Κατά καιρούς, όμως, ακούμε για άτομα που έχουν πιο ανεπτυγμένες ικανότητες, που μπορούν να «βλέπουν» έξω και πέρα από τον υλικό κόσμο. Αντιλαμβάνονται πράγματα και καταστάσεις χωρίς τη συνδρομή των πέντε γνωστών μας αισθήσεων και κυρίως της όρασης. Αντίθετα, βλέπουν να τους ξετυλίγεται ένας καμβάς εικόνων που ακόμα δεν έχουν λάβει χώρα, που είναι απλά κομμάτια του παζλ του Μέλλοντος. Τι ακριβώς είναι αυτή η ικανότητα; Γιατί μπορούν αυτοί και όχι όλοι εμείς; Πόσο δύσκολο είναι να δούμε πέρα από τον κόσμο μας; Από τι εξαρτάται και πώς επιτυγχάνεται;
Η ικανότητα να βλέπει κάποιος πράγματα, ανθρώπους και γεγονότα που πρόκειται να εξελιχθούν σε μέλλοντα χρόνο καλείται Διόραση. Το άτομο λαμβάνει γνώση αυτών των γεγονότων χωρίς να χρησιμοποιήσει τις γνωστές φυσικές αισθητήριες ικανότητες του. Η διόραση προκάλεσε πολλές διαμάχες στους ακαδημαϊκούς κύκλους αναφορικά με το ποια επιστήμη θα είναι αυτή που θα την στεγάσει. Τελικά το βάρος έπεσε στον κλάδο της Παραψυχολογίας, μιας επιστήμης που δεν τυγχάνει της ίδιας με τις άλλες επιστήμες αποδόχης. Πολλοί είναι εκείνοι που την αποκαλούν ψευδοεπιστήμη και δεν αποδέχονται καν την ύπαρξη των φαινομένων που ερευνά. Με τον ίδιο τρόπο είναι αρκετοί και αυτοί που αμφισβητούν την διορατική ικανότητα. Είναι, όμως, τόσο απλά τα πράγματα;
Η διόραση αποτελεί φαινόμενο που εμπίπτει στην κατηγορία της Υπεραισθητήρια Αντίληψης ή αλλιώς ESP και που με τη σειρά του μελετάται από την Παραψυχολογία. Ο όρος ESP οφείλει τη γέννηση του στον Γερμανό ερευνητή Dr. Rudolf Tischner, ο οποίος και τον πρωτοχρησιμοποίησε στο έργο του Über Telepathie und Hellsehen, Experimentaltheoretische Untersuchungen: Bergmann, Μόναχο 1920 («Τηλεπάθεια και Διόραση, Έρευνα σε θεωρητικό και πειραματικό στάδιο».) Ο ESP χρησιμοποιείται πλέον για να εκφράσει όλα τα παραψυχολογικά φαινόμενα που έχουν άμεση σχέση με τη λειτουργία των αισθήσεων μας. Αντίθετα, φαινόμενα όπως η τηλεκίνηση δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του όρου καθώς σχετίζονται με την κινητική μας λειτουργία.
Τα παρʼ αίσθησην φαινόμενα, λοιπόν, απετέλεσαν το κόκκινο πανί στους επιστημονικούς κύκλους. Ωστόσο, υπήρξαν και ερευνητές που προσπάθησαν να εξηγήσουν τι πραγματικά συνέβαινε με άτομα που υποτίθεται ότι εκδήλωναν τέτοιες ικανότητες. Το 1930 στο Πανεπιστήμιο Duke στην Αμερική ένας ερευνητής, ο J.Rhine προσπάθησε να εισάγει μεθόδους στατιστικής μέτρησης στα φαινόμενα της διόρασης, διαίσθησης και πρόγνωσης. Αν και πάρα πολλά από τα άτομα που έλαβαν μέρος αποδείχθηκε ότι ψεύδονταν, υπήρξαν και κάποιοι που μπορούσαν και μάντευαν χαρτιά σε ποσοστό μεγαλύτερο από τις στατιστικές πιθανότητες. Αυτό, όμως, δεν φάνηκε να τερματίζει τη σκληρή κριτική κατά των φαινομένων της Παραψυχολογίας, καθώς άλλοι όπως ο Shannon και ο μαθηματικός W. Weaver αρνήθηκαν την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων. Στον 21ο αιώνα πια, το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι πως η μάχη ανάμεσα στην Παραψυχολογία και τις άλλες επιστήμες καλά κρατεί. Η διαμάχη μεταξύ της ελαστικότητας της αντίληψης απέναντι στον άτεγκτο ορθολογισμό θα συνεχίσει να μας απασχολεί.
Διόραση: Προσιτή και εφικτή από όλους μας;
Πολλοί ερευνητές που αποδέχονται την ύπαρξη της διόρασης δεν κάνουν λόγο για χάρισμα αλλά για ικανότητα. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη τους, μια επίλεκτη ομάδα ανθρώπων προικισμένων, αλλά όλοι οι άνθρωποι έχουν την δυνατότητα να γίνουν διορατικοί. Συγκεκριμένα, λέγεται πως από τη βρεφική ηλικία ο άνθρωπος είναι διορατικός, αλλά το γεγονός πως μεγαλώνοντας προσαρμόζεται στην κοινωνική πραγματικότητα όπως αυτή τίθεται μέσα στο οικογενειακό και αργότερα και σχολικό περιβάλλον, αμβλύνει την επαφή του με τον Αστρικό Κόσμο, μέχρι που τελικά απομακρύνεται ολοκληρωτικά. Στον Αστρικό Κόσμο θα επιστρέψει αυτοδίκαια μετά το θάνατο του, οπότε και διαχωρίζεται η ύλη του ανθρωπίνου σώματος από το πνεύμα του. Είναι αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες καλούσαν Βασίλειο του Άδη!
