Στον απόηχο των τελευταίων απεργιακών κινητοποιήσεων των οργανώσεων της ΓΣΕΕ, αλλά και του σχολιασμού τους, μέσω tweet, από τον πρωθυπουργό, είναι κάτι περισσότερο από εμφανές ότι η εκάστοτε εκτελεστική εξουσία θεωρεί ανταγωνιστές της τις ανώτατες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Και ο ανταγωνισμός αυτός γίνεται με επιχειρήματα που υπονομεύουν τους θεσμούς και τη λειτουργία τους, στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Στο νομοσχέδιο που τιτλοφορείται «αναπτυξιακό», υπάρχουν διατάξεις που αφορούν εργασιακά ζητήματα, και ήταν αναμενόμενο ότι τα συνδικάτα θα αντιδράσουν, καθώς, αν έρθει με αυτή τη μορφή προς ψήφιση στη Βουλή, κάθε άλλο παρά «φιλεργατικό» νομοσχέδιο θα είναι. Η κυβέρνηση, για την «ενίσχυση της επιχειρηματικότητας» και «την προσέλκυση των επενδύσεων», αναβαθμίζει όλες τις αντεργατικές και μνημονιακές ρυθμίσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων, τις οποίες είχε υπογράψει (χωρίς να νομοθετήσει) και η απελθούσα κυβέρνηση. Παρεμβαίνει στο συλλογικό εργατικό δίκαιο, στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και πειραματίζεται στην πλάτη των συνδικάτων, σε μια ήδη απορρυθμισμένη και ταλαιπωρημένη αγορά εργασίας. Και όλα αυτά σε ένα ασαφές και αόριστο σχέδιο νόμου που μεταθέτει-αναθέτει την «αποσαφήνιση» όλων των ζητημάτων στον υπουργό Εργασίας μετά την ψήφισή του.
Την ίδια στιγμή, σχεδόν αντιφατικά με τα όσα διακηρύσσονται εξ ονόματος της «ελεύθερης αγοράς», η κυβέρνηση κρατάει για λογαριασμό της τη δυνατότητα αύξησης του κατώτατου μισθού με κυβερνητική απόφαση και όχι μέσα από μια εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας με συμφωνία των κοινωνικών εταίρων. Δεν είναι δυνατόν να επιμένεις σε έναν τέτοιο κρατισμό και να μην επιτρέπεις να μπει τάξη, δηλαδή να ρυθμιστεί μια αγορά εργασίας η οποία κυριαρχείται από φθηνά αμειβόμενους εργαζομένους, χωρίς ωράριο εργασίας, με αποδυναμωμένη τη συλλογική τους προστασία και το βασικό μέσο συλλογικής τους δράσης, δηλαδή την απεργία, απέναντι σε μειώσεις μισθών και αφαίρεση δικαιωμάτων, με ατομικές συμβάσεις ή με επιχειρησιακές ΣΣΕ. Ενώσεις προσώπων να στήνονται και να διαλύονται μόνο για την υπογραφή δυσμενών επιχειρησιακών ΣΣΕ, με πολύμηνες καθυστερήσεις μισθών, με κακές συνθήκες εργασίες και εργατικά ατυχήματα, με συνθήκες εργασιακής εκμετάλλευσης σε τομείς, όπως ο αγροτικός –που μόνον η συλλογική δράση μπορεί να προστατεύσει τους εργαζομένους– με απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και εκχώρηση δικαιώματος ανταπεργίας στους εργοδότες σε περιβάλλον αναδιαρθρώσεων και ιδιωτικοποιήσεων του εθνικού πλούτου της χώρας.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το οργανωμένο και υπεύθυνο συνδικαλιστικό κίνημα έχει να αντιμετωπίσει και εσωτερικούς εχθρούς, οι οποίοι σπεύδουν σε κάθε ευκαιρία να βάλουν «τρικλοποδιές». Ο συνδικαλιστικός βραχίονας του ΚΚΕ, δηλαδή το ΠΑΜΕ, έσπευσε να εκμεταλλευθεί το κενό που προκάλεσε με τις βιαιοπραγίες, τους τραμπουκισμούς και τη διάλυση των συνεδρίων της ΓΣΕΕ, ώστε να εμφανιστεί ως εργολάβος-εκπρόσωπος της εργατικής τάξης της χώρας. Ετσι έγινε με τη σύγχυση και την κοινωνική απαξία που προκάλεσε η «ζωντανή» δυσφήμηση των συνδικάτων και των κινητοποιήσεών τους. Τίποτα δεν είναι τόσο απλό, τίποτα δεν γίνεται άδολα. Οι ίδιοι, με περίσσιο θράσος, τολμούν να μιλούν για συλλογικές συμβάσεις και συνδικάτα, όταν ποτέ δεν έχουν υπογράψει έστω και μία ΣΣΕ και με βία διαλύουν συνέδρια συνδικάτων. Ενας περιφερόμενος –πλην όμως οργανωμένος και καλά εκπαιδευμένος– κομματικός στρατός είναι, που, ανάλογα με την «περίσταση», εναλλάσσουν τους μανδύες του εργάτη, του αγρότη, του μικρομεσαίου, του κομματικού στρατιώτη. Αυτοί δεν νομιμοποιούνται να διεκδικούν τη μοναδική αυθεντική έκφραση των εργαζομένων. Τέτοια νομιμοποίηση κατοχυρώνουν μόνον όσοι παράγουν πρακτικά αποτελέσματα για την καθημερινότητα και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Και κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται μόνο μέσα από τη βάσανο των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας, σε εθνικό, κλαδικό-ομοιοεπαγγελματικό και επιχειρησιακό επίπεδο.
Εμείς, το οργανωμένο, υπεύθυνο και μη κομματικά χειραγωγούμενο συνδικαλιστικό κίνημα, δεν θα περιοριστούμε μόνο στον κοινωνικό ακτιβισμό, όπως κάνει το ΠΑΜΕ. Θα συνεχίσουμε να κάνουμε παρεμβάσεις και στην κυβέρνηση και στα κόμματα και στις επιτροπές εντός του Κοινοβουλίου, προκειμένου, αν δεν καταφέρουμε να αποσυρθεί, να κάνουμε σοβαρές παρεμβάσεις και να σώσουμε ή να θεραπεύσουμε ζητήματα που θα ήταν τεράστιες και ανυπόφορες πληγές για τους εργαζομένους και τα συνδικάτα. Οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις δυστυχώς βρίσκονται υπό τη δαμόκλειο σπάθη και του νομοσχεδίου που ψηφίζεται όσον αφορά την επέκτασή τους. Αν οι ΣΣΕ δεν επεκτείνονται, οι εργοδότες θα αυθαιρετούν και θα γίνεται ανταγωνισμός μέσω του κόστους εργασίας. Επιβάλλεται να είναι πολύ αυστηρό και όχι χαλαρό το πλαίσιο για τις διαβόητες ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις, για να μπορεί να εξαιρείται μια επιχείρηση όταν βρίσκεται σε διάσωση και να απαγορεύεται κάθε είδους απόλυση. Για τον ΟΜΕΔ, ζητάμε να τηρηθεί το Σύνταγμα και η απόφαση του ΣτΕ του 2014. Η πρόταση της κυβέρνησης δεν λαμβάνει υπόψη της την απόφαση αυτή. Και, τέλος, προτείνουμε τα μέτρα που αφορούν την εσωτερική λειτουργία των συνδικάτων, όπως μητρώα και ηλεκτρονικές ψηφοφορίες, να κατατείνουν πραγματικά σε διαφάνεια και όχι αυτά που προωθεί το νομοσχέδιο, τα οποία είναι εντελώς ανεπεξέργαστα. Είναι απαίτηση να οδηγηθούμε σε ένα συνδικαλιστικό βιβλιάριο, ώστε τότε να υπάρχει πλήρως εξυγιασμένη η λειτουργία του συνδικαλιστικού κινήματος. Και τότε θα δούμε ποιοι είναι οι πραγματικοί εργαζόμενοι συνδικαλιστές και ποιοι οι εγκάθετοι και μισθωμένοι κομματικοί υπάλληλοι.
Και κλείνοντας την παρέμβασή μου. Η ΓΣΕΕ πρέπει να κάνει εκλογικό συνέδριο και να αναδείξει τη νέα ηγεσία της. Είμαστε συντεταγμένη νόμιμη δημοκρατική οργάνωση και το να πραγματοποιηθεί το συνέδριο είναι πρωτίστως ζήτημα δημοκρατίας. Αυτό που επετράπη, με την πολιτική ανοχή, αν όχι με την «κάλυψη», της προηγούμενης κυβέρνησης να γίνει είναι μεγάλη ντροπή για τη χώρα μας. Ενας κομματικός βραχίονας, με μισθωμένους ανθρώπους και κομματάρχες, να διαλύουν συνέδρια, να δέρνουν και να στέλνουν στα νοσοκομεία εκλεγμένους εκπροσώπους των εργαζομένων, δεν τιμά μια δημοκρατικά ευνομούμενη ευρωπαϊκή χώρα. Υπάρχουν οι νόμοι, υπάρχουν καταστατικά, και όποιος έχει ενστάσεις μπορεί να προσφύγει στη Δικαιοσύνη. Διαφορετικά, πιστέψτε με, είναι εύκολο να αντιπαρατεθούν τέτοιου είδους «δυνάμεις». Εμείς δεν το θέλουμε. Η βία και το «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» είναι πέρα και έξω από τον δικό μας αξιακό χάρτη.
* Ο κ. Γιάννης Παναγόπουλος είναι πρόεδρος της ΓΣΕΕ.
Έντυπηkathimerini.gr