O Ηράκλειος κατά το σχεδιασμό των πολεμικών του επιχειρήσεων γνώριζε ότι το αδύνατο σημείο της στρατηγικής του ήταν η προστασία της Πόλης από τους αναξιόπιστους Αβάρους σε συνδυασμό και με τις κινήσεις αντιπερισπασμού των Περσών.
Οι Άβαροι σχεδίαζαν επί μεγάλο χρονικό διάστημα την κατάκτηση της βυζαντινής πρωτεύουσας και δεν πτοήθηκαν ούτε από την αποτυχία να εξουδετερώσουν τον Βυζαντινό αυτοκράτορα το 617 μΧ.
Παρά τις μεγάλες χορηγίες που έλαβε το 619 από τη βυζαντινή πλευρά (ετήσιο φόρο ύψους 200.000 χρυσών νομισμάτων και επιφανείς ομήρους), ο φιλόδοξος χαγάνος των Αβάρων δεν σταμάτησε τις μεγάλης κλίμακας προετοιμασίες για την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Εκμεταλλευόμενοι τις δυσκολίες των Βυζαντινών στο ανατολικό μέτωπο, όπου βρισκόταν ο Ηράκλειος από το 622, οι Αβάροι αθέτησαν τη συμμαχία με τους Βυζαντινούς και από κοινού με τους Πέρσες αποφάσισαν να πολιορκήσουν τη βυζαντινή πρωτεύουσα.
Στις αρχές Ιουνίου 626 εμφανίσθηκαν πρώτα μπροστά στη Χαλκηδόνα, στις μικρασιατικές ακτές του Βοσπόρου, τα στρατεύματα του Πέρση στρατηγού Σαρβαραζά (Shahrbaraz). Αναμένοντας την άφιξη του χαγάνου, ο Σαρβαραζάς πυρπόλησε τα προάστια της Χαλκηδόνος, εκκλησίες και πολυτελείς επαύλεις.
Την Κυριακή, 29 Ιουνίου 626, η εμπροσθοφυλακή των Αβάρων, η οποία αριθμούσε περί τους 30.000 άνδρες, κατέφτασε στρατοπεδεύοντας στην περιοχή Μελαντιάδα, δίπλα στη θάλασσα του Μαρμαρά. Ο υπόλοιπος όγκος της ορδής (περίπου 80.000) αφίχθη στις 29 Ιουλίου.
Ο Άβαρος χαγάνος διέταξε το στρατό του να παρελάσει πλήρως εξοπλισμένος μπροστά από τα τείχη της Πόλης, με σκοπό να εντυπωσιάσει τους Βυζαντινούς και να ρίξει το ηθικό τους.
Την ίδια ημέρα ο βυζαντινός στρατός εγκατέλειψε τα περίχωρα και αποσύρθηκε στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Στην πόλη επικράτησε μεγάλη ταραχή και σημειώθηκαν αντιδράσεις πανικού.
Οι Βυζαντινοί έστειλαν απεσταλμένους στον χαγάνο για να διερευνήσουν τις προθέσεις του και τις απαιτήσεις του, μέσα στα πλαίσια της διπλωματικής πολιτικής.
Στο μεταξύ, ο μάγιστρος Βώνος, ο οποίος είχε επιφορτιστεί τη μέριμνα της πρωτεύουσας από κοινού με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο, με εντολή του αυτοκράτορα Ηρακλείου, άρχισε εσπευσμένες προσπάθειες για την άμυνα της πόλης, ενώ ο Σέργιος προσπαθούσε να καθησυχάσει και να ενθαρρύνει τους πολίτες.
Έγκαιρα ενημερωμένος για τις προθέσεις των Αβάρων, ο Ηράκλειος από τη μακρινή Λαζική, όπου είχε στρατοπεδεύσει με τον στρατό του, απέστειλε μία δύναμη στρατιωτών για να ενισχύσει τη φρουρά της πόλης και έδωσε εντολή για την οργάνωση της άμυνας.
Άβαροι από την ανατολική συνοικία των Συκεών και Πέρσες στη Χρυσούπολη, στη μικρασιατική πλευρά του Βοσπόρου, από κοινού συνεννοούμενοι με σήματα καπνού προέβαιναν σε φωτιές και λεηλασίες, σφίγγοντας τον κλοιό της πολιορκίας.
Οι Άβαροι μάλιστα εντόπισαν και κατέστρεψαν το υδραγωγείο το οποίο προμήθευε με νερό την πόλη. Η ανησυχία κι οι φόβοι στην πρωτεύουσα αυξήθηκαν.
Περιμένοντας τη σύγκρουση, ο μάγιστρος Βώνος επιθεώρησε τους στρατιώτες στα τείχη και έδωσε τις τελευταίες εντολές. Ο πατριάρχης Σέργιος οργάνωσε λιτανεία έχοντας επικεφαλής την εικόνα της Παναγιάς της Οδηγήτριας, για την εμψύχωση των υπερασπιστών της πόλης.
