Γεώργιος Σανιδάς: Είναι αναχρονιστικός ο νόμος «περί καταχραστών του Δημοσίου»;

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

Εσχάτως, αναζωπυρώθηκε η συζήτηση για κατάργηση του νόμου «περί καταχραστών του Δημοσίου», ως αναχρονιστικού. Αφορμή αποτέλεσε η επιβολή κάθειρξης δέκα ετών σε καθαρίστρια, που είχε πλαστογραφήσει απολυτήριο Δημοτικού, προκειμένου να προσληφθεί στο Δημόσιο. Είναι όμως προφανές ότι το Πενταμελές Εφετείο που την καταδίκασε, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε τον πιο πάνω νόμο, στην περίπτωση της καθαρίστριας, καθ’ όσον, κατά την άποψή μας, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. Ομως, ο νόμος 1608/1950 δεν ψηφίστηκε για να τιμωρούνται περιπτώσεις, όπως αυτή της καθαρίστριας. Ψηφίστηκε για να αντιμετωπιστεί η «κλεπτοκρατία», η οποία είχε κάνει την εμφάνισή της, την εποχή εκείνη και είχε σχέση με τη «διαρπαγή» παντοιοτρόπως, οικονομικών ενισχύσεων που εδίδοντο στην Ελλάδα, με βάση το «σχέδιο Μάρσαλ», για την ανάπτυξή της.

Σε σχέση προς τις αποδιδόμενες, στον νόμο 1608/1950 μομφές, θα παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:

1. Ενας ποινικός νόμος μπορεί να θεωρηθεί αναχρονιστικός και ξεπερασμένος, εάν πλέον δεν είναι αναγκαίος για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και ειδικότερα εκείνης που έχει σχέση με τη διαφθορά. Μπορούμε όμως να πούμε ότι, κυρίως μετά την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ, και στη συνέχεια Ευρωπαϊκή Ενωση και μέχρι σήμερα, το κράτος στο σύνολό του (φορείς της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, υπηρεσιακοί παράγοντες, επιχειρηματίες και πολίτες) λειτούργησε και λειτουργεί με χρηστότητα, ώστε να μην είναι πλέον αναγκαία η ισχύς του νόμου 1608/1950; Και αν λειτούργησε με χρηστότητα, πώς αξιοποιήθηκαν οι πόροι από τα πακέτα Ντελόρ, Σαντέρ και τα ΜΟΠ, από τις επιδοτήσεις αγροτικών προϊόντων, από το ΕΣΠΑ, αλλά και από τα δάνεια τα οποία απερισκέπτως ελάμβανε το ελληνικό Δημόσιο; Και αν αξιοποιήθηκαν, και αξιοποιούνται με χρηστότητα, πώς τελικώς φθάσαμε στην οικονομική κρίση, στα μνημόνια και στη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους, εντέλει δε, στην υποθήκευση ολόκληρης της περιουσίας του για 99 χρόνια;

Πιστεύουμε ότι τα ανωτέρω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο νόμος 1608/1950 κάθε άλλο παρά αναχρονιστικός ήταν και είναι. Το ότι η ισχύς του, όπως άλλωστε, γενικά, η λειτουργία της ποινικής Δικαιοσύνης στη χώρα μας, δεν απέτρεψε φαινόμενα σήψεως και διαφθοράς και την αύξηση, γενικότερα, της εγκληματικότητας, σε πολύ μεγάλη έκταση, δεν σημαίνει ότι είναι υπαίτιος ο νόμος 1608/1950 ή ο Ποινικός Κώδικας.

2. Ο κάθε ποινικός νόμος, και πολύ περισσότερο ο αυστηρός, μπορεί να αποτελεί το «φόβητρο», όχι οποιουδήποτε επιχειρηματία, αλλά εκείνου του επιχειρηματία που χρησιμοποιεί άνομα μέσα και παράνομες μεθόδους, με στόχο όχι την αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά τον πλουτισμό του εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Οι συννόμως δρώντες επιχειρηματίες ουδέν έχουν να φοβηθούν.

3. Η εφαρμογή του νόμου 1608/1950 δεν κατατείνει απλώς στην προστασία των εννόμων αγαθών της περιουσίας και της καθαρότητας των δημοσίων υπηρεσιών, όπως ισχύει με τις σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Κατατείνει στην προστασία της περιουσίας του κράτους, ως αναγκαίας προϋποθέσεως για τη δυνατότητα λειτουργίας του και εκπληρώσεως της αποστολής του, όπως αυτή διαγράφεται στο Σύνταγμα. Αυτός, συνεπώς, είναι ο λόγος για τον οποίο, κατά την άποψή μας, ούτε αδικαιολόγητη ούτε δυσανάλογη είναι η προβλεπόμενη από τον νόμο 1608/1950 ποινή ισοβίου καθείρξεως σε βαριές περιπτώσεις καταχρήσεων εις βάρος της περιουσίας του Δημοσίου.

