Η τεράστια αύξηση της δραστηριότητας στο λιµάνι του Πειραιά υπό τη διαχείριση της COSCO είναι από τις λίγες ιστορίες επιτυχίας της Ελλάδας στα χρόνια της κρίσης.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ: Η Ελλάδα και ο κόσμος το 2019
Στην πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα, η Ελλάδα είχε τον αέρα μιας χώρας που προόδευε. Είχε μόλις ενταχθεί στην Ευρωζώνη, οι επιχειρήσεις της ευδοκιμούσαν και οι οικονομικοί της δείκτες ήταν ρόδινοι. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 έμοιαζαν με την επιτομή του ελληνικού δρόμου προς την επιτυχία. Ίσως το επίτευγμα της διοργάνωσής τους να μας έκανε να πιστέψουμε ότι οι προειδοποιήσεις των ξένων –όπως της Τρωαδίτισσας Κασσάνδρας– δεν μας αφορούν.
Ως επίγονοι του πολυμήχανου Οδυσσέα, πάντα θα βρίσκαμε τον τρόπο να τα καταφέρουμε. Αυτό το αφήγηµα υπερεκτίμησε τις αρετές της εφευρετικότητας και του φιλότιμου και υποτίμησε τα ελαττώματα του ανύπαρκτου συντονισμού, των εργασιών που γίνονται πρόχειρα την τελευταία στιγμή, της σπατάλης, της έλλειψης σχεδίου για την επόμενη μέρα. Το θεμελιώδες αξίωμα του αφηγήματος ήταν πως η Ελλάδα θα μπορούσε να πετύχει με τον δικό της τρόπο, χωρίς να βρίσκεται σε διάλογο και να παρακολουθεί τις εξελίξεις στον υπόλοιπο κόσμο. Υπήρχε η «ελληνική πραγματικότητα» για τους εξοικειωμένους Έλληνες και η «διεθνής πραγματικότητα» με τους πληκτικούς της κανόνες για τους υπολοίπους.
Ο λογαριασµός της ελληνικής ιδιαιτερότητας ήλθε στον απόηχο της διεθνούς οικονομικής κρίσης που ξέσπασε το 2008. Έχοντας ζήσει πέρα από τις δυνατότητές της για πολλά χρόνια (και μάλιστα κρυφά) και έχοντας χάσει την ανταγωνιστικότητά της, η Ελλάδα βρέθηκε αποκλεισμένη από τις αγορές. Το τίμημα που πλήρωσε για τα δίδυμα ελλείμματά της (το δημοσιονομικό και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών) ήταν βαρύτατο. Το αφήγημα περί ελληνικής ιδιαιτερότητας συνετρίβη – και μαζί του διαλύθηκαν οι προοπτικές πάρα πολλών, ειδικά νέων, Ελλήνων.
Στην εποχή των μνημονίων, η κατάρρευση του αφηγήματος και οι κατηγορίες που εκτοξεύθηκαν κατά των Ελλήνων –ως ψεύτες και τεμπέληδες– προκάλεσαν σοκ και μια βουβή ντροπή. Συνεχίζοντας να αποφεύγει τον πραγματικό διάλογο, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, για τα αίτια της καταστροφής, η χώρα διχάστηκε μεταξύ αυτών που αποδέχθηκαν χωρίς κριτική σκέψη τα προγράμματα διάσωσης και εκείνων που τα απέρριψαν απερίσκεπτα. Η παθητική ελληνική στάση απέναντι στα μνημόνια οδήγησε σε micro-management των προγραμμάτων. Έγιναν πολλές μετρήσιμες αλλαγές, αποκαταστάθηκε ένας βαθμός σταθερότητας, αλλά η ευκαιρία να στοχαστούμε για όσα πήγαν στραβά χάθηκε. Παρά την έξοδο από τα μνημόνια, αναζητείται ακόμα μια νέα φωνή στην Ελλάδα που θα αναδιοργανώσει την πολιτική οικονομία της χώρας και θα την ανοίξει προς τον κόσμο.
