Από την πρώτη στιγμή που στέκομαι στα σκαλιά της ιστορικής ταβέρνας «Δίπορτο» στην αμαρτωλή, πολύβουη Σωκράτους ξέρω ότι η…
βόλτα που θα μας κάνει θα μοιάζει με μακρόσυρτη σεκάνς από ένα φανταστικό φιλμ με τίτλο «Ο Γιάννης Στάνκογλου ξετυλίγει το νήμα της ζωής του στα σπλάχνα της Αθήνας». Έτοιμοι; Η προβολή αρχίζει…
Σκηνή 1η: Ερχεται με τη μηχανή φουριόζος από πρόβα (για τον «Δον Κιχώτη» στο Παλλάς, όπου πρωταγωνιστεί αυτή την περίοδο). Παρκάρει και μας προτείνει να χαζέψουμε για λίγο τους θησαυρούς στο παλαιοπωλείο δίπλα από την υπόγεια ταβέρνα – να σημειώσουμε ότι είναι η πιο παλιά της Αθήνας.
Λίγο μετά κατεβαίνουμε τα σκαλιά. Εκείνος γνωρίζει καλά το σουρεαλιστικό σκηνικό εδώ, εμείς μένουμε λίγο… ξερές με το γλέντι που ξεδιπλώνεται στην υπόγεια ταβέρνα μια καθημερινή όπως όλες οι άλλες. Προεξάρχουσα φιγούρα, ο πλανόδιος μουσικός με το ακορντεόν και τη λιγωματική ερμηνεία – «Τα λερωμένα τα’ άπλυτα», «Κι η ψυχή σαν χελιδόνι»…
Στρωνόμαστε σε ένα τραπέζι και σε δευτερόλεπτα καταφθάνει για την παραγγελία ο ιδιοκτήτης, ο κυρ-Μήτσος. Ο Γιάννης προτρέπει τη φωτογράφο: «Πίνε! Είναι ωραίο κρασί δεν θα σε πειράξει». Κι ύστερα αρχίζει να μας χαρίζει καρέ από την ως τώρα ζωή του.
Συνέντευξη στην Δήμητρα Τριανταφύλλου – Φωτογραφίες: Πέλα Σκινιώτη
Οι αναμνήσεις
«Θυμάμαι όλες τις γυναίκες της ζωής μου, αυτές που ερωτεύτηκα τέλος πάντων. Ημουν δραστήριος και ερωτιάρης από 13 χρόνων. Θυμάμαι καθαρά εκείνα τα πρώτα φιλιά που έτρεχαν τα σάλια και έφταναν μέχρι τα γεννητικά όργανα επειδή δεν ήξερες να φιλάς. Θυμάμαι ψάρεμα στον ποταμό Εβρο, όπου είναι το χωριό μου, με τους φίλους. Θυμάμαι στον Περισσό, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, αυλές σπιτιών εσωτερικές και τα Προσφυγικά, που τώρα γκρεμίζονται. Θυμάμαι 12 χρόνων να παίρνουμε τα ποδήλατα από τον Περισσό και να φτάνουμε μέχρι τη Γλυφάδα. Να με παίρνουν στα τσικό της ΑΕΚ 12 χρόνων για να με προωθήσουν ως αριστερό εξτρέμ. Και μετά να με κάνει ο πατέρας μου Παναθηναϊκό και μεγαλώνοντας να πηγαίνω με το “Cockney Club” με τα λεωφορεία, Τούμπα για να δούμε ματς.
Το οφείλω στους γονείς μου το ότι δεν με μάλωναν, γιατί πιστεύω στις ελευθερίες που πρέπει να δίνεις σε ένα παιδί για να μπορέσει να γίνει αυτό που θέλει. Οπως λέει και ο Καλιγούλας που υποδυόμουν μέχρι πρόσφατα, “ο φόβος, αυτό το υπέροχο συναίσθημα, μπορεί να σε κάνει να χάσεις μια ολόκληρη ζωή”. Εγώ μεγάλωσα χωρίς φόβο. Ημουν πάντα παρορμητικός και ριψοκίνδυνος είτε αυτό σήμαινε πειραματισμό με ουσίες είτε συναναστροφή με ανθρώπους επικινδύνους. Ομως αυτά με διαμόρφωσαν και μου έδωσαν αυτό μου το κομμάτι που μπορεί και επικοινωνεί με όλο τον κόσμο, δεν βάζω κανέναν στο περιθώριο. Πίσω στην παιδική ηλικία, ήμουν μαθητής του 15 χωρίς να ανοίξω βιβλίο. Τότε πρωτοπήγα με τον πατέρα μου και στη δουλειά – δούλευε ως οικοδόμος. 1988, 14 χρόνων και έπαιρνα 7.000 δραχμές τη μέρα. Από ένα σημείο κι έπειτα οι γονείς μου άρχισαν να με ρωτούν “τι θες να γίνεις;” κι εγώ έλεγα “γεωπόνος”. Αλλαξαν όμως τα ενδιαφέροντα και άρχισε να με απασχολεί η ζωή, να ζήσω».
