xOrisOria News

Εσείς λέτε «σε θέλω», «σ’ αγαπώ» ή «ενδιαφέρομαι για σένα»; Δείτε τι πραγματικά σημαίνει η κάθε έκφραση!

Εμείς, σπάνια χρησιμοποιούμε το σ’ αγαπώ. Λέμε καλύτερα σε θέλω, σε θέλω πολύ, ή σε θέλω πάρα πολύ…
Όμως, τι ακριβώς λέμε μ’ αυτό το «σε θέλω»;

Νομίζω πως εννοούμε: Μ’ ενδιαφέρει να είσαι καλά.

Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.

Όταν θέλω κάποιον, αντιλαμβάνομαι τη σημασία που έχει για μένα αυτό που κάνει, αυτό που του αρέσει ή αυτό που τον πονάει.

Το σε θέλω σημαίνει, επομένως, νοιάζομαι ΓΙΑ σένα, και το σ’ αγαπώ σημαίνει: νοιάζομαι πάρα πολύ. Τόσο πολύ που καμιά φορά, όταν σ’ αγαπάω, βάζω το να είσαι εσύ καλά πάνω από άλλα πράγματα, τα οποία είναι επίσης σημαντικά για μένα.

Αυτός ο ορισμός (ότι νοιάζομαι ΓΙΑ σένα) δεν μετατρέπει την αγάπη σε κάτι πολύ μεγάλο, ούτε όμως μειώνει την αξία της κάνοντάς την να φαίνεται μια ανοησία…

Θα οδηγήσει, για παράδειγμα, στην πλήρη συνειδητοποίηση δύο γεγονότων: δεν είναι αλήθεια ότι σ’ αγαπάνε εκείνοι που δεν νοιάζονται πολύ για τη ζωή σου, και δεν είναι αλήθεια ότι δεν σ’ αγαπάνε εκείνοι που ζουν εξαρτημένοι απ’ ό,τι σου συμβαίνει.

Επαναλαμβάνω: αν μ’ αγαπάς πραγματικά, νοιάζεσαι για μένα!

Αυτό σημαίνει, επομένως, -όσο κι αν με πονάει να το παραδεχτώ-, ότι αν δεν νοιάζεσαι ΓΙΑ μένα, είναι γιατί δεν μ’ αγαπάς. Αυτό δεν είναι κακό, δεν λέει κάτι άσχημο για σένα που δεν μ’ αγαπάς, είναι απλώς η πραγματικότητα, έστω κι αν είναι μια θλιβερή πραγματικότητα (όπως λέει και το τραγούδι του Σερράτ: Ποτέ δεν είναι η αλήθεια θλιβερή, απλώς δεν υπάρχει άλλη λύση… Πρέπει μάλλον να καταλάβουμε ότι το θλιβερό είναι αυτό ακριβώς: ότι δεν γίνεται αλλιώς).

Η διαφοροποίηση που κάνω -και που είναι μόνο ποσοτική- ανάμεσα στο θέλω και στο αγαπώ είναι η ίδια που γίνεται με τις περισσότερες τρυφερές εκφράσεις που χρησιμοποιούμε για να ΜΗΝ πούμε Σ’ αγαπώ. Λέμε: μ’ αρέσεις, σε βρίσκω συμπαθητικό, νιώθω για σένα τρυφερότητα, είσαι η έμπνευσή μου, έχω αισθήματα αγάπης για σένα κ.λ.π.

Αν πω ότι αγαπώ τον σκύλο µου (πράγµα που κατά βάθος είναι αλήθεια), µπορεί να µη φαίνεται καµιά σπουδαία δήλωση, δεν είναι όµως και κάτι ασήµαντο. Ο σκύλος μου δεν είναι ίδιος με κανέναν άλλον σκύλο και µε ενδιαφέρει τι του συμβαίνει. Λέω επίσης ότι αγαπώ τον γείτονά µου, και τον κύριο απέναντι, όχι όµως εκείνον στη γωνία, εκείνον δεν τον αγαπώ. Λέω ότι δεν νοιάζοµαι γι’ αυτόν καθόλου, παρόλο που µένει στην ίδια απόσταση από το σπίτι µου όπως εκείνοι που αγαπώ. Μ’ αυτούς όµως έχω κάτι, ενώ µ’ εκείνον δεν έχω τίποτα.