Μέσα στους κύκλους της Εκκλησίας το φαινόμενο της διόρασης δεν απορρίπτεται, αλλά χαρίζεται σε ανθρώπους με ασκητική ζωή. Ο κλήρος υποστηρίζει, πως η διορατικότητα είναι το δώρο του Θεού σε αυτούς που ζουν σύμφωνα με τις εντολές Του και που παραμένουν αγνοί στην καρδιά και στο μυαλό. Απαιτείται, λοιπόν, καθαρότητα ψυχής και υποταγή στις θεϊκές εντολές για να δωρίσει αυτή τη δύναμη ο Θεός στον άνθρωπο. Έτσι, κατά την Εκκλησία εξηγείται γιατί μοναχοί με σκληρή προσευχή και ασκητικό τρόπο ζωής έχουν την δυνατότητα να «βλέπουν» πέρα από το παρόν, καθώς αυτοί μόνο έχουν ξεπεράσει το κοσμικό επίπεδο και εξελίσσονται μέσα στο Αστρικό.
Για τους εσωτεριστές, ωστόσο, δεν είναι τόσο μονοδιάστατο το συγκεκριμένο θέμα. Αντίθετα, μια μερίδα τους υποστηρίζει πως όλοι οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα της διόρασης αλλά ως επί το πλείστον σε λανθάνουσα κατάσταση. Ελάχιστοι είναι αυτοί που με προσπάθεια και εξάσκηση κατόρθωσαν να την αφυπνίσουν. Κατά την ίδια άποψη, απαιτούνται τεράστια αποθέματα υπομονής και επιμονής για να γίνει κάποιος απλά διορατικός. Άλλωστε και η διορατικότητα διαβαθμίζεται ανάλογα με την προσπάθεια που ο καθένας έχει καταβάλει.
Πολλοί είναι αυτοί που συγχέουν την διόραση με την Τηλεπάθεια. Ωστόσο, τις χωρίζει μια βασική διαφορά. Στην μεν τηλεπάθεια η πληροφορία μεταδίδεται από το εγκέφαλο του πομπού στον εγκέφαλο του δέκτη. Στη δε διόραση η πηγή των πληροφοριών είναι εξωτερική και μακρινή από κάθε ανθρώπινα προσιτό ερέθισμα. Εδράζεται στο λεγόμενο Αστρικό Επίπεδο.
Εξίσου συχνά η διόραση μπερδεύεται με την Διαίσθηση. Η δύναμη της διαίσθησης είναι και αυτή μια από τις υποκατηγορίες της ESP αλλά αναφέρεται στη δυνατότητα κάποιων ανθρώπων να αισθάνονται γενικότερα κάποια μελλοντικά γεγονότα. Σύμφωνα με θρησκείες, όπως ο Βουδισμός, η διαίσθηση είναι μια από τις ανώτατες κατακτήσεις μέσα από τον Διαλογισμό. Όσοι έχουν φτάσει σε αυτό το επίπεδο, νιώθουν τα κύματα που οι άνθρωποι εκπέμπουμε αναλόγως των συναισθημάτων μας. Υπάρχουν αρκετές διαβαθμίσεις της διαίσθησης και ξεκινούν από το να αντιλαμβάνεται ο δέκτης την κατάσταση υγείας του ατόμου μέχρι και το να βιώνει ξεκάθαρα τα συναισθήματα του άλλου, όπως θυμό, λύπη, απόγνωση, χαρά, ελπίδα, ηρεμία. Η διαφορά της, λοιπόν, από τη διόραση έγκειται στο γεγονός πως η διαίσθηση αφήνει την γεύση ενός πολύ έντονου συναισθήματος, ενώ η διόραση μιας καθαρά όρατης εικόνας μέσα στο μυαλό του δέκτη.
Τέλος, υπάρχει και η λεγόμενη Διακοή. Εντάσσεται και αυτή η ικανότητα στην ομάδα της Υπεραισθητήριας Αντίληψης, αλλά για ορισμένους ερευνητές αποτελεί διακλάδωση της διόρασης. Η διακοή, όπως προκύπτει και από την ετυμολογική της σημασία (διά+ακοή) είναι η δυνατότητα κάποιων ατόμων να αντιλαμβάνονται διάφορα ερεθίσματα με την αίσθηση της ακοής. Αυτά τα ερεθίσματα(ήχοι, φωνές, θόρυβοι) μεταδίδουν τους ηχητικούς παλμούς στον εγκέφαλο, ο οποίος τους επεξεργάζεται και σχηματίζει εικόνα ως προς την πηγή προέλευσης τους. Η διάκριση, βέβαια, από τους πνευματικά ασταθείς που ισχυρίζονται πως «ακούν φωνές» δεν είναι τόσο εύκολη και αυτό συνετέλεσε στην απαξίωση της Διακοής ως ικανότητας.
Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλες ανθρώπινες δυνατότητες που συγχέονται με την διόραση, αλλά θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως η διόραση υπό στενή έννοια αφορά μια συγκεκριμένη αίσθηση, αυτήν της όρασης και δεν εμπλέκονται κατʼ αρχήν άλλες. Παρόλʼ αυτά, είναι αρκετά δύσκολο να περιμένουμε από όλους τους ανθρώπους να βαδίσουν με τον ίδιο τρόπο σε αυτό το μονοπάτι, αφού ακόμα είναι γεμάτο αγκάθια. Πολλές επιστήμες αρνούνται κατηγορηματικά τις παραπάνω δυνάμεις του ανθρώπου.