Η ελληνική οικονομία δεν ενσωματώνει αποτελεσματικά την παραγωγική γνώση (δηλαδή, δεν παράγουμε σύνθετα και διαφοροποιημένα προϊόντα).
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Η πολύχρονη δημοσιονομική προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας οδήγησε στον περιορισμό των ελλειμμάτων που συνέβαλαν στον εκτροχιασμό της οικονομίας. Με αστοχίες στον σχεδιασμό των προγραμμάτων και με επώδυνα πισωγυρίσματα στην εφαρμογή τους (που το 2015 έφθασαν στο όριο της χρεοκοπίας) –και πάντοτε με τις επώδυνες θυσίες των πολιτών– η Ελλάδα μπορεί την επόμενη μέρα να σχεδιάσει το μέλλον της με αισιοδοξία. Ωστόσο, αυτό σε καμία περίπτωση δεν εγγυάται την επιτυχή συμμετοχή της χώρας στο νέο και εξαιρετικά ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον. Η εκτιμώμενη επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης του ΑΕΠ μετά το 2022 (ελάχιστα μεγαλύτερων του 1%), σε συνδυασμό με τις παραμένουσες, ενίοτε δε οξυμένες, κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης, καθώς και οι νέες προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας (με σημαντικότερη αυτή των αρνητικών δημογραφικών τάσεων), μας επιβάλλει να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τα τέσσερα ελλείμματα που καθηλώνουν την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας.
Πρώτον, το έλλειμμα καινοτομίας. Η ελληνική οικονομία δεν ενσωματώνει αποτελεσματικά την παραγωγική γνώση (δηλαδή δεν παράγουμε σύνθετα και διαφοροποιημένα προϊόντα), οι επιχειρήσεις μας δεν συμμετέχουν επαρκώς στις ευρωπαϊκές και διεθνείς αλυσίδες αξίας. Απαιτείται η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος (με κύριο εργαλείο τα φορολογικά κίνητρα) και με στόχο την προώθηση συνεργειών και τη στήριξη επενδύσεων στην έρευνα και ανάπτυξη.
Δεύτερον, το έλλειμμα απασχολησιμότητας, το οποίο συνδέεται με τα ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά απασχόλησης (μόλις 54,9% έναντι 68,4% στις χώρες του ΟΟΣΑ), την καταγεγραμμένη αναντιστοιχία ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων και την εργασιακή περιθωριοποίηση του πρεκαριάτου. Τα παραπάνω αποτελούν οδηγό για την αναβάθμιση των εργασιακών δεξιοτήτων και την ενίσχυση των πρακτικά ανύπαρκτων ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης (καλύπτουν μόλις το 0,3% του εργατικού δυναμικού).
Τρίτον, το έλλειμμα συνοχής και κοινωνικής προστασίας. Σήμερα η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μπροστά μόνο από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, στην κατηγορία του κινδύνου της φτώχειας (ειδικά της παιδικής) και του κοινωνικού αποκλεισμού (35,6% των Ελλήνων πολιτών). Παράλληλα, οι ανισότητες διευρύνονται, ενώ η περιφερειακή οικονομική και κοινωνική συνοχή αδυνατίζει (το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Αττική είναι το διπλάσιο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης). Απαιτούνται στοχευμένες δράσεις περιορισμού της φτώχειας (pro-poor growth policies), με ιδιαίτερη έμφαση στη στήριξη των νέων οικογενειών (η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση στον ΟΟΣΑ ως προς το ποσοστό των ανθρώπων που βλέπουν τα εισοδήματά τους να μειώνονται μετά τη γέννηση των παιδιών τους).
Τέταρτον, το θεσμικό έλλειμμα. Είναι επιτακτική ανάγκη η ανασυγκρότηση των θεσμών της οικονομίας και της πολιτείας (η Ελλάδα υποχωρεί διαρκώς σε βασικούς δείκτες της «καλής διακυβέρνησης»), μαζί με το κατάλληλο προσωπικό παράδειγμα της πολιτικής ηγεσίας (άνευ σχολιασμού). Η κοινωνική εμπιστοσύνη αποτελεί όχι μόνο συστατικό στοιχείο ευνομούμενης κοινωνίας αλλά και καθοριστικό παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης.
Περιττεύει βέβαια να επισημάνουμε ότι η επιτυχής κάλυψη των παραπάνω ελλειμμάτων προϋποθέτει επαρκή μεταρρυθμιστική βούληση, αλλά και ευρύτερες δυνατές κοινωνικές συναινέσεις, αναπτυξιακές προτεραιότητες και στοχευμένες δημόσιες πολιτικές. Γνωρίσματα που, το δίχως άλλο, μας έλειψαν τα τελευταία χρόνια. Η αποκατάστασή τους στη διακυβέρνηση του τόπου θα μας βοηθήσει να ανοίξουμε έναν νέο ενάρετο κύκλο ευημερίας για όλους.
* Ο κ. Δημήτρης Σκάλκος είναι σύμβουλος του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας σε ζητήματα οικονομικών της ανάπτυξης.
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr
Use Facebook to Comment on this Post