Καμπανάκι για την επιτυχή ολοκλήρωση της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης από τους θεσμούς χτύπησε χθες και το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, μια μέρα μετά το δημοσίευμα του Reuters, στο οποίο Ευρωπαίος αξιωματούχος προειδοποιούσε ότι υπάρχει κίνδυνος να χαθεί η δόση του 1 δισ. ευρώ.
Ο επικεφαλής του Γραφείου Φραγκίσκος Κουτεντάκης, παρουσιάζοντας την έκθεση δ΄ τριμήνου 2018 για την ελληνική οικονομία, κατέγραψε το ενδεχόμενο αυτό ως σημαντική εστία αβεβαιότητας για την οικονομία το προσεχές διάστημα, μαζί με τις δικαστικές αποφάσεις για τα αναδρομικά των συνταξιούχων και των δημοσίων υπαλλήλων, που απειλούν με σημαντική δημοσιονομική πίεση.
Οπως είπε, η επιστροφή των κερδών των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών (SMPs και ANFAs), που μαζί με την επιστροφή του επιτοκιακού κέρδους από δάνεια του δεύτερου προγράμματος φτάνει το 1 δισ. ευρώ, είναι κρίσιμη όχι μόνο για να μη χαθούν τα χρήματα, αλλά και για το μήνυμα που θα εκπέμψει κάτι τέτοιο. Επίσης, οι μεταρρυθμίσεις από τις οποίες εξαρτάται η εκταμίευση είναι σημαντικές και πρέπει να γίνουν, είπε, αναφέροντας ενδεικτικά τις προσλήψεις στην ΑΑΔΕ και την επιλογή των γενικών και ειδικών γραμματέων του Δημοσίου.
Για τον δημοσιονομικό κίνδυνο από ενδεχόμενες δικαστικές αποφάσεις που θα δικαιώνουν συνταξιούχους και δημοσίους υπαλλήλους για τα αναδρομικά που διεκδικούν, ο κ. Κουτεντάκης, που έχει διατελέσει και γενικός γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής, εξήγησε ότι το ποσό που θα κληθεί να επιστρέψει το Δημόσιο θα επιβαρύνει δημοσιονομικά το έτος της λήψης της δικαστικής απόφασης, εφόσον την αποδεχθεί το Δημόσιο, ακόμη και αν επιμεριστεί η δαπάνη σε περισσότερα έτη.
Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Μάλιστα, ο κ. Κουτεντάκης θύμισε ότι συνολικά οι δαπάνες στα μνημονιακά χρόνια έχουν μειωθεί κατά 37 δισ. ευρώ, ποσό που προφανώς δεν μπορεί να αποκατασταθεί.
Οι παραπάνω κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται, σύμφωνα με την έκθεση, λόγω εκλογών. «Η όξυνση του πολιτικού ανταγωνισμού ενδέχεται να προκαλέσει πλειοδοσία εξαγγελιών με σημαντικό κόστος που μπορεί να διαταράξει τη δημοσιονομική ισορροπία», τονίζει η έκθεση.
Ως εστίες αβεβαιότητας, ο κ. Κουτεντάκης ανέφερε ακόμη τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία, τις αποφάσεις για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, στον βαθμό που θα στρεβλώνουν τα κίνητρα και θα προκαλούν δημοσιονομικές επιπτώσεις, καθώς και την εφαρμογή του νέου πλαισίου δημοσιονομικής διαχείρισης, που καθυστερεί, όπως είπε, εξαιτίας έλλειψης εκπαιδευμένου προσωπικού. Προειδοποίησε, μάλιστα, ότι αν δεν εκπαιδευτούν οι υπάλληλοι και δεν γίνουν προσλήψεις νέων «υπάρχει κίνδυνος να παλινδρομήσουμε στο παλιό σύστημα με τα γνωστά αποτελέσματα». Αβεβαιότητα, υπό μια έννοια, εκφράζει η έκθεση του Γραφείου και για τις συνέπειες της αύξησης του κατώτατου μισθού κατά 11% και της κατάργησης του υποκατώτατου στην απασχόληση. Οπως αναφέρει, «οι επιπτώσεις του κατώτατου μισθού στην απασχόληση δεν είναι καθόλου δεδομένες και οι εμπειρικές έρευνες δεν έχουν καταλήξει σε κοινά αποδεκτά συμπεράσματα».
Επισημαίνεται ειδικότερα ο κίνδυνος να συμπαρασύρει και τους υπόλοιπους μισθούς σε αυξήσεις πάνω από τη βελτίωση της παραγωγικότητας και κάποιες επιχειρήσεις να καταφύγουν σε άτυπες μορφές απασχόλησης. Πάντως, η έρευνα του Γραφείου δείχνει ότι στην Ελλάδα τα υψηλά ποσοστά απασχολουμένων με τον κατώτατο μισθό βρίσκονται σε μη εξαγωγικούς κλάδους (κυρίως καθαρισμοί κτιρίων και εστίαση), με αποτέλεσμα να μην επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Θετική επίπτωση αναμένεται, εξάλλου, στην κατανάλωση.
Το ποσοστό των απασχολουμένων με τον βασικό μισθό, εξάλλου, αυξάνεται κάθε χρόνο, σύμφωνα με τα στοιχεία που κατέγραψε το Γραφείο. Το 2018 αυξήθηκε κατά 1% σε σύγκριση με το 2017.
Το Γραφείο υπολόγισε, εξάλλου, ότι ο προϋπολογισμός του 2018 έκλεισε με πρωτογενές πλεόνασμα 700 εκατ. ευρώ υψηλότερο από το 2017.
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr