Το κρασί ονομάζεται “οίνος”. Πώς καταλήξαμε όμως να τον λέμε “κρασί”;
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν κρασί πολύ πιο δυνατό από το σύγχρονο. Επειδή ήταν και της φιλοσοφίας “μέτρον ἄριστον” συνήθιζαν να το ανακατεύουν με νερό, ώστε να μην τους μεθάει και να το απολαμβάνουν σιγά -σιγά.
Το ρήμα που σημαίνει “ανακατεύω” στα αρχαία είναι το “κεράννυμι”.
Η μετοχή του Παρακειμένου μας δίνει τον τύπο “κε-κρα-μένος” (αυτός που έχει ανακατευθεί), ενώ το ουσιαστικό που παράγεται είναι η “κρᾶ-σις”.
Βλέπετε τώρα από πού προέκυψε η ρίζα της λέξεως (ΚΡΑ); Κι έτσι έχουμε: “κρα – σί”.
Η ελληνική γλώσσα, ωστόσο, είναι τόσο πλούσια, ώστε για κάθε ιδιαίτερο “ανακατεύω” έχει και διαφορετική λέξη.
Δηλαδή: “κεράννυμι”= ανακατεύω υγρό με υγρό.
“φύρομαι” = ανακατεύω υγρό με στερεό (π.χ. “αιμόφυρτος”).
“μίγνυμι” = ανακατεύω στερεό με στερεό (π.χ. “μίγμα”).
Ας πούμε, λοιπόν, πριν τσουγκρίσουμε τα ποτήρια με το κρασάκι μας “εὐοῖ εὐάν!”, όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας… είναι άλλωστε το επιφώνημα από το οποίο προκύπτει το…”εβίβα”!