνεται περί το 8%. Δικαιότερο, αλλά λιγότερο αποτελεσματικό ως προς τη διασφάλιση της αυτοδυναμίας. Δεν γνωρίζω αν είναι αυτή η πρόθεση του νομοθέτη. Διατηρείται όμως η ανωμαλία της «εξομάλυνσης», δηλαδή της πριμοδότησης των μικρών κομμάτων με αφαίρεση έδρας πρώτης κατανομής από τα μεγαλύτερα κόμματα και ιδίως το δεύτερο. Εμφανίζονται έτσι τραγελαφικές και αντισυνταγματικές καταστάσεις, όπου σε μια περιφέρεια, ιδίως τριεδρική, να εκπροσωπείται με ελάχιστο αριθμό ψήφων ένα μικρό κόμμα και να μην εκπροσωπείται ένα πολύ μεγαλύτερο. Και μάλιστα όταν υπερβαίνει το εκλογικό μέτρο.
Το νέο σύστημα δεν αντιμετωπίζει το μείζον πολιτικό ζήτημα, που είναι η ποιότητα και η επάρκεια του πολιτικού προσωπικού. Δεν απαντά στο ερώτημα γιατί μια κοινωνία όπως η ελληνική, που αναδεικνύει προσωπικότητες με διεθνή αναγνώριση σε όλους τους τομείς, της επιστήμης, της τέχνης, της οικονομίας, με κορυφαίους τους εφοπλιστές, ακόμη και του αθλητισμού, αδυνατεί να αναδείξει του ιδίου επιπέδου πολιτικούς. Είναι προφανές ότι το υφιστάμενο πολιτικό – κομματικό σύστημα και οι μεταπολιτευτικές παθογένειες που αναπτύχθηκαν (κομματοκρατία, πελατειασμός, διαπλοκή, διαφθορά) αποθαρρύνουν σοβαρές και επιτυχημένες προσωπικότητες να ασχοληθούν με τα κοινά. Είναι επίσης αλήθεια ότι τα τηλεοπτικά μέσα επηρεάζουν αρνητικά το επίπεδο και την ποιότητα της δημόσιας ζωής. Η «αναγνωρισιμότητα» που προσφέρουν σε πρόσωπα της επιλογής τους αποτελεί το διαβατήριο για την είσοδο στην πολιτική. Αποτελεί ματαιοπονία ή εξαίρεση η εκλογή κάποιου ή κάποιας ως βουλευτή χωρίς την εύνοια κομματικού μηχανισμού ή μιντιακών – οικονομικών παραγόντων. Το αποτέλεσμα είναι η δημόσια ζωή να κυριαρχείται από προϊόντα του κομματικού σωλήνα και των τηλεκαφενείων.
Κατά συνέπεια, ο δομικός μετασχηματισμός του πολιτικοκομματικού συστήματος αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την αναβάθμιση της πολιτικής ζωής και τη μετάβαση στη νέα εποχή. Δύο είναι οι βασικές τομές που απαιτούνται:
1. Κατάργηση του σταυρού προτίμησης και καθιέρωση μονοεδρικών περιφερειών κατά το γαλλικό ή γερμανικό μοντέλο. Ο σταυρός προτίμησης είναι η μήτρα των πελατειακών σχέσεων, της συναλλαγής και κατ’ επέκταση της διαπλοκής και της διαφθοράς.
2. Καθιέρωση ασυμβίβαστου μεταξύ βουλευτικού και υπουργικού αξιώματος. Ετσι θα αποκατασταθεί η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των εξουσιών και ο έλεγχος της εκτελεστικής εξουσίας από ένα Κοινοβούλιο που δεν θα μετέχει σε αυτή, όπως συμβαίνει σήμερα με τη συνύπαρξη στα ίδια πρόσωπα και των δύο αξιωμάτων.
Ενα Κοινοβούλιο 250 βουλευτών, από τους οποίους οι 200 θα εκλέγονται σε μονοεδρικές περιφέρειες και οι 50 με λίστα, θα συμβάλλει στην αναβάθμιση της ποιότητας του πολιτικού προσωπικού και στην απεξάρτηση της πολιτικής από ολιγαρχικά συμφέροντα που την έχουν σήμερα βραχυκυκλώσει.
«Η ρίζα της κρίσης είναι η αδυναμία ή η απροθυμία του πολιτικού συστήματος να εξελιχθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του 21ου αιώνα». Αυτή είναι η ετυμηγορία για τα αίτια της ελληνικής κρίσης και της αδυναμίας υπέρβασής της κορυφαίων παραγόντων των ευρωπαϊκών θεσμών. Γνωρίζω ότι πολλά στελέχη όλων των παρατάξεων αναγνωρίζουν ότι ένα σύστημα με μονοεδρικές περιφέρειες και λίστα αποτελεί μονόδρομο για την αναβάθμιση της πολιτικής ζωής. Γνωρίζω ακόμη ότι δεν υπάρχει πολίτης που δεν επιθυμεί την αλλαγή ενός πολιτικού συστήματος που έχει παρακμάσει.
Πιστεύω ότι η τολμηρή τομή του Κυρ. Μητσοτάκη να διορίσει στο μισό σχεδόν υπουργικό συμβούλιο στελέχη με επιτυχημένη επαγγελματική διαδρομή στην κοινωνία και όχι στους κομματικούς μηχανισμούς αποκαλύπτει ότι έχει επίγνωση και του προβλήματος και της λύσης του. Η σημερινή κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να κινηθεί, σε όλους τους τομείς, στα απόνερα της καταστροφικής διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Ο νέος εκλογικός νόμος, όπως και οι αλλαγές που έχουν δρομολογηθεί στην οικονομία, στο ασφαλιστικό, στην παιδεία, αποτελούν γέφυρα για τη μετάβαση στη νέα εποχή που σηματοδοτεί η πρωθυπουργία του Κυρ. Μητσοτάκη. Η δομική μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος οφείλει να αποτελέσει προτεραιότητα για τον σχεδιασμό της νέας εποχής.
* Ο κ. Βασ. Κοντογιαννόπουλος είναι πρώην υπουργός.
Έντυπηkathimerini.gr