Η Αθηνά (εικ. 203) εικονιζόταν όρθια, φορούσε ποδήρη πέπλο που σχημάτιζε μακρύ απόπτυγμα και ήταν ζωσμένος στη μέση, αιγίδα στο στήθος και τους ώμους, κράνος αττικού τύπου στο κεφάλι, και σανδάλια στα πόδια· στο προτεταμένο δεξί χέρι κρατούσε μια φτερωτή Νίκη και με το αριστερό ακουμπούσε σε μιαν ασπίδα, στην εσωτερική πλευρά της οποίας ήταν τυλιγμένο ένα φίδι. Το άγαλμα πατούσε επάνω σε ένα βάθρο με ύψος 1,20 m περίπου, στο οποίο υπήρχε μια πολυπρόσωπη ανάγλυφη παράσταση που εικόνιζε τη γέννηση της Πανδώρας, της πρώτης γυναίκας που δημιούργησαν οι θεοί, σύμφωνα με τον μύθο. Αλλά και το ίδιο το άγαλμα είχε πλούσιο γλυπτό και ζωγραφικό διάκοσμο: το κεντρικό λοφίο του κράνους στηριζόταν σε μια σφίγγα και τα πλαϊνά σε δύο γρύπες· στο κέντρο της αιγίδας, επάνω στο στήθος, υπήρχε ένα γοργόνειο (το κεφάλι της Γοργούς που είχε κόψει ο Περσέας)· μεγάλες ανάγλυφες μορφές στην εξωτερική πλευρά της ασπίδας εικόνιζαν την αττική Αμαζονομαχία και άλλες, μικρότερες, στις σόλες των σανδαλιών τη θεσσαλική Κενταυρομαχία.
Στο εσωτερικό της ασπίδας ήταν ζωγραφισμένη η Γιγαντομαχία. Το άγαλμα της Αθηνάς εντυπωσίαζε με το μέγεθός του, την πολυτέλεια των υλικών και τον πλούτο του διακόσμου του· ήταν όμως ταυτόχρονα και μέρος του κρατικού ταμείου της Αθήνας, αφού τα φύλλα χρυσού με τα οποία ήταν επενδυμένο μπορούσαν να αφαιρεθούν και να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης. Αυτό το γνωρίζουμε από τον Θουκυδίδη, ο οποίος αναφέρει πως ο Περικλής έπειθε τους Αθηναίους στις παραμονές του Πελοποννησιακού Πολέμου ότι είχαν αρκετούς οικονομικούς πόρους για να διεξαγάγουν τον πόλεμο, λέγοντας ότι μπορούσαν στην ανάγκη να χρησιμοποιήσουν και την περιουσία των ιερών. Με την ευκαιρία αυτή μαθαίνουμε και το βάρος του χρυσού του αγάλματος (Θουκυδίδης 2.13.5):
«Εκτός από αυτά υπήρχαν και χρυσάφι και ασήμι άκοπο σε αφιερώματα ιδιωτικά και δημόσια, σε ιερά σκεύη που χρησιμοποιούσαν στις πομπές και στους αγώνες, τα λάφυρα από τα μηδικά και άλλα αντικείμενα, που η αξία τους ήταν πεντακόσια τουλάχιστον τάλαντα. Πρόσθεσε σε όλα αυτά και όσα είχαν οι άλλοι ναοί —και δεν ήταν λίγοι— και είπε ότι, αν έφταναν στο έσχατο σημείο να μην έχουν κανέναν πόρο, θα είχαν ακόμα και το χρυσάφι του αγάλματος της Αθηνάς. Υπολόγιζε ότι το άγαλμα είχε καθαρό χρυσό σαράντα τάλαντα, που μπορούσε όλος να αφαιρεθεί. Είπε πως, αν χρησιμοποιούσαν το χρυσάφι αυτό, θα έπρεπε μετά τη νίκη να το αντικαταστήσουν. Έτσι τους ενθάρρυνε για τα οικονομικά.» (Μτφρ. Ά. Βλάχου)
Ανεξάρτητα όμως από την αξία των υλικών του, το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς ήταν ένα εξαιρετικό έργο τέχνης, που εδραίωσε τη φήμη του δημιουργού του, του Φειδία.
