Η δυσκοιλιότητα, στο μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών που την περιγράφουν, πρόκειται για μία λειτουργική διαταραχή. Ως παράγοντες κινδύνου για τη δυσκοιλιότητα, έχουν περιγραφεί το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, το χαμηλό επίπεδο μόρφωσης των γονέων, η μειωμένη σωματική άσκηση, διάφοροι φαρμακευτικοί παράγοντες, η κατάθλιψη, η αποχή από δραστηριότητες και σεξουαλική επαφή, όπως και στρεσσογόνα επεισόδια κατά τη διάρκεια της ζωής. Σύμφωνα με τα κριτήρια Rome III, το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου (ΣΕΕ) που σχετίζεται με τη δυσκοιλιότητα (IBS-C) χαρακτηρίζεται από κοιλιακή αδιαθεσία σε συνδυασμό με τουλάχιστον δύο από τα παρακάτω τρία συμπτώματα: ανακούφιση μετά από την κένωση, σκληρά κόπρανα, μειωμένη συχνότητα κενώσεων. Πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι η δυσκοιλιότητα μπορεί να είναι δευτερογενής λόγω συγκεκριμένων καταστάσεων, όπως ασθένειες στο παχύ έντερο (στένωση, καρκίνος, πρωκτίτιδα, ραγάδα δακτυλίου), μεταβολικές διαταραχές (υπερασβεστιαιμία, υποθυροειδισμός, σακχαρώδης διαβήτης) και νευρολογικές παθήσεις (νόσος Parkinson, αλλοιώσεις στο νωτιαίο μυελό). Στις περιπτώσεις αυτές καθίσταται επιτακτικός ο έλεγχος του ασθενούς με εξειδικευμένες εξετάσεις (κολονοσκόπηση, εγκάρσιες απεικονιστικές μέθοδοι κ.ά.).
Όσον αφορά στην αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας, αυτή προϋποθέτει την ακριβή διάγνωση και τη συνδυασμένη δράση με απαλοιφή προδιαθεσικών παραγόντων και φαρμακευτική υποβοήθηση. Σαν πρώτο βήμα η αύξηση της ημερήσιας πρόσληψης φυτικών ινών μπορεί να αποφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα, όπως και η χρήση ωσμωτικών φαρμακευτικών παραγόντων (γάλα μαγνησίας, διαλύματα πολυαιθυλενογλυκόλης).
Ανάλογα με το αποτέλεσμα μπορούμε να προσθέσουμε στα ωσμωτικά σκευάσματα και ένα διεγερτικό παράγοντα, όπως η βισακοδύλη ή τα υπόθετα γλυκερίνης. Οι τελευταίοι αυτοί παράγοντες είναι δόκιμο να χρησιμοποιούνται μισή ώρα μετά από το γεύμα, ώστε να επιτυγχάνεται συνεργιστική δράση του φαρμακευτικού σκευάσματος με το γαστρο-κολικό αντανακλαστικό. Περισσότερο σύγχρονα αλλά και σημαντικά ακριβότερα φάρμακα έχουν αναπτυχθεί όπως η προυκαλοπρίδη, η οποία έχει λάβει έγκριση για κυκλοφορία στην χώρα μας. Αποτελεσματικές επίσης φαίνεται ότι είναι οι θεραπείες βιοανάδρασης σε 70% των ασθενών με δυσκοιλιότητα.
Εν κατακλείδι, πρέπει να τονίσουμε ότι η αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας απαιτεί τη συντονισμένη συνεργασία ιατρού, διαιτολόγου και ασθενή για να στεφθεί με επιτυχία και το αποτέλεσμα να διαρκέσει. Η κινητοποίηση του ασθενούς, οι σωστές διατροφικές αλλαγές , τα κατάλληλα διαιτητικά συμπληρώματα και οι φαρμακευτικοί παράγοντες μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα, αρκεί να εξατομικευθεί η προσέγγιση στον κάθε ασθενή.
Πηγη healthier world