Ο Μισίμα ήταν απασχολημένος στο γραφείο του. Τα παιδιά και η γυναίκα του έφυγαν, χωρίς να υποπτευθούν τίποτα. Θα μάθαιναν τι σχεδίαζε ο Μισίμα ώρες αργότερα, όταν θα τον έβλεπαν να εκτελεί την τελετουργική αυτοκτονία «σεπούκου» σε ζωντανή μετάδοση από την τηλεόραση.
Ο Μισίμα μεγάλωσε με τη δεσποτική γιαγιά του, που καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια σαμουράι. Η ηλικιωμένη γυναίκα απαγόρευε στον εγγονό της να βγαίνει έξω από το σπίτι ή να μιλά σε άλλα παιδιά της ηλικίας τους. Έως την ηλικία των 12 ετών, ο Μισίμα ζούσε κλεισμένος σε ένα σκοτεινό σπίτι με μοναδική παρέα τη γιαγιά του και ορισμένα βιβλία. Όπως τα περισσότερα παιδιά πλούσιων οικογενειών της Ιαπωνίας, ο Μισίμα μελετούσε όχι μόνο ιαπωνική λογοτεχνία, αλλά και δυτική. Στο σπίτι της γιαγιάς του υπήρχαν βιβλία του Όσκαρ Γουάιλντ, του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και άλλων μεγάλων ευρωπαίων λογοτεχνών. Η αγάπη του για τη λογοτεχνία καλλιεργήθηκε και στο σχολείο, όπου ο νεαρός Μισίμα διακρίθηκε για τις επιδόσεις του.
Στα 16 του έγραψε μια 100σελιδη ιστορία που εντυπωσίασε τους λογοτεχνικούς κύκλους της Ιαπωνίας. Η ιστορία ήταν γραμμένη με μεσαιωνικό λόγο, χωρίς να υπάρχει ούτε ένα γραμματικό λάθος! Θα ήταν εντυπωσιακό ακόμα και για έναν έμπειρο λογοτέχνη, πόσο μάλλον για έναν έφηβο που δεν είχε ακόμα αποφοιτήσει από το σχολείο.
Το ψέμα για να αποφύγει το θάνατο στον πόλεμο
Ο ηρωικός θάνατος ενός πολεμιστή που θυσιάζεται για την πατρίδα του γοήτευε τον Μισίμα από πολύ νεαρή ηλικία. Έτσι, όταν ήρθε η ώρα να υπηρετήσει την Ιαπωνία στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο συγγραφέας ήταν πανέτοιμος. Όμως, για λόγους που ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να εξηγήσει, είπε ψέματα στους γιατρούς ότι έπασχε από φυματίωση, για να μην τον δεχτούν. Ορισμένες βιογραφίες αναφέρουν ότι η διάγνωση ήταν ιατρικό λάθος και όχι ψευδής δήλωση του Μισίμα.
Όμως, στο δεύτερο βιβλίο του, «Εξομολογήσεις μιας Μάσκας», το οποίο θεωρείται από πολλούς ως αυτοβιογραφικό, ο Μισίμα γράφει: «Αυτό που ήθελα ήταν να πεθάνω ανάμεσα σε ξένους, χωρίς έγνοιες, κάτω από έναν ασυννέφιαστο ουρανό. Δεν ήταν ο στρατός η ιδανική λύση για το πρόβλημά μου; Γιατί φαινόμουν τόσο ειλικρινής όταν έλεγα ψέματα στον στρατιωτικό γιατρό; Γιατί είπα ότι είχα πυρετό για έξι μήνες, ότι ο ώμος μου πονούσε, ότι έφτυνα αίμα; Γιατί έτρεξα μακριά, όταν πέρασα τις πύλες του στρατοπέδου;» Ο Μισίμα έχασε την ευκαιρία του να βιώσει τον ηρωικό θάνατο που πάντα ήθελε. Έμεινε στην Ιαπωνία με τους άμαχους, ενώ οι συμμαθητές του έσπευσαν να θυσιαστούν για την πατρίδα τους. Ποτέ δεν ξεπέρασε τη στιγμιαία δειλία που επέδειξε μπροστά στο γιατρό και όλη του τη ζωή, έψαχνε ένα τρόπο να επανορθώσει.
Το ταξίδι στην Ελλάδα
Το 1952, ο 27χρονος Μισίμα ήταν ήδη διάσημος στην Ιαπωνία και η φήμη του άρχισε να διαδίδεται και στον υπόλοιπο κόσμο. Επισκέφτηκε την Αμερική και από εκεί συνέχισε τα ταξίδια του, φτάνοντας και στην Ελλάδα, που θαύμαζε από μικρός. Είχε μελετήσει τις ελληνικές τραγωδίες και ονειρευόταν να δει τα έργα των αρχαίων με τα μάτια του. Ο συγγραφέας έγραψε ότι «ερωτεύτηκε τις γαλάζιες θάλασσες και τον ουρανό της κλασσικής αυτής γης». Ανέπτυξε τη δική του θεωρία, ότι στην Αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε «πνευματικότητα», την οποία αντιμετώπιζε ως μία άσχημη εξέλιξη του Χριστιανισμού, αλλά υπήρχε μία ισορροπία μεταξύ του σώματος και του νου.