4. Ορθώς, κατά την άποψή μας, μετά το 1987 διευρύνθηκε η εφαρμογή του νόμου 1608/1950 σε ολόκληρο τον δημόσιο τομέα. Δεν ήταν όμως ορθή η διεύρυνση σε τμήματα του ιδιωτικού τομέα και συνεπώς, ως προς το σημείο τούτο, απαιτείται τροποποίηση.
Επιπλέον, είναι χρήσιμο να τονιστεί, ότι με τις κατ’ επανάληψη παρεμβάσεις του νομοθέτη στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, έχει διασπαστεί το άρτιο, λειτουργικό και αλληλένδετο σύστημα των δύο ως άνω Κωδίκων, όπως είχε διαμορφωθεί κατά την έναρξη της ισχύος τους, που αφορά τον τρόπο και τη διάρκεια εκτίσεως των επιβαλλομένων ποινών, με συνέπεια οι τελευταίες να μην εκπληρούν τον σκοπό επιβολής τους. Και δεν εκπληρώνουν οι επιβαλλόμενες ποινές τον σκοπό επιβολής τους, διότι έχει ευτελιστεί η έννοια των στερητικών της ελευθερίας ποινών, αφού δεν επιφέρουν βλάβη σε έννομα αγαθά των καταδικαζομένων και κυρίως στην ελευθερία τους ή επιφέρουν δυσανάλογα μικρή βλάβη, σε σχέση προς την εγκληματική τους συμπεριφορά, με συνέπεια να μην τους αποτρέπουν από την τέλεση νέων εγκλημάτων, αλλά να μην αποτρέπουν και άλλους, από το να διαπράττουν όμοια εγκλήματα.

Πώς αληθώς, οι στερητικές της ελευθερίας ποινές, είναι δυνατόν να εκπληρώνουν τον σκοπό τους:

α. Οταν έχει αλλοιωθεί, ιδίως από το 1990 και μετά, το σύστημα των Π.Κ. και ΚΠΔ, όπως είχε διαμορφωθεί κατά την έναρξή τους, ως προς τη μετατροπή και αναστολή των ποινών, ως προς την υφ’ όρον απόλυση, ως προς την προσωρινή κράτηση και το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ασκουμένων εφέσεων κατά καταδικαστικών αποφάσεων.

β. Οταν με παρεμβάσεις του νομοθέτη, παραγράφονται τελεσθέντα εγκλήματα είτε ευθέως είτε με τη μεταβολή από κακουργήματα σε πλημμελήματα, εκμηδενίζονται επιβαλλόμενες από τα δικαστήρια ποινές, είτε με την παραγραφή αυτών είτε εφόσον δεν έχουν τελεσιδικήσει οι καταδικαστικές αποφάσεις με τη μεταβολή των ποινικών διατάξεων κατά τρόπο που να είναι ευνοϊκότερες και άρα εφαρμοστέες ως επιεικέστερες, με αποτέλεσμα οι καταδικασθέντες πρωτοδίκως, να κηρύσσονται τελικά αθώοι, είτε, τέλος, με την απόλυση καταδίκων-κρατουμένων, ακόμα και για βαρύτατα εγκλήματα, μετά την έκτιση μικρού μέρους ποινών, όπως συνέβη το έτος 2015, με το ν. 4322/2015, που είχε ως συνέπεια την έξοδο από τις φυλακές αδιστάκτων κακοποιών, οι οποίοι, μετά την αποφυλάκισή τους, άρχισαν και πάλι την εγκληματική τους δράση.

Είναι προφανές ότι η διατήρηση σε ισχύ του νόμου 1608/1950, με την αναφερθείσα ανωτέρω επιφύλαξη, είναι απολύτως αναγκαία, αφού η διαφθορά στην Ελλάδα συνεχίζει να υπάρχει αμείωτη, όπως έδειξε η Εκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας για την Ελλάδα, σε σχέση προς το έτος 2018 (βλ. «Καθημερινή» της 30.1.2019).

Πολύ περισσότερο αφού σήμερα, ενόψει της, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, εκπτώσεως των αρχών και αξιών που κρατούσαν στην ελληνική κοινωνία, η διαρπαγή από το Δημόσιο κάποιων εκατομμυρίων ευρώ, αντί παραμονής στις φυλακές, δύο, τριών ή τεσσάρων, έστω, ετών, θεωρείται ελάχιστα μεμπτόν, και γιατί όχι «καπατσοσύνη».

* Ο κ. Γεώργιος Χαρ. Σανιδάς είναι εισαγγελέας Αρείου Πάγου ε.τ.

ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *