Από την άλλη πλευρά, η πραγματικότητα μας διδάσκει ότι «μόνο εξαπατώντας πάει κανείς μπροστά». Πόσες φορές δεν έχουμε επιλέξει συνειδητά να πούμε ένα «ψεματάκι» στον προϊστάμενό μας, για να γλιτώσουμε την επίπληξη, στον/στη σύντροφό μας για να μην τον/την πληγώσουμε, στον φίλο μας για να μην τον στεναχωρήσουμε; Ιδιαίτερα στις σημερινές κοινωνίες, όπου η επιτυχία ταυτίζεται με την αποτελεσματικότητα και τη γρήγορη λήψη αποφάσεων, είναι δύσκολο να μη βρει κανείς επιβεβαίωση αυτού του κανόνα σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής μας ζωής: από τις ανθρώπινες σχέσεις -επάγγελμα, κοινωνική συναναστροφή, συναλλαγές, φιλία, έρωτας- μέχρι την πολιτική και την οικονομία.
Και μολονότι το να αναγκαζόμαστε να λέμε ψέματα ενδέχεται να μας δημιουργεί κάποιο άγχος -μήπως αποκαλυφθεί η απάτη- εντούτοις, όπως δείχνουν πρόσφατες έρευνες, τα αντισταθμιστικά οφέλη της εξαπάτησης είναι πολύ περισσότερα. Στο τελευταίο βιβλίο του με τον τίτλο «Liar: the truth about lying» («Ψεύτης: η αλήθεια για το ψέμα»), ο Robert Feldman, επιφανής καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, ο οποίος εδώ και είκοσι πέντε χρόνια μελετά το πώς και το γιατί λέμε ψέματα, υποστηρίζει ότι όλοι οι άνθρωποι ψεύδονται, και μάλιστα συστηματικά. Και καταλήγει στο απροσδόκητο συμπέρασμα ότι ο λόγος που το ψέμα είναι μια τόσο διαδεδομένη πρακτική μεταξύ των ανθρώπων είναι ότι διευκολύνει τη συμβίωσή τους με τους άλλους ανθρώπους.
Το ψεύδεσθαι είναι μια τακτική η οποία ευνοεί τον ψεύτη, παρέχοντάς του αυτό που ο Feldman αποκαλεί «πλεονέκτημα του ψεύτη»: τη δυνατότητα δηλαδή να επιτυγχάνει αυτό που θέλει με μικρότερο κόστος από ό,τι αν έλεγε την αλήθεια. Η τεράστια επιτυχία αυτού του τεχνάσματος οφείλεται στο γεγονός ότι, ακόμη κι αν έχουμε κάποιες ενδείξεις ότι κάποιος ψεύδεται, κάποια «σημάδια» στη συμπεριφορά του ψεύτη που τον προδίδουν (τρεμούλιασμα στη φωνή, δισταγμός, αποφυγή να κοιτάξει τον άλλον στα μάτια), εντούτοις είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να εξακριβώσουμε αν όντως ψεύδεται. Επίσης, μολονότι εμείς οι ίδιοι μπορεί να καταφεύγουμε σε μικρά ή μεγαλύτερα ψέματα, ταυτόχρονα θεωρούμε εξαιρετικά απίθανο να μας λένε ψέματα οι άλλοι.
Έτσι, πολύ εύκολα πέφτουμε και οι ίδιοι θύματα αυτής της μαζικής «τεχνικής της παραπλάνησης», που με εξαιρετική μαεστρία χρησιμοποιείται από τη διαφήμιση και τις εκάστοτε πολιτικές εξουσίες.
Το ψεύδος συνεπώς αποδεικνύεται ο πιο εύκολος, γρήγορος και ανέξοδος τρόπος να επιτύχουμε έναν συγκεκριμένο στόχο. Πρόκειται μάλιστα για ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνουμε να κάνουμε ήδη από την νηπιακή μας ηλικία, μια ανεπτυγμένη κοινωνική δεξιότητα την οποία μεγαλώνοντας μαθαίνουμε να τελειοποιούμε. Πράγματι, όπως περιγράφει στο βιβλίο του ο Feldman, πειράματα με παιδιά ηλικίας τριών ετών δείχνουν ότι αυτά τα αθώα παιδάκια, στη συντριπτική τους πλειονότητα, κατέχουν ήδη την έννοια της εξαπάτησης και τη χρησιμοποιούν με σχετική ευχέρεια όταν χρειάζεται. Για παράδειγμα, όταν μείνουν μόνα τους μέσα σε ένα δωμάτιο με παιχνίδια και τους ζητηθεί να μην αγγίξουν ένα συγκεκριμένο παιχνίδι, θα παραβούν την υπόσχεσή τους αλλά δεν θα το ομολογήσουν.
Βέβαια, υπάρχουν διαφορές στον τρόπο που οι άνθρωποι ψεύδονται, διαφορές που οφείλονται στη διαφορετική ιστορία, παράδοση, νοοτροπία κάθε λαού. Ορισμένοι λαοί, όπως οι Ανατολίτες, έχουν, σύμφωνα με τον Feldman, μεγαλύτερη ροπή προς το ψέμα, σε αντίθεση με άλλους λαούς παραδοσιακά πιο «φιλαλήθεις», όπως οι Ρώσοι και οι Πολωνοί, ή πιο ευέλικτους στο θέμα της τήρησης κανόνων, όπως οι μεσογειακοί λαοί (π.χ. οι Ιταλοί).
Παρ” όλα αυτά, ο Feldman δεν φαίνεται να επικροτεί τη σχεδόν καθολική κυριαρχία του ψεύδους στις σημερινές κοινωνίες. Αντίθετα, επισημαίνει ότι νέες έρευνες δείχνουν σαφώς ότι η αίσθηση της επιτυχίας που παρέχει το ψέμα είναι κατά κανόνα πρόσκαιρη. Πολλοί άνθρωποι, όταν καταφεύγουν συχνά στο ψέμα, υποφέρουν αργότερα από τύψεις και μετανιώνουν (άραγε, ειλικρινά;) για την πράξη τους. Αντίθετα, οι συστηματικά ειλικρινείς καταβάλλουν μεγαλύτερη προσπάθεια στην αρχή για να ξεπεράσουν το άγχος ότι μπορεί να μη γίνουν αποδεκτοί, μακροπρόθεσμα όμως είναι πιο ήρεμοι και ισορροπημένοι.