Και όταν έρχεται η µητέρα µου και µου λέει τα νέα, έχουμε τον εξής διάλογο:

«Ξέρεις ποιος πέθανε; Πέθανε ο Μόνγκο Πίτσα.»

«Ααα, πέθανε.»

«Θυµάσαι που ερχόταν στο σπίτι µας;»

«Όχι…»

«Πώς όχι… για θυμήσου.»

«Ωραία, θυμάµαι. Και λοιπόν;»

«Πέθανε.»

Κι εµένα τι µε νοιάζει; Η αλήθεια είναι ότι καθόλου δεν με ενδιαφέρει. Με ενδιαφέρει όµως η µητέρα µου, που την αγαπώ, και καμιά φορά, για να αισθάνεται ότι είµαι µαζί της, λέω:

«O καηµένος o Μόνγκο…»

Κι εκείνη τότε µου λέει:

«Ναι, είδες; O καηµένούλης…»

Αυτό λειτουργεί από μια άποψη διαφορετική σε σχέση µε όσα μας έμαθαν. Γιατί η ηθική που διδαχτήκαµε έμοιαζε µάλλον να στοχεύει στην αγάπη χωρίς διακρίσεις, την αγάπη του μυστικιστή, την αγάπη που υποτίθεται πως είναι αλτρουιστική, που έχει σχέση μ’ εκείνους που δεν γνωρίζω και τους βοηθάω επειδή ειλικρινά ενδιαφέρομαι και θέλω να είναι καλά. Νομίζω ότι το είπαμε ήδη: η διαφορά σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ότι το ενδιαφέρον µου γι’ αυτούς προέρχεται από την εγωιστική απόλαυση που παίρνω όταν βοηθάω, και σε κάθε περίπτωση από την ειλικρινή αγάπη μου για τους άλλους. Θέλω να πω ότι νοιάζοµαι ΠΑ τον γείτονα της γωνίας, KAI ΠΑ το παιδί στο Κόσοβο, ΚΑΙ ΓΙΑ τους άστεγους στο Ντάλας πέρα από το ποιος είναι ο καθένας τους, µόνο και µόνο επειδή είναι κι αυτοί άνθρωποι. Εδώ όμως δεν αναφέροµαι σ’ αυτό, αλλά στο καθημερινό, πέρα από τη φιλανθρωπία, πέρα από την καλοσύνη, πέρα από τη συναίσθηση ότι είµαι µε το σύνολο και µαθαίνω να αγαπώ τον εαυτό µου µέσω των άλλων.

Μ’ αυτές τις σκέψεις συνειδητοποιούµε ότι, στην πραγµατικότητα, δεν τους αγαπάμε όλους µε τον ίδιο τρόπο και δεν είναι σωστό να μοιράζουμε την ενέργεια και το ενδιαφέρον µας σε όλους αδιακρίτως. Έχω την εντύπωση ότι, το να αγαπά κανείς το σύνολο της ανθρωπότητας -χωρίς να αγαπάει ειδικά κάποιον- είναι ένα συναίσθημα που μόνον οι άγιοι µπορούν να νιώσουν, ή αποτελεί ισχυρισμό αναξιόπιστων δηµαγωγών και ατόµων συναισθηματικά ανάπηρων (όπως είναι όσοι δεν γνωρίζουν την ικανότητά τους να αγαπήσουν και γι’ αυτό ακριβώς δεν αγαπούν).

Έχοντας επίγνωση, χωρίς ενοχές, ότι αγαπώ κάποιους περισσότερο από άλλους, δείχνω µεγαλύτερο ενδιαφέρον στα πράγµατα και τα πρόσωπα για τα οποία νοιάζοµαι πιο πολύ για να µπορώ πραγµατικά να ασχοληθώ καλύτερα με εκείνους που αγαπώ περισσότερο.

Φαίνεται αναληθές, όµως στην καθηµερινή ζωή πολλοί αφιερώνουν περισσότερο χρόνο σε ανθρώπους που δεν τους ενδιαφέρουν παρά σ’ εκείνους που λένε πως τους αγαπούν με όλη την καρδιά τους. Περνούν περισσότερο καιρό προσπαθώντας να ευχαριστήσουν ανθρώπους που δεν τους ενδιαφέρουν παρά εκείνους που αγαπούν.

Αυτό είναι ανοησία.

Πρέπει να βάλουµε τα πράγματα σε τάξη. Πρέπει να καταλάβουμε τι γίνεται.

Δεν είναι απάνθρωπο να μπορώ να αφιερώνω τον λιγοστό χρόνο που διαθέτω στις σχέσεις που έχω δημιουργήσει µε τους ανθρώπους που αγαπώ πιο πολύ.

Οφείλω να συνειδητοποιήσω ότι είναι διαστροφή να περνάω περισσότερο χρόνο µε ανθρώπους που δεν θέλω να συναναστρέφομαι παρά μ’ εκείνους που αγαπώ αληθινά.

Άλλο είναι να αφιερώνω μέρος της προσοχής µου για να κάνω εμπορικές συµφωνίες και να διατηρώ εγκάρδια σχέση µε ανθρώπους που ούτε γνωρίζω ούτε µε ενδιαφέρουν, και είναι τελείως άλλο πράγμα η διεστραµμένη πρόταση του συστήµατος που µας υποβάλλει την ιδέα να ρυθµίζουμε τη ζωή μας ανάλογα µε τους ανθρώπους αυτούς. Αυτό είναι αρρωστηµένο, ακόµη κι αν πρόκειται για τους σηµαντικότερους πελάτες µου, τον διευθυντή από τον οποίο εξαρτάται η προαγωγή μου, έναν ικανό υπάλληλο ή οποιονδήποτε προνοεί για να µπορώ εγώ να κερδίζω περισσότερα χρήµατα, δύναµη ή δόξα…

Καθίστε μια στιγµή και σκεφτείτε ποιοι είναι οι δεκαπέντε, οκτώ, δύο ή πενήντα άνθρωποι στον κόσµο που σας ενδιαφέρουν πραγµατικά. Μην ανησυχείτε μήπως τύχει και ξεχάσετε κάποιον, γιατί αν τον ξεχάσετε, θα πει ότι ΕΚΕΙΝΟΣ ο συγκεκριµένος άνθρωπος δεν ήταν σηµαντικός. Φτιάξτε τον κατάλογο (µη συµπεριλάβετε τα παιδιά: όλοι ξέρουµε ότι γι’ αυτά νοιαζόµαστε περισσότερο από οποιονδήποτε ή ο,τιδήποτε άλλο) και θα επιβεβαιώσετε αυτό που ήδη ξέρατε… Ή µπορεί και να εκπλαγείτε.

Για να ολοκληρώσετε αυτή τη διαδικασία, γυρίστε σελίδα και, χωρίς να βλέπετε τον κατάλογο που φτιάξατε, γράψτε τα ονόµατα δέκα ανθρώπων για τους οποίους πιστεύετε ότι είστε σηµαντικοί (µε άλλα λόγια, φτιάξτε τον κατάλογο εκείνων που θα σας συμπεριελάμβαναν στους ΔΙΚΟΥΣ ΤΟΥΣ καταλόγους). Δεν έχει καµιά σηµασία αν είναι ή δεν είναι τα δέκα άτομα ίδια στους δύο καταλόγους. Επιβεβαιώνεται ίσως ότι υπάρχουν άτοµα που αγαπάµε και δεν µας αγαπούν πολύ, και από την άλλη υπάρχουν άνθρωποι που µας αγαπούν, αλλά εµείς δεν τους αγαπάµε πολύ.

Αξίζει τον κόπο να το ερευνήσουμε. Και η έκπληξη έχει νόηµα. Γιατί τότε θα µπορέσουμε να διακρίνουµε πολύ πιο σωστά πόσο χρόνο, ενέργεια και δυνάμεις αναλώνουµε σ’ αυτές τις συναντήσεις.

Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι «Ο Δρόμος της Συνάντησης», Opera animus

Use Facebook to Comment on this Post