Σκηνή 2η: Τα φαγητά έχουν προσγειωθεί στο τραπέζι: πατάτες γιαχνί, γίγαντες, φάβα, σαρδέλα ψητή και, φυσικά, τα ξακουστά ρεβίθια του κυρ-Μήτσου. Εκείνος τηγανίζει στην κουζίνα -μέσα στο σκηνικό κι αυτή, δίπλα από τα τραπέζια- κι άλλες σαρδέλες, ακούραστος. «Στο “Δίπορτο” έρχομαι από τότε που ήμουν 22. Το είδαμε τυχαία με την παρέα και μπήκαμε. Εκτός από το ότι μου αρέσει πολύ το φαγητό, όλα εδώ είναι αυθεντικά. Μεγάλωσα με τέτοια σκηνικά, κουτούκια και ρεμπέτικη μουσική.
Οσο για τον επαγγελματικό προσανατολισμό που λέγαμε νωρίτερα, ποτέ δεν ήξερα τι θέλω να γίνω. Εχω περάσει από πολλά πόστα: οικοδομή, προμόσιον για τσιγάρα, για προφυλακτικά, μπάρμαν, ντελιβεράς, δουλειά σε γραφείο… Οταν τελείωσα τον στρατό βρήκα μια δουλειά στο μετρό της Αθήνας, έκανα μονώσεις. Εχω βάλει τη… σφραγίδα μου, μάλιστα, σε μερικούς σταθμούς: Ευαγγελισμός, Σύνταγμα, Μέγαρο Μουσικής και Σεπόλια. Παράλληλα, διάβαζα πολλά βιβλία και τότε αποφάσισα ότι όλο αυτό το πράγμα που μου διεύρυνε τους ορίζοντες ήθελα κάτι να το κάνω. Και τότε ήρθε η σχολή υποκριτικής. Εκεί οι γονείς είχαν το πρώτο τους θεματάκι, τους το ’κρυβα κιόλας τον πρώτο καιρό. Τώρα κάθε φορά που παίζω σε μια νέα παράσταση κατεβαίνουν από τον Εβρο να τη δουν».
Σκηνή 3η: Καθώς κοιτάζω τα βαρέλια που μας περιτριγυρίζουν και τον νεαρό σερβιτόρο που πηγαινοέρχεται σαν σίφουνας, προσπαθώ να φέρω στο τραπέζι μας τον ιδιοκτήτη αυτού του σπάνιου μέρους για δυο τρεις κουβέντες. «Ηρθα στην Αθήνα το 1957, 13 χρόνων, από το Κάβο Ντόρο όπου γεννήθηκα. Μου έμαθε τη δουλειά το τότε αφεντικό και μέχρι σήμερα είμαι εδώ. Ο πιο πιστός πελάτης και πολύ αγαπημένος μου ήταν ο Βάρναλης. Τα φτιάχνω όλα εγώ, φαγητό και κρασί. Είμαι ευχαριστημένος από τη ζωή, γιατί αυτό που κάνω είναι το μεράκι μου. Και να σου πω και κάτι; Αμα κάθεσαι για πολλή ώρα πιάνονται τα πόδια σου… Τίποτε άλλο μην γράψεις. Αλλωστε, με ξέρει όλος ο κόσμος».
Ο Γιάννης Στάνκογλου σε πρώτο πρόσωπο
«Στα ιταλικά “στάνκο” σημαίνει κουρασμένος. Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει η ταλαιπωρία. Να επιστρέφεις σπίτι με μια γλυκιά κούραση, η οποία όμως σου επιτρέπει να επικοινωνήσεις με το παιδί σου. Κάνω ψυχανάλυση πολλά χρόνια και με έχει βοηθήσει. Θέλω να μάθω τον εαυτό μου. Δεν είμαι μόνο αυτό που ξέρω ή θέλω εγώ να πιστεύω για μένα. Είμαι κι άλλα πράγματα, που έχουν να κάνουν με όλους τους γύρω μου. Οι οποίοι πολύ συχνά με φέρνουν σε αδιέξοδα. Αν μείνω μόνος μου, μπορεί να μην τα λύσω. Επίσης, οι άλλοι συχνά σου βάζουν και εμπόδια. Τα εμπόδια είναι πολύ σημαντικά για μένα.
Το 2002, λοιπόν, έπειτα από ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη, επέλεξα να μείνω σε ένα loft στου Ψυρρή. Κι έκτοτε κόλλησα. Εζησα την περίοδο της πολλής καθαριότητας πριν και κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Μετά άρχισε η κατρακύλα. Αλλά μου αρέσει πραγματικά η περιοχή, δεν θέλω να φύγω. Εχω τη Βαρβάκειο, την ψαραγορά, τα στέκια μου – το “Δίπορτο”, τον “Νικήτα”, την “Απανεμιά”. Πάντως, σε όποια ευρωπαϊκή πόλη και να πας (Λονδίνο, Βερολίνο, Αμστερνταμ κ.λπ.) τα κέντρα των μεταναστών είναι οι πιο όμορφες περιοχές – ενδιαφέρουσες, ζωντανές, καθαρές. Το σύστημα αφομοιώνει αυτούς τους ανθρώπους και τους φροντίζει, ενώ στην Ελλάδα η πολιτεία έχει αφήσει ανθρώπους και γειτονιά στην τύχη τους. Ομως ποτέ δεν κλείνω τα μάτια μπροστά στις σκληρές εικόνες που αντικρίζω στη γειτονιά μου. Προσπαθώ, μάλιστα, να σκεφτώ τι είναι αυτό που λείπει σε αυτούς τους ανθρώπους. Αλλωστε, είμαι φαντασιόπληκτος. Η παρατήρηση είναι μέρος της ζωής μου, το κάνω από μικρό παιδί – όπως και το να παραμιλάω. Τώρα πια όλα αυτά είναι βασικά στοιχεία της δουλειάς μου».
Σκηνή 4η: Κόσμος πάει κι έρχεται και σε μια παύση της συζήτησης ένας θαμώνας από δίπλα δράττει την ευκαιρία και ρωτάει τον Γιάννη: «Εσύ είσαι στην τηλεόραση, δεν είσαι;». «Εχω να ’μαι δέκα χρόνια», απαντά ο Γιάννης. «Θέλεις να βγάλουμε μια φωτογραφία με το κινητό μου, να τη δείξω στην κόρη μου όταν ανέβω στην Αριδαία, απ’ όπου έρχομαι, να φάει ήττα;» συνεχίζει εκείνος απτόητος και ο Γ. του κάνει τη χάρη.
Η καθημερινότητα και ο κόσμος γύρω μας
«Είμαι οργανωμένος σε έναν σύλλογο κατοίκων στου Ψυρρή, μιλάμε για τα προβλήματα της περιοχής και κάνουμε και εκδηλώσεις. Πέρσι διάβασα τις “Χριστουγεννιάτικες ιστορίες” του Παπαδιαμάντη στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων.
Πολιτικά ήμουν πάντα αριστερός και αριστερός θα παραμείνω όσα λάθη κι αν βλέπω στον χώρο. Ομως αυτό το “άντε, πάμε και μπορούμε όλοι μαζί” το έχω ξεπεράσει. Ο καθένας τον εαυτό του να κοιτάξει να αλλάξει πρώτα. Τα πάντα ξεκινούν από έναν μικρόκοσμο.
Η τελευταία φορά που ήμουν πολύ ενεργός ήταν στο δημοψήφισμα. Μάλιστα, έγραφα πολύ και στα social media. Ομως φάνηκε ότι όλο αυτό είναι ένα χάρτινο πράγμα. Σήμερα είμαστε ακόμα χειρότερα. Ασε που το “νεοπλουτέ” σύνδρομο ακόμα να το αποβάλουμε, παρά την κρίση. Τα πάρκα και τις πλατείες, και στα πόδια μας μέσα να τα έχουμε δεν τα αξιοποιούμε. Προσωπικά, βρίσκω πολύ όμορφη σήμερα την πλατεία Κουμουνδούρου.
Πιστεύω, πάντως, ότι σύντομα το facebook θα καταντήσει χειρότερο σκουπίδι κι από την τηλεόραση. Είναι ένας ύπνος για τον κόσμο. Από την άλλη, είναι δική σου επιλογή το πού κοιμάσαι. Χθες διάβαζα ένα viral ποστ της Ολιας Λαζαρίδου για τον θάνατο της Λούλας Αναγνωστάκη και σε εκπομπή του ΑΝΤ1 για να ανακοινώσουν την είδηση του θανάτου έβαλαν φωτογραφία της Ολιας… Γι’ αυτό εδώ και έξι χρόνια δεν έχω τηλεόραση σπίτι μου.
Ενα από τα θετικά, πάντως, είναι ότι σήμερα ο κόσμος έρχεται περισσότερο στο θέατρο απ’ ό,τι πριν από πέντε χρόνια. Το κοινό στρέφεται συνειδητά σε πράγματα που του δίνουν περισσότερη παιδεία. Κι εδώ είναι το στοίχημα: οτιδήποτε είναι να αλλάξει θα αλλάξει μόνο μέσα από την παιδεία.
Εμείς είμαστε κάτι κουρασμένα παλικάρια, ανοιχτοί μεν σε διάφορες καταστάσεις, αλλά το πραγματικό μέλλον είναι τα παιδιά, που πρέπει να είναι ελεύθερα μέσα από μια εκπαίδευση που θα τους δίνει τη δυνατότητα να εκφραστούν σε συλλογικό επίπεδο.
Τη σημερινή πιτσιρικαρία τη βρίσκω ωραία. Αν αρχίσουν και μιλάνε και λίγο περισσότερο μεταξύ τους, θα είναι ακόμα καλύτεροι. Πιάνουν πολλά σήματα και τους είναι εύκολα πολλά πράγματα – και να έχουν πρόσβαση σε αυτά και στο πόσο γρήγορα μαθαίνουν.
Οσο για την πατρότητα, το πιο βασικό που μου έμαθε είναι να μην είμαι εγωιστής. Ημουν πολύ και παραμένω σε έναν βαθμό. Η πατρότητα όμως είναι που με βοήθησε να χαλαρώσω σε πολλά πράγματα. Κάνω συχνά διαλείμματα από τη δουλειά και τα κάνω με την οικογένειά μου. Οπως το καλοκαίρι που κάναμε διακοπές στη Χαλκιδική, μόνοι μας μέσα σε ένα βαγόνι τρένου. Εχω πολλά “κανονικά” κομμάτια καθημερινότητας: ξυπνάω το πρωί, κάνω τη γυμναστική μου, μετά αφήνω την κόρη μου στο σχολείο. Τα απογεύματα την πηγαίνω στο μπαλέτο ή στο τσέλο και κάθομαι εκεί και την περιμένω με το βιβλιαράκι μου ή με τα λόγια του έργου. Πάντως, θα μου άρεσε το ωράριό μας να είναι σουηδικό, να πηγαίνω τα παιδιά στο σχολείο στις δέκα και μέχρι τότε να κοιμόμαστε. Ο ύπνος είναι κάτι που μου λείπει…».
Τίτλοι τέλους: Παρατηρώ ξανά τους θαμώνες. Ενδιαφέρουσα μείξη, που αποτυπώνει τη σημερινή φυσιογνωμία της πόλης: αντροπαρέες εργαζόμενων εδώ γύρω ή πιστών πελατών χρόνια τώρα, μερικοί «φευγάτοι» τύποι, τουρίστες που κατέληξαν εδώ μέσα από έναν πολύ ψαγμένο οδηγό πόλης και παρέες νέων παιδιών που μέσα στη λαίλαπα της αποθέωσης του vintage ψάχνουν αυτή τη λίγη… αυθεντική «αυθεντικότητα», που μου έλεγε και ο Γιάννης.
Προς το τέλος της κουβέντας τον παίρνει τηλέφωνο η γυναίκα του, η σκηνοθέτις Αλίκη Δανέζη-Κνούτσεν. Της λέει γρήγορα, συμπυκνωμένα και γλυκά: «Σε επτά λεπτά είμαι εκεί. Ναι, θα πάω εγώ να τον πάρω (σ.σ.: τον γιο του από το μάθημα της μουσικοκινητικής αγωγής). Να σου πω, θα πάμε “Κάρμεν” να δεις Σάουρα στο Ηρώδειο. Ελα, στα καλύτερα σε πάω και μην μιλάς καθόλου. Βάλε τα καλά σου»…
Η λίστα με τα αγαπημένα μου
Αγαπημένοι ποδοσφαιριστές: Σαραβάκος, Πουμπλής, Μαύρος, Χατζηπαναγής
Τα αγαπημένα μου ρεμπέτικα: «Ο αμανές του μάγκα» και η «Πλημμύρα» του Βαμβακάρη. Ο Τσιτσάνης. Ο Ξαρχάκος στο «Ρεμπέτικο». Ο Γενίτσαρης: «Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω»
Αγαπημένες ταινίες: «Βασιλιάς», «Στρέλλα», «Η άκρη της πόλης», «Αστακός», «Ολα είναι δρόμος»
Αγαπημένοι σκηνοθέτες: Γκοντάρ, Τζάρμους, Μάικ Λι, Κούτρας, Λάνθιμος
Ενα βιβλίο που με σημάδεψε: «Εγκλημα και τιμωρία», «μου προκάλεσε πυρετό, το διάβασα μέσα σε δύο μέρες»
Αγαπημένοι συγγραφείς: Ντοστογιέφσκι, Καμί, Κάφκα
Το βιβλίο που διάβασα πρόσφατα και μου άρεσε: Αυτό που έγραψε η Πάτι Σμιθ για τον φωτογράφο Ρόμπερτ Μέιμπθορπ. Πολύ όμορφο και διαφορετικό love story
Use Facebook to Comment on this Post