Όταν οι Έλληνες έχαναν αυτή την ισορροπία, η προσπάθεια να την επανακτήσουν, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ομορφιάς. Υποστήριζε ότι η τραγωδία, όπου οι άνθρωποι τιμωρούνταν για την αλαζονεία τους, ήταν ο τρόπος που οι Έλληνες ξαναέβρισκαν την ισορροπία. Το ταξίδι του Μισίμα στην Ελλάδα τον γιάτρεψε από το μίσος που έτρεφε για τον εαυτό του και εμπνεύστηκε το επόμενο βιβλίο του: «Ο Ήχος των Κυμάτων».
Η σεξουαλική ταυτότητα του συγγραφέα
Το 1958, ο Μισίμα παντρεύτηκε τη Γιόκο Σουγιγκιάμα, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Ο γάμος προέκυψε ύστερα από πιέσεις του πατέρα του, ο οποίος ήθελε ο γιος του να τακτοποιηθεί και να γίνει σωστός οικογενειάρχης. Όμως, η προσωπική του ζωή δεν ακολουθούσε τις αυστηρές ιαπωνικές αρχές. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο Μισίμα είχε σεξουαλικές σχέσεις με άντρες, τις οποίες όμως διέψευσε η γυναίκα του μετά τον θάνατό του.
Ένας από τους πιθανούς εραστές του ήταν ο ηθοποιός Ακιχίρο Μαρουγιάμα, που έγινε γνωστός υποδυόμενος γυναικείους ρόλους. Μετά τοΝ θάνατο το Μισίμα, ο συγγραφέας Γίρο Φουκουσίμα, αποκάλυψε ότι διατηρούσε πολύχρονη σχέση με τον Μισίμα. Είναι επίσης γνωστό, ότι ο συγγραφέας επισκεπτόταν gay bar, κυρίως όταν βρισκόταν εκτός της Ιαπωνίας. Ο Αμερικάνος δημοσιογράφος Τόνι Ορτέγκα έγραψε σε αφιέρωμά του για τον Μισίμα, ότι ο Ιάπωνας συγγραφέας του είχε ζητήσει να τον συνοδεύσει σε μια τέτοια έξοδο, όσο τον φιλοξενούσε στην Αμερική.
Στο βιβλίο του, «Εξομολογήσεις μίας Μάσκας», ο Μισίμα έγραψε ότι ένιωσε πρώτη φορά σεξουαλική διέγερση, όταν αντίκρισε μία εικόνα του βασανισμένου Αγίου Σεβαστιανού, από το ζωγράφο Γκουίντο Ρένι. Ο Άγιος ήταν ημίγυμνος, δεμένος σε ένα δέντρο και βέλη προεξείχαν από το κορμί του. Η εικόνα έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση στον συγγραφέα, που φωτογραφήθηκε στην ίδια στάση, πολλά χρόνια αργότερα.
«Νους υγιής εν σώματι υγιεί»
Σε ντοκιμαντέρ του BBC για τη ζωή του Μισίμα, ο ηθοποιός Ακιχίρο Μαρουγιάμα, ο οποίος διατηρούσε σεξουαλική σχέση με το συγγραφέα, δήλωσε ότι ο Μισίμα ήταν εξαιρετικά ανασφαλής με την εξωτερική του εμφάνιση. Το μικρόσωμο, αδύνατο σώμα του δεν ανταποκρινόταν στην επιθυμία του συγγραφέα για την τέλεια ομορφιά, που είναι σταθερό μοτίβο στα έργα του. Εμπνευσμένος από την ομορφιά των αρχαιοελληνικών γλυπτών, ο Μισίμα έγραψε: «Αυτό που θέλω είναι εξυπνάδα που εξισορροπείται από τέλεια φυσική ομορφιά, σαν άγαλμα. Και για να το πετύχω αυτό, χρειάζομαι τον ήλιο. Χρειάζεται να αφήσω τη σκοτεινή σπηλιά που είναι το γραφείο μου».
Ο Μισίμα ξεκίνησε εντατική γυμναστική τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα για να αποκτήσει ρωμαλέο σώμα. Σε αντίθεση με το ιαπωνικό ιδεώδες της μετριοφροσύνης, ο Μισίμα ήθελε να αναδείξει το σώμα του με κάθε ευκαιρία. Συνεργάστηκε με τον φωτογράφο Κίσιν Σινογιάμα, ο οποίος απαθανάτισε το σώμα του συγγραφέα στην πιο τέλεια μορφή του. Οι εικόνες θα έμεναν για πάντα αναλλοίωτες, σε αντίθεση με το σώμα που θα καταστρεφόταν με το πέρασμα του χρόνου. Ο Μισίμα ήταν αποφασισμένος να μη βιώσει ποτέ αυτή τη φυσική παρακμή και υπήρχε μόνο ένας τρόπος να την αποφύγει. Η αυτοκτονία.
«Tatenokai», η ασπίδα του Αυτοκράτορα
Ο Μισίμα αναπολούσε τα περασμένα μεγαλεία των Σαμουράι, τον ηρωικό θάνατο των πολεμιστών και την αφοσίωση στον Αυτοκράτορα της Ιαπωνίας. Η ιδεολογία του χαρακτηρίστηκε ως «παλαιολιθική» από τους σύγχρονούς του και δέχτηκε δριμύτατη κριτική από τους αριστερούς. Μάλιστα, πολλοί υποστηρίζουν ότι έχασε το βραβείο Νόμπελ για το οποίο ήταν υποψήφιος τρεις φορές, λόγω των ακροδεξιών πεποιθήσεών του.
Ο συγγραφέας πίστευε στη θεϊκή υπόσταση του Αυτοκράτορα και ότι η Ιαπωνία έπρεπε να αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Ο φανατισμός του τον οδήγησε στο σημείο να δημιουργήσει δικό του στρατό, που αποτελούνταν από περίπου 80 φοιτητές, οι οποίοι λειτουργούσαν ως προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα. Το όνομα του στρατού ήταν «Tatenokai», δηλαδή «Ασπίδα». Παρά την αφοσίωσή του στον αυτοκράτορα, ο Μισίμα δεν δίστασε να ασκήσει δημόσια κριτική εναντίον του. Την 1 Ιανουαρίου του 1946, ο αυτοκράτορας Χιροχίτο αποποιήθηκε τη θεϊκή του υπόσταση, ύστερα από εντολή των νικητών του β’ παγκοσμίου πολέμου. Ο Μισίμα θεώρησε την πράξη προσβλητική και στα όρια εθνικής προδοσίας, καθώς εκατομμύρια Ιάπωνες είχαν θυσιαστεί στο όνομα του «θεϊκού» αυτοκράτορα.
Ο τελετουργικός θάνατος
Στις 25 Νοεμβρίου του 1970, αφού τα παιδιά του πήγαν σχολείο, ο Μισίμα έφυγε από το σπίτι αποφασισμένος να βάλει ένα θεαματικό και ηρωικό τέλος στη ζωή του. Μαζί με τέσσερα μέλη της «Tatenokai» εισέβαλαν στα κεντρικά του Υπουργείου Άμυνας στο Τόκιο. Κράτησαν τον διοικητή όμηρο και ο συγγραφέας βγήκε στο μπαλκόνι, όπου απεύθυνε λόγο στους στρατιώτες. Τους ζήτησε να εξεγερθούν εναντίον του συντάγματος που επέβαλαν οι Αμερικάνοι και απαίτησε την επιστροφή στην αυτοκρατορική Ιαπωνία. Ήταν ένα συμβολικό πραξικόπημα, το οποίο ουσιαστικά λειτούργησε ως δικαιολογία για βρει ο Μισίμα τον ηρωικό θάνατο που τόσα χρόνια επιζητούσε.
Ο συγγραφέας ολοκλήρωσε την ομιλία του και επέστρεψε στο δωμάτιο. Γονάτισε και έμπηξε την λεπίδα στην κοιλιά του, ενώ ο σύντροφός του ετοιμάστηκε να τον αποκεφαλίσει, όπως απαιτούσε το τελετουργικό. Ο ρόλος είχε ανατεθεί στον Μασακάτσου Μορίτα, ο οποίος δεν κατάφερε να εκπληρώσει την αποστολή του. Έδωσε το σπαθί του σε τρίτο σύντροφο, τον Χιρογιάσου Κόγκα, ο οποίος αποκεφάλισε τον ετοιμοθάνατο Μισίμα και λίγα λεπτά αργότερα, έδωσε το τελειωτικό χτύπημα και στον Μορίτα, που αυτοκτόνησε με τον ίδιο τρόπο. Οι Ιάπωνες δεν αντιμετώπισαν με συμπάθεια το θάνατο του Μισίμα. Ένιωσαν ότι με τη εμμονή τους στις ιαπωνικές παραδόσεις, ο συγγραφέας δυσφήμησε τη χώρα, που προσπαθούσε να εκσυγχρονιστεί και να συμβαδίσει με τις χώρες της Δύσης.