Τη μορφή του αγάλματος της Αθηνάς στον Παρθενώνα τη γνωρίζουμε κυρίως από μαρμάρινα αντίγραφα, τα οποία όμως δεν αποδίδουν με απόλυτη ακρίβεια τα χαρακτηριστικά του. Κανένα από τα έργα αυτά δεν έχει το μέγεθος του πρωτοτύπου, ορισμένα μάλιστα είναι πολύ μικρά. Παρ᾽ όλα αυτά έχουμε τη δυνατότητα να αναπαραστήσουμε με αρκετή ακρίβεια το έργο με τη βοήθεια των στοιχείων που μας παρέχουν τα αντίγραφα. Το πληρέστερα σωζόμενο από αυτά είναι ένα μαρμάρινο άγαλμα του 3ου αιώνα μ.Χ. (σ. 196, εικ. 204) που βρέθηκε στην Αθήνα κατά την εκσκαφή των θεμελίων του Βαρβακείου μεγάρου και ονομάζεται γι᾽ αυτό Αθηνά του Βαρβακείου. Παρά το μικρό της μέγεθος (έχει ύψος 1,05 m, δηλαδή λιγότερο από το 1/10 του πρωτοτύπου) η Αθηνά του Βαρβακείου μάς δίνει μια συνολική εικόνα του αγάλματος του Φειδία, ενώ άλλα αντίγραφα μας βοηθούν να αποκαταστήσουμε τον πλούσιο διάκοσμό του. Με αρκετά μεγάλη ακρίβεια γνωρίζουμε τη σύνθεση της Αμαζονομαχίας στο εξωτερικό της ασπίδας, επειδή στα ρωμαϊκά χρόνια αντιγράφηκε τμηματικά σε μεγάλου μεγέθους μαρμάρινα ανάγλυφα.
Η χρυσελεφάντινη Αθηνά του Παρθενώνα άρχισε να κατασκευάζεται ταυτόχρονα με τον ναό και ήταν έτοιμη το 437 π.Χ. Αμέσως μετά την αποπεράτωσή της κάποιοι (πιθανόν πολιτικοί αντίπαλοι του Περικλή) κατηγόρησαν τον Φειδία ότι δεν είχε δώσει ακριβή απολογισμό για το ελεφαντόδοντο που χρησιμοποίησε, κατακράτησε δηλαδή ένα μέρος του, και ήταν επομένως ένοχος για κατάχρηση. Στη δίκη που ακολούθησε ο Φειδίας κινδύνευε να καταδικαστεί και έτσι αναγκάστηκε να φύγει από την Αθήνα. Τότε οι Ηλείοι ανάθεσαν στον διάσημο καλλιτέχνη την κατασκευή ενός μνημειακού χρυσελεφάντινου αγάλματος του Δία για τον ναό της Ολυμπίας που είχε τελειώσει 20 χρόνια νωρίτερα, το 456 π.Χ. Το άγαλμα του Δία στην Ολυμπία είχε περίπου το ίδιο ύψος με την Αθηνά του Παρθενώνα (12,40 m μαζί με τη βάση του), ήταν όμως στην πραγματικότητα μεγαλύτερο, αφού ο θεός δεν εικονιζόταν όρθιος αλλά καθιστός στον πολυτελή θρόνο του· θεωρούνταν ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου και πολλοί έρχονταν από μακριά για να το θαυμάσουν.
Για να κατασκευάσει το έργο αυτό ο Φειδίας έχτισε λίγο έξω από τον περίβολο του ιερού ένα εργαστήριο, που είχε την ίδια διαμόρφωση και τις ίδιες ακριβώς διαστάσεις με τον σηκό του ναού· εκεί δούλεψε και συναρμολόγησε τα κομμάτια του αγάλματος. Το εργαστήριο του Φειδία έμεινε όρθιο ως το τέλος της Αρχαιότητας και θεωρούνταν ιερός χώρος, αφού μέσα του είχαν τοποθετήσει έναν βωμό αφιερωμένο σε όλους τους θεούς· μετά την επικράτηση του χριστιανισμού στη θέση του χτίστηκε μια παλαιοχριστιανική βασιλική.
Όταν καταργήθηκαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ., επί αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α”, το άγαλμα του Δία μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου καταστράφηκε από πυρκαγιά περίπου 80 χρόνια αργότερα, το 475 μ.Χ., όπως παραδίδει ο χρονογράφος Γεώργιος Κεδρηνός. Παρόλο που διαθέτουμε αρκετές αρχαίες μαρτυρίες σχετικά με το έργο, δεν είναι δυστυχώς δυνατόν να αποκαταστήσουμε με ακρίβεια τη μορφή του, γιατί δεν σώζεται κανένα βέβαιο αντίγραφό του, αν εξαιρέσουμε τις μικρές και ατελείς απεικονίσεις σε νομίσματα της Ήλιδας που χρονολογούνται στους ρωμαϊκούς χρόνους. Τα κύρια χαρακτηριστικά του αγάλματος και τον πλούσιο διάκοσμο του ίδιου, του θρόνου και της βάσης του τα γνωρίζουμε κυρίως από τη λεπτομερή περιγραφή του περιηγητή Παυσανία, που επισκέφθηκε την Ολυμπία λίγο μετά τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. (Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις 5-11):
«Ο θεός κάθεται σε θρόνο και είναι κατασκευασμένος με χρυσάφι και ελεφαντόδοντο. Στο κεφάλι του φέρει στεφάνι που αποτελεί απομίμηση κλωναριών ελιάς. Στο χέρι του ο θεός κρατάει Νίκη κατασκευασμένη και αυτή από ελεφαντόδοντο και χρυσάφι· η Νίκη κρατάει μια ταινία και έχει στεφάνι στο κεφάλι. Στο αριστερό χέρι του θεού υπάρχει σκήπτρο στολισμένο με όλων των ειδών τα μέταλλα. Το πουλί που κάθεται επάνω στο σκήπτρο είναι αετός. Τα υποδήματα του θεού είναι από χρυσάφι, όπως και το ιμάτιό του. Στο ιμάτιο παριστάνονται κεντημένες μορφές ζώων και άνθη κρίνων. Ο θρόνος είναι ποικιλμένος με χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες, καθώς και με έβενο και ελεφαντόδοντο· υπάρχουν επάνω του ζωγραφισμένες εικόνες· υπάρχουν επίσης και πλαστικές εικόνες. Επίσης τέσσερις Νίκες απεικονίζονται σαν χορεύτριες σε κάθε πόδι του θρόνου· άλλες δύο υπάρχουν χαμηλότερα στη βάση καθενός ποδιού. Σε καθένα από τα δύο μπροστινά πόδια του θρόνου παριστάνονται παιδιά των Θηβαίων αρπαγμένα από σφίγγες, και κάτω από τις σφίγγες παριστάνονται ο Απόλλων και η Άρτεμη να σκοτώνουν με τα τόξα τους τα παιδιά της Νιόβης.
Ανάμεσα στα πόδια του θρόνου υπάρχουν τέσσερις κανόνες [οριζόντιοι σύνδεσμοι των ποδιών], καθένας από τους οποίους εκτείνεται από το ένα πόδι ως το άλλο. Στον κανόνα που βρίσκεται αντίκρυ από την είσοδο υπάρχουν επτά πλαστικές εικόνες· υπήρχε και όγδοη, η οποία όμως κανείς δεν ξέρει πώς εξαφανίστηκε. Αυτές πρέπει να παριστάνουν παλιά αγωνίσματα, γιατί τα αγωνίσματα μεταξύ παιδιών δεν είχαν ακόμη εισαχθεί στην εποχή του Φειδία. Ο νέος που δένει μόνος του την ταινία του νικητή γύρω από το κεφάλι του λένε πως μοιάζει με τον Παντάρκη, έναν νεαρό από την Ήλιδα που τον είχε ερωτευθεί ο Φειδίας. Ο Παντάρκης κέρδισε κατά την 86η Ολυμπιάδα μια νίκη σε αγώνισμα πάλης μεταξύ παιδιών. Στους άλλους κανόνες εικονίζεται η ομάδα των ηρώων που μαζί με τον Ηρακλή πολέμησαν εναντίον των Αμαζόνων. Όλοι οι αντίπαλοι είναι εικοσιεννέα. Ανάμεσα στους συμπολεμιστές του Ηρακλή έχει τη θέση του και ο Θησέας. Τον θρόνο δεν τον υποβαστάζουν μόνο τα πόδια, αλλά και κίονες ισάριθμοι με τα πόδια, οι οποίοι υψώνονται ανάμεσά τους.
Δεν είναι όμως δυνατόν να εισδύσει κανείς κάτω από τον θρόνο, όπως μπορεί να μπει στο εσωτερικό του θρόνου των Αμυκλών· στην Ολυμπία υπάρχουν χωρίσματα σαν τοίχοι που το εμποδίζουν αυτό. Το φράγμα αντίκρυ στην είσοδο είναι βαμμένο απλώς με γαλάζιο χρώμα· στα άλλα υπάρχουν ζωγραφιές του Παναίνου. Ανάμεσα σε αυτές είναι ο Άτλας, ο οποίος παριστάνεται να βαστάζει τον ουρανό και τη γη, ενώ ο Ηρακλής στέκεται δίπλα, έτοιμος να δεχθεί το βάρος του Άτλαντα. Παριστάνεται επίσης ο Θησέας και ο Πειρίθους, η Ελλάδα και η Σαλαμίνα, η οποία κρατάει στο χέρι κοσμήματα που συνηθίζουν να βάζουν στα άκρα των πλοίων· παριστάνεται έπειτα το κατόρθωμα του Ηρακλή με το λιοντάρι της Νεμέας και το ανοσιούργημα του Αίαντα εις βάρος της Κασσάνδρας. Επίσης παριστάνεται η Ιπποδάμεια, η κόρη του Οινομάου, μαζί με τη μητέρα της και ο Προμηθέας που είναι ακόμη δέσμιος, ενώ ο Ηρακλής ετοιμάζεται να τον βοηθήσει· γιατί σχετικά με τον Ηρακλή υπάρχει η παράδοση πως σκότωσε τον αετό που βασάνιζε τον Προμηθέα στον Καύκασο και απάλλαξε τον ίδιο τον Προμηθέα από τα δεσμά. Στο τέλος της ζωγραφιάς είναι η Πενθεσίλεια που πεθαίνει και ο Αχιλλέας που την υποβαστάζει, και δύο Εσπερίδες που φέρνουν τα μήλα, των οποίων η φρούρηση τους είχε ανατεθεί κατά την παράδοση.
Ο Πάναινος αυτός ήταν αδελφός του Φειδία και έχει ζωγραφίσει και στην Αθήνα, στην Ποικίλη Στοά, τη μάχη του Μαραθώνα. Στα ψηλότερα σημεία του θρόνου, πιο πάνω από το κεφάλι του αγάλματος, έκανε ο Φειδίας από τη μια μεριά τρεις Χάριτες και από την άλλη τρεις Ώρες, γιατί και αυτές η επική ποίηση τις αναφέρει ως κόρες του Δία. Ο Όμηρος αναφέρει στην Ιλιάδα πως έχει ανατεθεί η φροντίδα του ουρανού στις Ώρες, σαν σε φύλακες βασιλικής αυλής. Το υποπόδιο κάτω από τα πόδια του Δία, που το λένε στην Αττική «θρανίο», έχει σκαλισμένα χρυσά λιοντάρια, καθώς και παράσταση της μάχης του Θησέα κατά των Αμαζόνων, που είναι το πρώτο ανδραγάθημα των Αθηναίων εναντίον αλλοφύλλων. Πάνω στο βάθρο, όπου στηρίζεται ο θρόνος και ό,τι άλλο κοσμεί τον Δία, υπάρχουν χρυσές παραστάσεις του Ήλιου ανεβασμένου πάνω στο άρμα του, του Δία και της Ήρας· επίσης, του Ηφαίστου και κοντά σε αυτόν της Χάρης. Μετά τη Χάρη παριστάνεται ο Ερμής και μετά τον Ερμή η Εστία. Μετά την Εστία ο Έρωτας που δέχεται την Αφροδίτη καθώς βγαίνει από τη θάλασσα και η Πειθώ που στεφανώνει την Αφροδίτη.
Επίσης, είναι σκαλισμένος ο Απόλλωνας με την Άρτεμη και η Αθηνά και ο Ηρακλής, και στην άκρη του βάθρου η Αμφιτρίτη και ο Ποσειδώνας και η Σελήνη, η οποία καβαλάει, μου φαίνεται, άλογο. Άλλοι λένε πως η θεά κάθεται πάνω σε μουλάρι και όχι σε άλογο και αναφέρουν μάλιστα για το μουλάρι μιαν ανόητη ιστορία. Ξέρω τις διαστάσεις του Δία της Ολυμπίας, το ύψος και το πλάτος, όπως τα έχουν γράψει, αλλά δεν θα επαινέσω εκείνους που μέτρησαν το άγαλμα, γιατί τα μέτρα που αναφέρουν είναι πολύ κατώτερα από την εντύπωση που έχουν όσοι είδαν με τα μάτια τους το άγαλμα. Για τη δεξιοτεχνία του Φειδία λένε πως υπάρχει και του ίδιου του θεού μαρτυρία: όταν δηλαδή είχε τελειώσει το άγαλμα, ο Φειδίας ευχήθηκε να φανερώσει με σημάδι ο θεός, αν το έργο είναι όπως το ήθελε, και λένε πως αμέσως έπεσε κεραυνός στο μέρος εκείνο του δαπέδου, πάνω στο οποίο είναι στημένη ως την εποχή μου η χάλκινη υδρία.
Το τμήμα του δαπέδου μπροστά στο άγαλμα είναι στρωμένο όχι με άσπρη, αλλά με μαύρη πέτρα· γύρω στη μαύρη αυτή πέτρα εξέχει μια κρηπίδα από μάρμαρο της Πάρου για να συγκρατεί το λάδι που χύνουν. Το λάδι είναι ωφέλιμο για το άγαλμα, επειδή δεν αφήνει το ελεφαντόδοντο να φθείρεται από την υγρή ατμόσφαιρα στην ελώδη Άλτη. Στην Ακρόπολη της Αθήνας όμως το άγαλμα το λεγόμενο της Παρθένου δεν χρειάζεται λάδι, αλλά νερό για το ελεφαντόδοντό του: καθώς η Ακρόπολη έχει ξηρασία λόγω του μεγάλου ύψους της, το άγαλμα που είναι φτιαγμένο από ελεφαντόδοντο έχει ανάγκη από τη δροσιά που φέρνει το νερό. Στην Επίδαυρο που ρώτησα γιατί δεν περιχύνουν το άγαλμα ούτε με νερό ούτε με λάδι με πληροφόρησαν οι άνθρωποι του ιερού ότι και το άγαλμα του θεού και ο θρόνος έχουν γίνει επάνω σε πηγάδι.» (Μτφρ. Ν. Παπαχατζή, με μικρές τροποποιήσεις)
Η περιγραφή του Παυσανία είναι η πιο εύγλωττη μαρτυρία για τον απεριόριστο θαυμασμό που ξέρουμε ότι έτρεφαν οι αρχαίοι, Έλληνες και Ρωμαίοι, για τον Φειδία και συμβαδίζει με την αντίληψη ότι ήταν ο σημαντικότερος εικαστικός καλλιτέχνης που είχε γνωρίσει ο κόσμος. Ήταν γενική η πεποίθηση ότι τα έργα του Φειδία —ειδικά μάλιστα τα χρυσελεφάντινα αγάλματα της Αθηνάς και του Δία— ήταν αντάξια των θεών που απεικόνιζαν και τόνωναν την πίστη των ανθρώπων σε αυτούς. Δεν είναι τυχαίο ότι το άγαλμα του Δία στην Ολυμπία είχε μετρηθεί με ακρίβεια και οι διαστάσεις του είχαν γίνει αντικείμενο μελέτης και διεξοδικής ανάλυσης. Μάλιστα ο λόγιος ποιητής Καλλίμαχος από την Κυρήνη, που έζησε στην Αλεξάνδρεια τον 3ο αιώνα π.Χ., είχε συνθέσει ένα ποίημα με θέμα τα μέτρα του αγάλματος. Αυτό το κείμενο έχει πιθανότατα στον νου του ο Παυσανίας όταν λέει ότι το αξιοθαύμαστο στο άγαλμα δεν είναι οι διαστάσεις του, αλλά η εντύπωση που προκαλεί στον θεατή.
Ο Πολύκλειτος και ο Κανών
Λίγο νεότερος από τον Αθηναίο Φειδία ήταν ο δεύτερος κορυφαίος γλύπτης του 5ου αιώνα π.Χ., ο Πολύκλειτος που καταγόταν από το Άργος. Πολύ λίγα μας είναι γνωστά για τη ζωή και τη σταδιοδρομία του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη, διαθέτουμε όμως μαρτυρίες για τα σημαντικότερα έργα του, μερικά από τα οποία τα γνωρίζουμε και από αντίγραφα των ρωμαϊκών χρόνων. Μια άλλη ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι ότι ο Πολύκλειτος είχε γράψει ένα βιβλίο με τον τίτλο Κανών, στο οποίο εξηγούσε τις αρχές της τέχνης του και ασχολούνταν συστηματικά με το πρόβλημα των σωστών αναλογιών του ανθρώπινου σώματος και των μελών του. Το σύγγραμμα του Πολυκλείτου δεν σώθηκε, γνωρίζουμε όμως από αντίγραφα των ρωμαϊκών χρόνων ένα έργο του, στο οποίο είχε εφαρμόσει με ακρίβεια το σύστημα των αναλογιών που περιέγραφε. Το έργο αυτό είναι ένα άγαλμα γυμνού αγένειου νέου άνδρα, που κρατούσε πιθανότατα στο αριστερό του χέρι ένα δόρυ και γι᾽ αυτό ονομάζεται Δορυφόρος. Το καλύτερα σωζόμενο αντίγραφο προέρχεται από το θέατρο της Πομπηίας και βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νεάπολης (εικ. 205). Είναι πολύ πιθανό ότι το πρωτότυπο άγαλμα, που ήταν οπωσδήποτε χάλκινο, εικόνιζε έναν νεαρό ήρωα της μυθολογίας (π.χ. τον Αχιλλέα ή τον Θησέα), τον οποίο δεν μπορούμε να ταυτίσουμε με ασφάλεια. Το άγαλμα είναι αξιοσημείωτο για το στήσιμό του.
Το άνετο σκέλος είναι έντομα λυγισμένο στο γόνατο και η κνήμη πηγαίνει προς τα πίσω και πλάγια, ενώ το πόδι πατάει στο έδαφος μόνο με τις άκρες των δαχτύλων. Η στάση αυτή κάνει τη λεκάνη να κλίνει προς την πλευρά του άνετου σκέλους, ενώ οι ώμοι έχουν αντίθετη κλίση. Με τον τρόπο αυτό το άγαλμα έχει ισορροπημένη δομή, αλλά δείχνει ταυτόχρονο κινημένο. Μπορεί δηλαδή ο θεατής, ανάλογα με την οπτική γωνία από την οποία βλέπει το έργο, να θεωρήσει ότι ο νέος στέκεται χαλαρά η περπατάει αργά. Έτσι ο Πολύκλειτος δημιούργησε ένα μοτίβο στήριξης που του επέτρεπε να προσαρμόζει μιαν αυστηρά δομημένη μορφή σε διαφορετικά συμφραζόμενα, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να την τροποποιεί πολύ και να αλλάζει τις αναλογίες της.
Ο Δορυφόρος του Πολυκλείτου χρονολογείται γύρω στο 450 π.Χ και είχε αμέσως σημαντική επιρροή στην τέχνη. Ήδη στη ζωφόρο του Παρθενώνα συναντούμε κάποιες μορφές που απηχούν σαφώς τις αναλογίες και το στήσιμο του Δορυφόρου, δηλαδή τον πολυκλείτειο κανόνα. Ένα άλλο άγαλμα με όμοια τεχνοτροπία και αναλογίες, που αποδίδεται και αυτό στον Πολύκλειτο, είναι ο Διαδούμενος. Και αυτό το έργο ήταν χάλκινο, μας είναι όμως γνωστό από μαρμάρινα αντίγραφα, το καλύτερο από τα οποία βρέθηκε στη Δήλο και φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (εικ. 206). Εικονίζεται ένας νεαρός αθλητής, αγένιος όπως ο Δορυφόρος, που μετά τη νίκη του δένει μια ταινία γύρω από το κεφάλι του. Παρ᾽ όλες τις ομοιότητες στη δομή του σώματος και στην απόδοση των ανατομικών λεπτομερειών (για παράδειγμα, του στήθους και των κοιλιακών μυών), ο Διαδούμενος είναι μεταγενέστερη δημιουργία και χρονολογείται πιθανότατα στη δεκαετία 430-420 π.Χ. Το αντίγραφο από τη Δήλο χρονολογείται γύρω στο 100 π.Χ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο εικονιζόμενος είναι αθλητής· ο Πολύκλειτος φημιζόταν ως δημιουργός αγαλμάτων νικητών σε αθλητικούς αγώνες και ξέρουμε ότι κάποια από τα έργα του εικόνιζαν περίφημους ολυμπιονίκες. Ο Πολύκλειτος είχε επίσης μαθητές, αρκετοί από τους οποίους διέπρεψαν με τη σειρά τους στην κατασκευή ανδριάντων αθλητών. Έτσι μπορούμε να μιλούμε για «πολυκλείτεια σχολή» στη γλυπτική του δεύτερου μισού του 5ου και των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ.
Είδαμε ότι ο Πολύκλειτος ήταν πιο πολύ γνωστός για τα αγάλματα νέων ανδρών (κυρίως αθλητών) που είχε κατασκευάσει. Σύμφωνα όμως με τη μαρτυρία του περιηγητή Παυσανία (Ελλάδος περιήγησις 2.2.4, 6.6.2), έργο του ήταν επίσης το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Ήρας στον ναό της στο Ηραίον, το μεγάλο ιερό της θεάς κοντά στο Άργος. Ο παλαιός ναός της Ήρας καταστράφηκε από πυρκαγιά το 423 π.Χ. και το άγαλμα του Πολυκλείτου έγινε για τον καινούργιο ναό, που κατασκευάστηκε στην τελευταία εικοσαετία του 5ου αιώνα π.Χ. Μια δυσκολία που δημιουργεί αυτή η πληροφορία είναι η σκέψη ότι ο Πολύκλειτος, γλύπτης, όπως είδαμε, ήδη γνωστός στα μέσα του 5ου αιώνα, πρέπει να ήταν πολύ ηλικιωμένος (αν ζούσε ακόμη) όταν χτιζόταν ο νέος ναός της Ήρας για να αναλάβει και να ολοκληρώσει ένα τέτοιο έργο. Γι᾽ αυτό ορισμένοι αρχαιολόγοι υπέθεσαν ότι το άγαλμα της Ήρας το κατασκεύασε ένας γιος του Πολυκλείτου που είχε το ίδιο όνομα με τον πατέρα του. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, ο γλύπτης να επέβλεψε τη δημιουργία αυτού του τόσο σπουδαίου για την πατρίδα του αγάλματος σε μεγάλη ηλικία. Για το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Ήρας ο περιηγητής Παυσανίας μας λέει ότι ήταν καθιστό σε θρόνο, φορούσε στεφάνι με απεικονίσεις των Ωρών (προσωποποιήσεων των εποχών του έτους) και κρατούσε στο ένα χέρι ρόδι και στο άλλο σκήπτρο.
© 2012 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματος.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/history/art/page_087.html