Ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής με υποδέχεται στο καμαρίνι της μουσικής σκηνής Kremlino, λίγες ώρες πριν ανέβει στη σκηνή. Προτού καθίσω στον κόκκινο καναπέ, τον ρωτάω πώς…
του φαίνεται ο χώρος. «Υπέροχος!» μου λέει, «καιρό πέρναγα από την περιοχή και έπινα τα ουζάκια μου, τον καφέ μου, αλλά δεν είχα μπει ποτέ μέσα. Έπαθα την πλάκα μου μόλις μπήκα! Θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για το πώς ανταποκρίθηκε ο Πειραιάς».
Η εμφάνισή του την περασμένη εβδομάδα ήδη πήγε πολύ δυνατά, με το μαγαζί να είναι γεμάτο.
«Η πατρίδα μας έχει βγάλει τεράστιους δημιουργούς, κορφές, βουνά, πλαγιές, και τι δεν έχει βγάλει» λέει. «Πάνω απ’ όλους βρίσκεται ο μεγάλος Τρικαλινός, ο Βασίλης Τσιτσάνης». Είναι ο άνθρωπος που όταν ο Γιώργος Μαργαρίτης ήταν μόλις 13 χρόνων εντόπισε το ταλέντο του και τον ενθάρρυνε να πάει να τον βρει στην Αθήνα μόλις περνούσαν λίγο τα χρόνια. «Εγώ στα 13 μου δεν είχα δει ακόμη μπουζούκι. Τότε είχα την τύχη να έχω μπροστά μου τον Τσιτσάνη, στη λεωφόρο Λαρίσης στα Τρίκαλα, στο καφενείο που είχαν τα αδέρφια του. Ήτανε Πάσχα, θυμάμαι, και ο Τσιτσάνης ξεκρέμασε το μπουζούκι του και έπαιξε τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”. Μα τι ευγενικό παίξιμο ήταν αυτό! Ακόμη θυμάμαι πώς χτύπαγε τη χορδή του μπουζουκιού με το δεξί χέρι. Ακριβώς στην ένταση που χρειαζότανε. Κι έβγαζε έναν ωραίο, γλυκό ήχο!». Ο Τσιτσάνης αλλά και οι περισσότεροι της γενιάς του δούλευαν πολύ πάνω στο τραγούδι. «Έζησα τον μεγάλο Τρικαλινό από κοντά, βρισκόμασταν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80».
Ο Τσιτσάνης και τ’ αηδόνια
Οι παλιοί είχαν άλλα βιώματα, είχαν ζήσει με στερήσεις και πόνο και αυτό πέρασε μέσα στο τραγούδι τους. Τον ρωτάω αν μπορεί να γεννηθεί λαϊκό τραγούδι χωρίς πόνο και τι γνώμη έχει για τη σύγχρονη παραγωγή. «Και σήμερα βγαίνουν καλά τραγούδια. Τα πάντα είναι του λαού. Οι καινούργιοι έχουν άλλα βιώματα, έχουν τον δικό τους δρόμο. Θα κριθούν από τη γενιά τους. Εγώ είμαι άλλης γενιάς. Δεν έχω απαίτηση οι καινούργιοι να τραγουδάνε με τον τρόπο που τραγουδάω εγώ. Εγώ βλέπω ότι μια χαρά είναι τα πράγματα». Ποτέ δεν ρώτησαν τον Γιώργο Μαργαρίτη ως παιδί τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει. «Το ξέραν από όταν ήμουν πολύ μικρός. Κι εγώ το ήξερα. Εγώ δέκα χρονών καλωσόριζα τους μουσικούς της εποχής εκείνης όταν ερχόντανε να παίξουν στο χωριό σε γιορτές και γλέντια. Το είχα από μικρός μέσα μου και όσο περνάν τα χρόνια μεγαλώνει κι άλλο. Εχω μια δεκαετία τώρα που το αμάξι μου το έχω κάνει στούντιο. Τη μια βδομάδα, για παράδειγμα, ακούω το έργο του Τσιτσάνη, την άλλη βδομάδα τον Μάρκο, τον Παπαϊωάννου, τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, όλους τους μεγάλους. Δεν αφήνω λεπτό που να μην το εκμεταλλευτώ».
Τον ρωτάω αν τραγουδάει μέσα στο αυτοκίνητο. «Παντού τραγουδάω. Και τώρα που μιλάμε μπορεί να μου έρθει να σας πω ένα ρεφρέν. Γιατί τι είναι ένας τραγουδιστής; Αηδόνι είναι. Και τα αηδόνια τραγουδάνε όποτε το νιώσουν μέσα τους. Στο πουλάκι δεν μπορείς να πεις “κελάηδησέ μου τώρα”, έχει τις δικές του στιγμές. Άσχετα τώρα αν το βράδυ που τραγουδάμε έχουμε κέφια ή δεν έχουμε. Εκεί όμως τι συμβαίνει; Παίζουν τα όργανα. Και μας αναστατώνουνε, η μουσική μας αναστατώνει» λέει.
Δεν υπάρχει κακός άνθρωπος
Τον ρωτάω αν έπειτα από τόσα χρόνια έχει άγχος στην πίστα. «Κάποιες φορές έχω. Συνήθως το πρώτο και το δεύτερο τραγούδι φεύγουν χωρίς καν να σκέφτομαι πού βρίσκομαι. Μόλις τελειώσουν τα τραγούδια αυτά, αμέσως αντιλαμβάνομαι ότι είμαι μέσα σε κόσμο» (γελάει). Του ζητάω να μου πει δυο κουβέντες για τους ανθρώπους που κάθονται στα πίσω τραπέζια. «Είναι αυτοί που δεν μπορούν να κάνουν “ζημιά”, να σπάσουν πιάτα, να στείλουν λουλούδια. Εγώ δεν κοιτούσα ποτέ στα πρώτα τραπέζια, από την αρχή της καριέρας μου. Και πολλές φορές οι μπροστινοί κάνανε παράπονα στους επιχειρηματίες. “Μα τι είναι αυτό που μας κάνει;” λέγανε “Τραγουδάει και κλείνει και τα μάτια, τα λέει για πάρτη του, δεν μας δίνει σημασία”. Εγώ όμως είχα τα δικά μου, δεν τα είχα με κανέναν, γι’ αυτούς ήμουν εκεί άλλωστε. Και για τα μπροστινά και για τα πίσω τραπέζια. Μια φορά θυμάμαι ήτανε ένας Κύπριος και καθότανε στο πρώτο τραπέζι. Είχε πολλά λεφτά, χαλούσε. Δεν του έδινα σημασία όμως. Μια μέρα ήρθε στο μαγαζί κρατώντας μια εφημερίδα. Την ώρα που βγήκα να τραγουδήσω την άνοιξε και άρχισε να διαβάζει. Την άλλη μέρα του πήγα εγώ την εφημερίδα. Δεν τη διάβασε. Ε, τι να έκανα, αφού ο άνθρωπος ήθελε να διαβάσει, να του χαλάσω το χατίρι;» λέει γελώντας. Τον ρωτάω αν θυμώνει ποτέ σοβαρά. Και αν βρίζει. Του λέω ότι όπως τον βλέπω μου δίνει την αίσθηση ότι ακόμη κι αν βρίζει θα πρέπει να γελάει ταυτόχρονα. «Άνθρωπος είμαι. Κι εγώ μπορεί να πω κάτι».
Όλα αυτά τα χρόνια δεν τον έχω ακούσει να βγάζει πικρία δημοσίως. Πώς αντιμετωπίζει την αδικία; «Πιστεύω ότι δεν υπάρχει κακός άνθρωπος. Μπορεί να βγαίνουν καμιά φορά κακίες από τις δύσκολες καταστάσεις. Κάθε φορά σκέφτομαι ότι κάτι που είπε ή έκανε κάποιος ίσως να μην το σκέφτηκε καλά. Ίσως να έτρεχε αλλού ο νους του. Αυτά περνάνε από το μυαλό μου και λέω άσ’ τον. Αν μπορώ να διορθώσω μια κατάσταση, έχει καλώς, αν δεν μπορώ πάμε παρακάτω». Μπορεί κι εκείνος όμως να έχει αδικήσει κόσμο. «Δεν μπορώ να θεωρήσω τον εαυτό μου εξαίρεση» τονίζει. «Αν έκανα κάτι όμως, πάω να ζητήσω συγγνώμη. Κάποτε αντάλλαξα κουβέντες με έναν μουσικό. Το συνάντησα το παλικάρι αυτό μετά από δέκα χρόνια, του ζήτησα συγγνώμη. Εγώ άμα αλλάξω κουβέντες με κάποιον δεν μπορώ να κοιμηθώ τη νύχτα. Μπορεί να μην είμαι καλά για μια δυο βδομάδες».
Από τη Γούβα στην Κηφισιά
Η πρώτη φορά που άκουσα τη φωνή του Μαργαρίτη ήταν όταν ήμουν τεσσάρων χρόνων, την εποχή που οι λαϊκές συνοικίες σαν το Μπραχάμι, όπου μεγάλωσα, αναστέναζαν με το «Εσύ μου μιλάς στην καρδιά μου». «Από το Μπραχάμι είσαι εσύ; Απαπα! Δικά μου είναι όλα αυτά τα μέρη. Η Γούβα, ο Άγιος Αρτέμης ήταν η πρώτη μου συνοικία, πήγα μετά στον Υμηττό, στη Χαραυγή, στη συνέχεια στον Άγιο Σώστη, από κει στην Άνω Δάφνη, πλατεία Καλογήρων. Αυτά όλα τα μέρη δεν τα ξεχνάω. Μετά πήγα στη Γλυφάδα». Τον ρωτάω πώς βρέθηκε στην Κηφισιά, όπου ζει τώρα. «Το σπίτι μου είναι στην Κηφισιά, αλλά συχνάζω στα μέρη που βρίσκονται οι φίλοι μου από τα παλιά, στον Πειραιά, στα Πετράλωνα, στη Γλυφάδα, στο Παλαιό Φάληρο. Γνωστός έγινα στο Φάληρο. Στην Κηφισιά πήγα τυχαία. Εκεί ζούσε ένας πολύ σπουδαίος συνθέτης, ο Βασίλης Βασιλειάδης, που δεν είναι πια ανάμεσά μας, και έκανα μαζί του ένα δίσκο. Και μου λέει μια μέρα “ρε Γιώργο, έλα κοντά μας” κι έτσι έγινε. Εκεί είναι το σπίτι μου, εκεί κοιμάμαι. Δεν συχνάζω όμως εκεί, όλη μέρα λείπω». Τον ρωτάω αν έχει πρόβλημα με τους Κηφισιώτες. «Τι πρόβλημα να έχω; Μια χαρά είναι ο κόσμος. Απλώς δεν έχω πολλούς φίλους εκεί. Μην φανταστείς ότι στην Κηφισιά υπάρχουν ΤΑ λεφτά. Κι εκεί κοσμάκης είναι».
Στη μεγάλη επιτυχία είναι πολύ εύκολο να καβαλήσει κανείς το καλάμι. Τι συνέβη στην περίπτωσή του; «Εγώ δεν έγινα είκοσι χρονών γνωστός όπως έγιναν άλλοι συνάδελφοί μου. Εγώ ήμουνα τριάντα πέντε χρονών όταν έγινα γνωστός. Μπορεί να πέρασα κι εγώ από αυτό σε κάποιες στιγμές, δεν θεωρώ τον εαυτό μου εξαίρεση σε τίποτα. Αλλά μπορεί να ήταν πιο λίγο. Υπάρχουν καλλιτέχνες που καβαλήσανε το καλάμι και το πήραν και μαζί τους και άλλοι που καβαλήσανε το καλάμι και κάποια στιγμή την πήραν χαμπάρι και επανήλθαν».
Πάντα εκτός μηχανισμού
Όλα αυτά τα χρόνια δίνει την αίσθηση ότι παρά την επιτυχία του δεν είναι μέρος κανενός συστήματος. «Δεν τα ξέρω ακόμα αυτά, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω» λέει γελώντας. «Κάποιοι βαδίσανε μέσα στον μηχανισμό και τα καταφέρανε. Μπράβο τους. Ωστόσο αυτοί που γράψανε με χρυσά γράμματα την ιστορία ήτανε εκτός μηχανισμού». Η κουβέντα πηγαίνει στον Καζαντζίδη. «Υπάρχει και μια φωτογραφία που είμαστε μαζί. Αυτή η φωτογραφία έχει τη σημασία της. Αν παρατηρήσεις, ο Στέλιος είναι στενοχωρημένος. Εκείνη την ημέρα η μάνα του ήταν στο νοσοκομείο. Εγώ ήμουν λίγο πιο χαρούμενος, γιατί μόλις τον είχα γνωρίσει. Πολλές φορές ανταμώσαμε με τον Στέλιο. Προτού προλάβω να πάω εγώ σπίτι του ήρθε αυτός στο δικό μου. Τότε έμενα Καυκάσου 112, στην Κυψέλη. Ξέρετε σε πολλά σπίτια τραγουδιστών να έχει πάει ο Στέλιος; Εγώ τότε δεν ήμουν καν Μαργαρίτης, ήμουν ένα παιδί που είχε κάνει δυο δίσκους. Άρα κάτι είχε δει σε μένα και ήρθε. Με πήρε τότε και πήγαμε και φάγαμε στην Καισαριανή σε έναν φίλο του. Εκεί μας έβγαλε κι ένας φωτογράφος τη φωτογραφία. Και είναι αληθινή, γιατί αν παρατηρήσεις απάνω στο τραπέζι έχει αλατιέρες. Εμείς τρώγαμε και πίναμε στ’ αλήθεια εκείνη τη μέρα, όχι σαν άλλους που κάνουν αντάμωμα σε τραπέζι χωρίς αλατιέρες» (γελάει).
Αυτό που δίνει δύναμη στον Γιώργο Μαργαρίτη είναι η αγάπη που παίρνει απλόχερα από τον κόσμο. «Μου περισσεύει η αγάπη. Και το τραγούδι μού δίνει δύναμη φυσικά. Το αγαπώ πάρα πολύ. Το τραγούδι σε ταξιδεύει, διώχνει πράγματα από μέσα σου. Πολλές φορές σε μαραζώνει κιόλας. Χρειάζεται κι αυτό όμως». Όλη η προσοχή του αυτό τον καιρό είναι στη νέα δισκογραφική δουλειά που μόλις ολοκλήρωσε και θα κυκλοφορήσει σε λίγους μήνες και γι’ αυτό οι ζωντανές εμφανίσεις του θα είναι περιορισμένες. Μιλάμε για τις δυσκολίες που βιώνουμε όλοι με την οικονομική κρίση, τον αντίκτυπό της στη νύχτα αλλά και τις νέες γενιές που ξενιτεύονται για ένα καλύτερο μέλλον.
Η κουβέντα φτάνει σε ένα τραγούδι σε μουσική που συνέθεσε ο Θόδωρος Δερβενιώτης –σε στίχους Θάνου Σοφού- πριν από είκοσι χρόνια το οποίο περιγράφει τη σημερινή κατάσταση: «Ο Στράτος ψάχνει μέρα νύχτα για δουλειά/ από την Κρήτη ως τη Νέα Ιωνία./ Έχει διπλώματα και τίτλους μια αγκαλιά/ μα δυστυχώς ζει συνεχώς στην ανεργία. / Θα φύγει, σ’ αυτή τη λύση καταλήγει. / Η Γερμανία όμως τόνε πνίγει/ η ξενιτιά είναι βαριά, του φέρνει ρίγη./ Αλλά θα φύγει, θα φύγει, θα φύγει./ Ο Στράτος έχει τα προβλήματα βουνά / Ψάχνει παντού αλλά δεν βρίσκει μία θέση / Τα όνειρά του έχουν πέσει στο κενό / Αλλά θα φύγει μακριά κι ας μην του αρέσει». Κλείνοντας την κουβέντα τον ρωτάω τι είναι αυτό που μετράει πιο πολύ στη ζωή. Τα μάτια του γλυκαίνουν. «Η ανθρωπιά» απαντά.