Η εξέταση των δύο ελλειμμάτων και του τρόπου αντιμετώπισής τους δίνει κάποιες ενδείξεις για τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Η εξάλειψη του δημοσιονομικού ελλείμματος μπορούσε να γίνει μόνο με έναν τρόπο: τη λιτότητα. Όταν οι δαπάνες είναι υψηλότερες από τα έσοδα και η διαφορά δεν μπορεί να καλυφθεί με δανεισμό, η μόνη διέξοδος είναι η περικοπή των δαπανών και η αύξηση των φόρων. Λιτότητα σημαίνει διαίρεση της πίτας σε μικρότερα κομμάτια. Είναι εκ φύσεως διχαστική, μεταξύ κοινωνικών τάξεων, ομάδων ειδικών συμφερόντων, προσοδοθήρων και γενεών. Η λογική της είναι αμυντική, παθητική και μυστικοπαθής.
Η λιτότητα όμως δεν αρκεί για την ανάκτηση της ευημερίας. Είναι αναγκαία επίσης η εξάλειψη του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Με απλά λόγια, αυτό απαιτεί την πώληση περισσότερων αγαθών και υπηρεσιών από τους Έλληνες στο εξωτερικό. Αυτό, μετά από μια μακρά περίοδο διολίσθησης της ανταγωνιστικότητας, που με τη σειρά της ήταν σύμπτωμα της εσωστρέφειας της χώρας, είναι μια μεγάλη πρόκληση. Προϋποθέτει αλλαγή συνηθειών, την απόκτηση νέων δεξιοτήτων, την εγκατάλειψη δραστηριοτήτων που δεν έχουν μέλλον, την οικοδόμηση αξιόπιστων θεσμών, την απόρριψη της μετριότητας.
Οι θυσίες και οι δεσμεύσεις που απαιτεί ο στόχος αυτός θυμίζουν σε πολλά τις συνέπειες της λιτότητας. Επιπλέον, αν το εγχείρημα πετύχει, δεν θα απολαύσουν όλοι εξίσου τη νέα ευημερία. Η αύξηση των εξαγωγών δεν συνεπάγεται μείωση της ανισότητας στο εσωτερικό. Αλλά τα δύο εγχειρήματα είναι ριζικά διαφορετικά.
Σε αντίθεση με το παίγνιο μηδενικού αθροίσματος της λιτότητας, όμως, η επιτυχής εμπλοκή της Ελλάδας με την παγκόσμια οικονομία αυξάνει το διαθέσιμο εισόδημα εντός της χώρας. Τα κέρδη του ενός δεν είναι αναγκαστικά η ζημία κάποιου άλλου. Η μετάβαση από την ηττοπαθή απαισιοδοξία της λιτότητας στην υπόσχεση της ευημερίας απαιτεί την υιοθέτηση των αξιών που τη συνοδεύουν: αυτοπεποίθηση, ανοιχτό πνεύμα, λογοδοσία, συνεργασία, ανθεκτικότητα.
Τα χρόνια περήφανης πίστης στην ελληνική ιδιαιτερότητα τα διαδέχθηκε η περίοδος της απρόθυμης και παθητικής αποδοχής των μνημονίων. Σήμερα χρειαζόμαστε κάτι δραστικά διαφορετικό. Ο σημερινός κόσμος είναι γεμάτος περίπλοκες διασυνδέσεις και θα συνεχίσει να εξελίσσεται με τρόπο που θα δημιουργεί νέες προκλήσεις. Η εξωστρέφεια είναι ο μόνος δρόμος ώστε η Ελλάδα να ξεφύγει από το τέλμα στο οποίο βρίσκεται. Επιλέγοντας πιο συνεργατικά μοντέλα παραγωγής, παράγοντας καλύτερα προϊόντα για τις διεθνείς αγορές, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα και οι οικογένειές τους μπορούν επιτέλους να γίνουν ενεργά μέλη της παγκόσμιας κοινότητας. Μόνο έτσι θα επιτευχθεί η βιώσιμη ευημερία και θα έχουμε πραγματικά λόγο να είμαστε υπερήφανοι.
*Ο Γιάννης Μανουηλίδης είναι εταίρος στη δικηγορική εταιρεία Allen & Overy
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr