ΘΑ ΜΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ? ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΦΥΛΑΣΕΤΑΙ Ο ΧΩΡΟΣ ? ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΜΑΣ ΕΧΟΥΝ ΚΑΝΕΙ ΔΙΑΒΗΜΑ ?
ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ….
Σύμφωνα με πληροφορίες της Ανοπαιας Ατραπού από τον ταφικό τύμβο της
Μικρής Δοξιπάρας-Ζώνης στον Έβρο εκλάπη ολόκληρη Χρύση άμαξα ( ταφικό κτερισμα) αφού το μέρος είναι αφύλακτο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ :
Θράκες θαμμένοι με τις άμαξες και τ’ άλογα τους
Διαβαστε για το εκπληκτικό εύρημα και την άρτια ανασκαφή που έγινε υπό την διεύθυνση του αρχαιολόγου Διαμαντή Τριαντάφυλλου, επίτιμου Εφόρου Αρχαιοτήτων, στα βορειοδυτικά του Νομού Έβρου. Γνώριζα καλά και τον Δ.Τ., αυτόν τον ήρωα-αρχαιολόγο που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην πρόοδο της Θρακικής Αρχαιολογίας –ακόμα θυμάμαι τις διηγήσεις για τα αγριογούρουνα που παρακολουθούσαν στενά την ανασκαφή στη Ρούσα (την δεκαετία του 1970).
Στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, εκεί στη λεκάνη του Άρδα, όπου ανάμεσα στα χωριουδάκια Μικρή Δοξιπάρα, Ζώνη και Χελιδόνα, βρίσκεται ο ανασκαμμένος Τύμβος. Συγκίνηση απερίγραπτη. Για το σπάνιο εύρημα. Για τις νεαρές φοράδες, τα υποζύγια που έσερναν τις νεκρικές άμαξες. Για τα ενδιαφέροντα κτερίσματα. Για το κουράγιο των ανασκαφέων οι οποίοι δούλεψαν επί μήνες και χρόνια σε μία σχεδόν έρημη περιοχή που απέχει πάνω από μία ώρα από το Διδυμότειχο. Για το πάθος και το ήθος του παλαιού φίλου Διαμαντή. Εργαζόταν κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες, ελπίζοντας να φτιάξει επί τόπου κι ένα Μουσείο. Ένα πρότυπο Μουσείο. Ως τώρα δεν έγινε δυνατόν. Αλλά αυτό που έγινε, αυτό που τόλμησε να κάνει η ανασκαφική ομάδα, ήταν αδιανόητο μέχρι τώρα: «Από την αρχή της ανασκαφής αποφασίστηκε να γίνονται δεκτοί όλοι οι επισκέπτες, γεγονός που οδήγησε στην αθρόα προσέλευση επισκεπτών, όχι μόνο από περιοχές της Θράκης, αλλά και από διάφορα μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού» σημειώνουν οι ανασκαφείς. Κι έτσι το εύρημα δεν έμεινε θαμμένο στα αρχαιολογικά στεγανά.
Έστω κι αν ολοκληρώθηκε η ανασκαφή εδώ και οκτώ χρόνια, έστω κι αν δεν υπάρχει Μουσείο, ο Τύμβος είναι πάντα επισκέψιμος. Περιμένει τους επισκέπτες και τις καλύτερες ημέρες της Ελλάδας – μιας χώρας που δεν χάραξε ποτέ πολιτιστική πολιτική. Ούτε, βέβαια, μία μακροχρόνια πολιτική για την ανάπτυξη της Θράκης. Και να σκεφτεί κανείς ότι ο παλαιός Νομός Έβρου, χωμένος ανάμεσα στη Βουλγαρία και την Τουρκία, διαθέτει πάμπολλα κτιστά μνημεία του παρελθόντος (πάμπολλα, άγνωστα κι αναξιοποίητα) κι ένα μοναδικό φυσικό περιβάλλον, έναν σπάνιο υδροβιότοπο, μία εντυπωσιακή εθνολογική ποικιλία, μερικά πολύ καλά μουσεία (ιδιωτικής πρωτοβουλίας), δύο τουλάχιστον ιαματικά λουτρά (με μεγάλη ιστορία κι εντελώς παραμελημένα) κι ένα νησί που το λένε Σαμοθράκη …
Με την ευκαιρία της επίσκεψής μας στον Τύμβο της Μικρής Δοξιπάρας, στις 27 Απριλίου, αναδημοσιεύουμε το κείμενο του εξασέλιδου φυλλαδίου που μοιράζεται στους επισκέπτες του ανασκαφικού χώρου (τονίζω το «ανασκαφικού» κι όχι, δυστυχώς, αρχαιολογικού, γιατί όλα έμειναν από το 2004 στο επίπεδο της ανασκαφής).
τω βόε επίσχες, ούτος, ταν ύνιν
τ’ ανάσπαστον. κινείς σποδόν γαρ.
ες δε τοιαύταν κόνιν
μη σπέρμα πυρών,
αλλά χεύε δάκρυα.
Το χώμα τάφος είναι. Ε, συ
τα βόδια σου σταμάτησε,
σήκωσε το υνί σου.
Στάχτη ανακατεύεις.
σε τέτοιο χώμα
μη σπέρνεις σπόρους σταριού,
αλλά να χύνεις δάκρυα.
Ισιδώρου Αιγεάτου από την
Ανθολογία Παλατινή, Βιβλίον Ζ΄, 280
Ο ταφικός τύμβος της
Μικρής Δοξιπάρας-Ζώνης
Η κατασκευή τύμβων στον χώρο της αρχαίας Θράκης αρχίζει από την Προϊστορική περίοδο και συνεχίζεται ως την Ύστερη Αρχαιότητα. Οι τύμβοι βρίσκονται κυρίως σε κορυφές χαμηλών υψωμάτων ή σε άλλες περίοπτες θέσεις και είναι διάσπαρτοι από το Αιγαίο ως τον Δούναβη και από τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα έως τη γειτονική Μακεδονία. Οι περισσότεροι χρονολογούνται στους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους και καλύπτουν καύσεις επιφανών και πλουσίων ανδρών και γυναικών. Ένας από αυτούς είναι και ο τύμβος που κατασκευάστηκε στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. νότια του ποταμού Άρδα, στη θέση Πλούτος, ανάμεσα στα σημερινά χωριά Μικρή Δοξιπάρα, Ζώνη και Χελιδόνα του Δήμου Κυπρίνου, στο δυτικό τμήμα του βόρειου Έβρου, κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Από τη θέση αυτή μπορεί να δει κανείς το Ιβαήλοβγκραντ (Ορτάκιοϊ) της Βουλγαρίας, ενώ από γειτονική θέση φαίνονται, όταν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, το μεγάλο τέμενος Σελιμιέ και τα σπίτια της Αδριανούπολης (Εντιρνέ).Ο τύμβος είχε διάμετρο 60 μ. και ύψος 7.50 μ. και κάλυπτε τις ταφές-καύσεις των μελών μιας εύπορης οικογένειας, πιθανότατα γαιοκτημόνων.
Η έρευνα στον τύμβο της Μικρής Δοξιπάρας – Ζώνης άρχισε από τη ΙΘ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Θράκης τον Σεπτέμβριο του 2002 με πιστώσεις του Υπουργείου Πολιτισμού κι ολοκληρώθηκε, μετά από διακοπή έξι μηνών, το καλοκαίρι του 2004. Αφορμή για την έναρξη σωστικής ανασκαφής αποτέλεσαν τα παράνομα ορύγματα που ανοίγονταν κατά καιρούς στην επιφάνεια του τύμβου, η αφαίρεση χωμάτων κατά την άροση των γειτονικών αγρών και τα πολυάριθμα θραύσματα επεξεργασμένου μαρμάρου που βρίσκονταν διάσπαρτα στη βορειοδυτική πλευρά του. Τα μάρμαρα αυτά προέρχονται πιθανότατα από μεγάλο μαρμάρινο ταφικό μνημείο που ήταν στημένο στην κορυφή του τύμβου.
Δίπλα στους λάκκους, όπου είχε γίνει η αποτέφρωση των νεκρών, αποκαλύφθηκαν τετράτροχες άμαξες, μαζί με τα υποζύγιά τους. Πρόκειται για τις άμαξες με τις οποίες είχαν μεταφερθεί οι νεκροί στον τόπο της ταφής. Η πρακτική της ταφής αμαξών και αλόγων δίπλα στους νεκρούς ιδιοκτήτες τους απαντά, εκτός από τη Θράκη, σε πολλές περιοχές του αρχαίου κόσμου, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία. Οι άμαξες και τα άλογα στις περιπτώσεις αυτές λειτουργούν ως σύμβολα του κύρους και του πλούτου των ιδιοκτητών τους.
Σε πολλά σημεία του τύμβου εντοπίστηκαν περιοχές με σπασμένα αγγεία, στάχτες και οστά ζώων, υπολείμματα προσφορών που μαρτυρούν την τέλεση ταφικών τελετουργιών κατά τη διάρκεια της κατασκευής του τύμβου. Με τις ίδιες τελετουργίες σχετίζονται οι δύο λάκκοι-εστίες και οι δύο ορθογώνιες κατασκευές από πλίνθους με στάχτες και θραύσματα αγγείων, που βρέθηκαν στο ανατολικό τμήμα του τύμβου και χρησίμευαν ως επιτάφιοι βωμοί.
Οι πέντε άμαξες έχουν εναποτεθεί μαζί με τα υποζύγιά τους σε ρηχούς λάκκους. Σε όλες διατηρούνται οι σιδερένιοι άξονες, τα σιδερένια στεφάνια (επίσωτρα) και τα σιδερένια περιαξόνια των τροχών, καθώς και τα υπόλοιπα χάλκινα και σιδερένια λειτουργικά και διακοσμητικά εξαρτήματα. Οι άμαξες χωρίζονται σε δύο ομάδες. Στην πρώτη ομάδα, που βρίσκεται στο δυτικό τμήμα, αλλά κοντά στο κέντρο του τύμβου, ανήκουν οι άμαξες Β΄ και Γ΄ και η ταφή αλόγων Α΄.
Η άμαξα Β΄ που βρίσκεται κοντά στο κέντρο του τύμβου (φωτ από το Φυλλάδιο).
Οι δύο άμαξες της ομάδας αυτής δίνουν μια ζωντανή εικόνα του τύπου της τετράτροχης άμαξας, επειδή σώζονται αποτυπώματα από τα ξύλινα τμήματα, όπως το τιμόνι (ρυμός), οι ακτίνες που ήταν δώδεκα σε κάθε τροχό και η αψίδα, το ξύλινο εσωτερικό στεφάνι του τροχού. Οι τέσσερις τροχοί έχουν αποσυνδεθεί από τους άξονες, τα άλογα όμως βρίσκονται ακόμη στο ζυγό που σώζεται στο άκρο του ρυμού. Εντυπωσιακή είναι η διακόσμηση στην πίσω όψη της άμαξας Β΄ με χάλκινες ταινίες, ασπιδίσκες, δισκάρια και προτομή γυναικείας μορφής. Στην άμαξα Γ΄ διατηρήθηκαν τα αποτυπώματα όλων των ξύλων του δαπέδου του αμαξώματος.
Η διακόσμηση στην πίσω όψη της άμαξας Β΄ (φωτ από το Φυλλάδιο).
Τα δυο άλογα της γειτονικής ταφής (Ταφή αλόγων Α΄) είναι τα εφεδρικά άλογα των δυο αμαξών. Έχουν σωθεί χάλκινα φάλαρα, γυάλινες χάντρες και υπολείμματα από τους δερμάτινους ιμάντες της ιπποσκευής που ήταν διακοσμημένοι με χάλκινες εφηλίδες.
Πολύ κοντά στην ομάδα αυτή των αμαξών εντοπίστηκε μεγάλος και βαθύς λάκκος ορθογώνιου σχήματος, μέσα στον οποίο είχε αποτεφρωθεί ένας άνδρας (Καύση Β΄). Ένας μικρότερος λάκκος είχε ανοιχτεί στον πυθμένα του μεγάλου λάκκου. Εκεί βρέθηκαν συγκεντρωμένα τα απανθρακωμένα ξύλα και τα καμένα οστά του νεκρού μαζί με δύο χάλκινα ομφάλια ασπίδων, σιδερένιες αιχμές δοράτων, σιδερένια ξίφη, πήλινα αγγεία και γυάλινα μυροδοχεία. Τα περισσότερα κτερίσματα, ήταν τοποθετημένα στην ανατολική στενή πλευρά του μεγάλου λάκκου. Πρόκειται για ένα χάλκινο λυχνάρι με το λυχνοστάτη του, ο οποίος έχει ως βάση τρία στηρίγματα, διαμορφωμένα σε ανθρώπινα πόδια που φορούν σανδάλια και κνημίδες, ένα σιδερένιο πτυσσόμενο κάθισμα (δίφρος), χάλκινες και σιδερένιες στλεγγίδες, χάλκινα αγγεία, ένα οστέινο χτένι, ένα χάλκινο φανάρι κ.ά.
Οι τρεις άμαξες της δεύτερης ομάδας (Άμαξες Α΄, Δ΄, Ε΄) βρίσκονται στη νοτιοανατολική πλευρά του τύμβου και η διάταξή τους ακολουθεί την περιφέρειά του. Οι άμαξες στην ομάδα αυτή δεν παρουσιάζουν την κανονική τους μορφή, καθώς τα άλογα έχουν λυθεί από τους ζυγούς, οι τροχοί και οι άξονες έχουν αποσυνδεθεί. Υπολείμματα ή ίχνη ξύλου δεν έχουν διατηρηθεί, τα μεταλλικά όμως αντικείμενα, όπως και οι σκελετοί των αλόγων, σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση, λόγω της σύστασης του εδάφους. Δίπλα στα άλογα της άμαξας Α΄ έχει ταφεί και ένας σκύλος. Η διακόσμηση περιλαμβάνει τις χάλκινες ταινίες της πίσω πλευράς του αμαξώματος, τα χάλκινα συμπλέγματα με πάνθηρες και μαινάδες στα άκρα του ζυγού και πολλά άλλα διακοσμητικά στοιχεία.
Στη δεύτερη άμαξα της ομάδας (Άμαξα Δ΄) υπάρχουν μόνο δύο τροχοί, τοποθετημένοι στη μια πλευρά του λάκκου. Επειδή η άμαξα βρισκόταν πολύ κοντά στην περιφέρεια του τύμβου, είναι πιθανό οι άλλοι δύο τροχοί να παρασύρθηκαν κατά την καλλιέργεια του γειτονικού αγρού. Ίσως η άμαξα αυτή ήταν κλειστή και τα ανοίγματα κλείνονταν με παραπετάσματα, όπως μαρτυρούν οι σιδερένιες ράβδοι που έχουν κρίκους ανάρτησης.
Στην άμαξα Ε΄ σώζονται ορισμένα αντικείμενα τα οποία για άγνωστο λόγο δεν τοποθετήθηκαν στις ταφές των νεκρών. Πρόκειται για δύο χάλκινους αμφορείς με σφαιρικό σώμα και λαβές που απολήγουν σε μάσκες παπποσειληνών και για τέσσερα γυάλινα αγγεία τετράγωνης διατομής, τοποθετημένα μέσα σε ξύλινο κιβωτίδιο. Διατηρήθηκαν επίσης τα μεταλλικά στοιχεία από το καπίστρι (φορβειά) και το χαλινάρι των αλόγων, η μολύβδινη επένδυση από τα άκρα του ζυγού και πολλά άλλα χάλκινα και σιδερένια εξαρτήματα.
Ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη άμαξα της ομάδας, εντοπίστηκε η ταφή αλόγων Β΄ με τρία άλογα. Στο κρανίο του ενός σώζεται το σιδερένιο περιστόμιο από το καπίστρι και το χαλινάρι, καθώς και μικρά χάλκινα διακοσμητικά δισκάρια. Σε άλλα σημεία βρέθηκαν γυάλινες χάντρες και χρυσές διακοσμητικές εφηλίδες από τους δερμάτινους ιμάντες της ιπποσκευής. Μαζί με τους σκελετούς βρέθηκαν και δύο ομφάλια ξύλινων ασπίδων, ένα χάλκινο και ένα σιδερένιο. Τα άλογα της ταφής αυτής είναι ασφαλώς εφεδρικά και αντιστοιχούν στις τρεις άμαξες της δεύτερης ομάδας.
Στο ανατολικό τμήμα του τύμβου, κοντά στη δεύτερη ομάδα των αμαξών εντοπίστηκε ρηχός ορθογώνιος λάκκος μέσα στον οποίο είχε αποτεφρωθεί ένας άνδρας (Καύση Δ΄). Πήλινα αγγεία, σιδερένιες αιχμές δοράτων, χάλκινες στλεγγίδες και ένα χάλκινο φανάρι συνόδευαν το νεκρό στην άλλη ζωή.
Στο βόρειο τμήμα και κοντά στην περιφέρεια του τύμβου, εντοπίστηκε λάκκος που περιείχε τα υπολείμματα της καύσης μιας γυναίκας (Καύση Α΄). Η διάνοιξη του λάκκου και η αποτέφρωση της γυναίκας πραγματοποιήθηκαν μετά την αρχική κατασκευή του τύμβου. Τα κτερίσματα, χάλκινα αγγεία, πήλινα και γυάλινα μυροδοχεία, ξύλινα κιβωτίδια με χάλκινες κλειδαριές και αλυσίδες, ένα μαρμάρινο γουδί με δύο γουδοχέρια σε σχήμα λυγισμένου δάχτυλου ανθρώπινου χεριού, ένα χάλκινο κουτί με εργαλεία ιατρικά ή καλλωπισμού, ένας σιδερένιος λυχνοστάτης, ένα χρυσό σκουλαρίκι, δαχτυλίδια από κεχριμπάρι, γυαλί και ημιπολύτιμους λίθους ήταν τοποθετημένα σε όλη την έκταση του λάκκου. Χρυσό έλασμα με παράσταση οπλισμένης Αφροδίτης διακοσμούσε ένα γυάλινο δαχτυλίδι. Μέσα στις στάχτες βρέθηκε χάλκινο νόμισμα της Περίνθου (Πέρινθος, αργότερα Ηράκλεια, στην θρακική πλευρά της Προποντίδας) που χρονολογείται ανάμεσα στο 102 και στο 114 μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Τραϊανός.
Η τελευταία καύση (Καύση Γ΄) εντοπίστηκε σε λάκκο που είχε ανοιχτεί στην κορυφή του τύμβου και ανήκε σε άνδρα. Μαζί με τα οστά του νεκρού βρέθηκαν πολλά κτερίσματα: χάλκινα αγγεία διαφόρων τύπων και μεγεθών με περίτεχνες λαβές, πήλινα και γυάλινα αγγεία, ένα χάλκινο κουτί μαζί με μια χάλκινη κυλινδρική θήκη, ένα σιδερένιο πτυσσόμενο κάθισμα, ένας σιδερένιος πτυσσόμενος τρίποδας, ένας χάλκινος πτυσσόμενος λυχνοστάτης με το χάλκινο λυχνάρι του, ένα χάλκινο φανάρι κ.ά. Ο λάκκος της καύσης αυτής δεν έχει διατηρηθεί, γιατί η έρευνα έπρεπε να προχωρήσει στα βαθύτερα στρώματα του τύμβου.
Το εντυπωσιακό σύνολο των καύσεων, αμαξών και αλόγων που αποτελεί μοναδικό εύρημα για τον ελλαδικό χώρο, οδήγησε το Υπουργείο Πολιτισμού στην απόφαση της δημιουργίας εκθεσιακού χώρου στην περιοχή του τύμβου. Το έργο έχει ενταχθεί σήμερα (2004-05) στο Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων, χρηματοδοτείται από το Υπουργείο Πολιτισμού και συνεχίζεται με τη συντήρηση των μεταλλικών αντικειμένων της ανασκαφής. Για να διατηρηθεί η ανασκαφική εικόνα των ευρημάτων, η οποία εντυπωσιάζει όλους τους επισκέπτες, αποφασίστηκε η τρισδιάστατη σάρωση καύσεων, αμαξών και αλόγων και η κατασκευή πιστών αντιγράφων σε φυσικό μέγεθος. Τα αντίγραφα αυτά θα τοποθετηθούν στις αντίστοιχες θέσεις, ενώ τα πρωτότυπα μετά τη συντήρηση και συγκόλλησή τους, θα εκτίθενται δίπλα σε ειδικές προθήκες. Θα γίνουν επίσης ανασυνθέσεις αμαξών, σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα. Η έκθεση θα πλαισιώνεται με πλούσιο εποπτικό υλικό, το οποίο θα βοηθάει τον επισκέπτη να μεταφερθεί στην εποχή κατασκευής του τύμβου και να γνωρίσει την καθημερινή ζωή των κατοίκων της περιοχής, ειδικότερα δε τις δοξασίες και τα έθιμα που είχαν για το θάνατο.
Από την αρχή της ανασκαφής αποφασίστηκε να γίνονται δεκτοί όλοι οι επισκέπτες γεγονός που οδήγησε στην αθρόα προσέλευση επισκεπτών, όχι μόνο από περιοχές της Θράκης, αλλά και από διάφορα μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Ο επισκέπτης που θα θελήσει να επισκεφτεί το χώρο της ανασκαφής, μπορεί να φτάσει εκεί μέσω Διδυμοτείχου ή Ορεστιάδας.
Από το Διδυμότειχο θα ακολουθήσει τον δρόμο για Κυπρίνο. Στη διασταύρωση, μετά τη Λάδη, θα στρίψει δεξιά προς Χελιδόνα. Μετά τη Χελιδόνα, 800 μ., υπάρχει το εκκλησάκι του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, η πινακίδα του έργου και η αρχή του χωματόδρομου (1,7 χλμ.) που οδηγεί στο χώρο του τύμβου.
Από την Ορεστιάδα θα κατευθυνθεί προς τον Βάλτο. Θα πάρει τον δρόμο αριστερά προς Χανδρά, Μεγάλη Δοξαπάρα και Μικρή Δοξαπάρα. Κι από εκεί σε 1,7 χλμ. θα φτάσει στην πινακίδα του έργου και στο εκκλησάκι του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
Έβρος, ελληνοβουλγαρικά σύνορα (1981). Φωτ από το Αρχείο του Νίκου Τσούχλου, κατατεθειμένο στο Α.ΠΑΝ.
Ιπποπόλοι και φίλιπποι
Ο Όμηρος αποκαλεί τους Θράκες «ιπποπόλους», ενώ ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης τους χαρακτηρίζουν «φιλίππους». Στην «ιπποτρόφο», σύμφωνα με τον Ησίοδο, Θράκη, ζούσαν οι φοράδες του βασιλιά Διομήδη που κατασπάραξαν τον σύντροφο του Ηρακλή, τον αποικιστή Άβδηρο. Ο ίππος απεικονίστηκε σε νομίσματα των ελληνικών πόλεων των παραλίων της αιγαιακής Θράκης, ενώ βασιλικά ιπποφορβεία υπήρχαν στα βυζαντινά χρόνια στην Ανατολική Θράκη, ανάμεσα στην Κεσσάνη και τη Ραιδεστό.
Ζεμένα ή ελεύθερα, με πλήρη εξάρτηση, θηλυκά τα περισσότερα κι όλα νεαρά, είναι τα άλογα που συνόδευαν μετά θάνατον τους κυρίους τους στη Μικρή Δοξιπάρα. Άλλα ήταν εφεδρικοί ίπποι, γνωστοί ως «ίπποι παρήοροι» ή «σειραφόροι» κι άλλα πιο δυνατά, που θυμίζουν τα λευκά άλογα του βασιλιά Ρήσου, που έφτασε με το άρμα του στο στρατόπεδο των Τρώων. Θράκη ιπποτρόφος.
ΠΗΓΕΣ : ΑΡΧΕΙΟ WWW.APAN.GR
Use Facebook to Comment on this Post