Οι Άβαροι προώθησαν τις πολιορκητικές μηχανές τους, προέβησαν στις τελευταίες προετοιμασίες και άρχισαν να σφυροκοπούν τα τείχη. Είχαν αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στην πολιορκία πόλεων, λόγω των στενών επαφών που είχαν με τους αριστοτέχνες του είδους, τους Κινέζους.
Τα ξημερώματα της 31ης Ιουλίου άρχισε η επίθεση των Αβάρων, την οποία περιγράφει ως αυτόπτης μάρτυρας ο ποιητής Θεόδωρος Σύγκελος σημειώνοντας ότι οι Άβαροι επιτέθηκαν στα τείχη της Πόλης ως βροντές, αστραπές και χαλαζίας.
Στην πρώτη γραμμή είχαν τοποθετηθεί οι ελαφρώς οπλισμένοι Σλάβοι και στη δεύτερη το θωρακισμένο πεζικό των Αβάρων. Ήδη από την πρώτη ημέρα οι επιτιθέμενοι υπέστησαν σοβαρές απώλειες.
Το γεγονός αυτό αναπτέρωσε το ηθικό των υπερασπιστών που πίστευαν ότι τους βοηθούσε η προστάτιδα της Πόλης, η Θεοτόκος.
Την επομένη, την 1η Αυγούστου, οι επιτιθέμενοι συνέχισαν την έφοδο με τη βοήθεια πολιορκητικών μηχανών: προώθησαν στα τείχη δώδεκα ψηλούς ξύλινους πολιορκητικούς πύργους καλυμμένους με δέρματα υψηλούς σχεδόν όσο ήταν τα τείχη.
Όμως οι υπερασπιστές κατόρθωσαν να πυρπολήσουν ορισμένους, αναγκάζοντας τους Αβάρους να αποσύρουν τους υπόλοιπους.
Η αποτυχία της πρώτης επίθεσης δεν πτόησε το χαγάνο, που αποφάσισε να αλλάξει τακτική. Έστειλε διπλωματική αντιπροσωπεία ζητώντας την παράδοση της Πόλης εκβιάζοντας και υπενθυμίζοντας ότι είναι αποκλεισμένη από την Ευρώπη και την Ασία.
Ο Σέργιος και ο Βώνος ήθελαν να κερδίσουν χρόνο. Παράλληλα η οργάνωση της άμυνας και η εμψύχωση του στρατού και του λαού ήταν συνεχής.
Λιτανείες και μετάνοιες λάμβαναν χώρα στις εκκλησίες της Πόλης, ενώ οι εικόνες της Θεοτόκου ήταν στερεωμένες σε κάθε πύλη, για να τις βλέπουν και να εμψυχώνονται οι υπερασπιστές.
Ο πατριάρχης ηγήθηκε πομπής γύρω από τα τείχη, φέροντας την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτρας, ενώ ο λαός ακολουθούσε με βαθιά κατάνυξη. Ιστορίες διαδίδονταν από στόμα σε στόμα ότι η μορφή της Παναγιάς είχε θεαθεί στις επάλξεις, για να προστατεύσει την ιερή της Πόλη.
Στο μεταξύ, βρισκόταν σε εξέλιξη μία νέα διπλωματική προσπάθεια εκ μέρους των Βυζαντινών. Ο χαγάνος προειδοποίησε τη βυζαντινή πρεσβεία ότι, εάν η πόλη δεν τού παραδοθεί, θα καταστρέψει ό,τι βρεθεί στο δρόμο του και απείλησε ότι θα μεταφέρει τα περσικά στρατεύματα στην ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου.
Μάλιστα, παρουσίασε στους Βυζαντινούς τους Πέρσες απεσταλμένους που είχε στείλει ο Σαρβαραζάς. Οι τελευταίοι ισχυρίστηκαν ότι ο στρατός τους είχε πετύχει μεγάλες νίκες στην Ανατολή σε βάρος του στρατού των Βυζαντινών. Ένταση και διαπληκτισμοί επικράτησαν μέσα στη σκηνή του χαγάνου.
Είναι φανερό ότι η από κοινού παρουσία και σύμπνοια Αβάρων και Περσών είχε σκοπό να πανικοβάλλει τους Βυζαντινούς και να κάμψει την οποιαδήποτε ιδέα για αντίσταση.
Οι Βυζαντινοί απέρριψαν το τελεσίγραφο του Αβάρου αρχηγού προσφέροντας ως αντάλλαγμα φόρο υποτέλειας και πλούσια δώρα και εγκατέλειψαν τις διαπραγματεύσεις.
Την ίδια νύχτα κατόρθωσαν να αιχμαλωτίσουν τους Πέρσες απεσταλμένους, οι οποίοι προσπαθούσαν να επιστρέψουν στη Χαλκηδόνα. Ο ένας εκτελέσθηκε επιτόπου και οι άλλοι δύο οδηγήθηκαν στην πόλη.
Το πρωί της επομένης, 3 Αυγούστου, τους ανέβασαν στα τείχη και τους επέδειξαν στους πολιορκητές.
Στον έναν από τους δύο έκοψαν τα χέρια και μετά τον έστειλαν πίσω στους Αβάρους, μαζί με το κεφάλι του απεσταλμένου τον οποίο είχαν σκοτώσει την προηγουμένη, ενώ τον δεύτερο τον οδήγησαν με πλοίο μπροστά στη Χαλκηδόνα, τον επέδειξαν στους Πέρσες και στη συνέχεια τον αποκεφάλισαν και πέταξαν το κεφάλι του στην ακτή.
Την επόμενη στις 3 Αυγούστου ο χαγάνος διέταξε τους Σλάβους να καθελκύσουν τα μονόξυλα τους για να μεταφέρουν 3000 Πέρσες στην ευρωπαϊκή ακτή. Η έλλειψη πολεμικής εμπειρίας στη θάλασσα ήταν το αδύνατο σημείο των Αβάρων.
Ο βυζαντινός στόλος τους έκλεισε το δρόμο, ακολούθησε σύντομη ναυμαχία, που έληξε συντριβή των Σλάβων και των Σασσανιδών. Η νίκη του ανώτερου βυζαντινού στόλου ήταν απόλυτη.
Η αποτυχία ήταν βέβαιο ότι θα εξωθούσε τον Άβαρο Χαγάνο σε βιαστική επιθετική κίνηση που ξεκίνησε το πρωί της 6ης Αυγούστου και διήρκησε μέχρι τη νύχτα της 7ης Αυγούστου.
Οι Άβαροι επιτέθηκαν στα χερσαία τείχη, ενώ οι Σλάβοι με τον εναπομείναντα στόλο τους από την θάλασσα, προσπαθούσαν να ανοίξουν δίοδο και να εισέλθουν στον Κεράτιο.
Και οι δυο επιθέσεις σε στεριά και θάλασσα αποκρούστηκαν με πείσμα και αποφασιστικότητα από τους Βυζαντινούς. Επί πολλές μέρες μετά, έπλεαν στην θάλασσα κουφάρια Σλάβων πολεμιστών και ξύλινα απομεινάρια πλοίων.
Οι ιστορικοί εκείνης της εποχής περιέχουν διηγήσεις στρατιωτών ότι είδαν την Θεοτόκο να στέκεται δίπλα τους και να τους ενισχύει στον αγώνα τους.
Ο χαγάνος, ο οποίος παρακολουθούσε από τον κοντινό λόφο την εξέλιξη της μάχης, πήγε με τα πόδια στη σκηνή του και μέσα στην απόγνωσή και την οργή του άρχισε να χτυπάει το στήθος και το κεφάλι του.
Οι Σλάβοι, φοβούμενοι αντίποινα εκ μέρους των Αβάρων, εγκατέλειψαν τις θέσεις μάχης τους και άρχισαν να διαφεύγουν στα γύρω μέρη. Το ιππικό των Αβάρων ρίχθηκε να τους βρει και ξαφνικά ο χώρος μπροστά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης έμεινε έρημος.
Οι Πέρσες από τη μεριά τους υποχώρησαν και αυτοί διότι είχαν διαδοθεί φήμες ότι ο Θεόδωρος, αδερφός του Ηράκλειου, έφτανε επικεφαλής στρατιωτικής δύναμης αλλά και ότι Τούρκοι είχαν εισβάλλει στις περσικές επαρχίες του Καυκάσου.
Ο Θεόδωρος πράγματι, λίγο αργότερα έφτασε, προσπαθώντας να διασφαλίσει τη θετική εξέλιξη και να ελέγξει την κατάσταση στα βαλκανικά σύνορα της αυτοκρατορίας.
Το πρωί της 8ης Αυγούστου 626 μπροστά από τα τείχη της πρωτεύουσας δεν υπήρχε ούτε ένας στρατιώτης των Αβάρων. Στην Κωνσταντινούπολη επικράτησε ανακούφιση και οι πολίτες επιδόθηκαν σε πανηγυρισμούς. Ακόμα κι αν οι επιχειρήσεις του Ηράκλειου δεν ήταν επιτυχείς, είχε τουλάχιστον επιτευχθεί η σωτηρία της Πόλης.
Τα τείχη της είχαν αντέξει, η υπεροπλία στη θάλασσα είχε επιβεβαιωθεί, η διπλωματική τακτική ήταν η ενδεδειγμένη και η ισχυρή άμυνα αποδείχτηκε σωτήρια.
Οι Άβαροι ποτέ δεν ανέκτησαν πραγματικά τη δύναμή τους μετά από αυτήν την αποτυχία και ο έλεγχός τους πάνω στα ποικίλα φύλα από έναν ευρύτατο χώρο – από την Κεντρική Ευρώπη έως τον Καύκασο – αποδυναμώθηκε σημαντικά.
Μια μεγαλοπρεπής και κατανυκτική Θεία Λειτουργία τελέστηκε στην Παναγία των Βλαχερνών, όπου πρωτοστάτησε ο πατριάρχης Σέργιος. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλε τον λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».
Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Άρα, μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε έτους.
Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», προς τιμή της Παναγιάς αποδίδοντας της τον χαρακτηρισμό «Υπέρμαχος Στρατηγός».
Use Facebook to Comment on this Post