Ο τραγικός θάνατος του Σπύρου Καλλάρη…
Μετά το θρίαμβο στη Θεσσαλονίκη, σειρά είχε η απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Ο γιος του Καλλάρη, ο Σπύρος, είχε μόλις αποφοιτήσει από τη Σχολή Ευελπίδων και ανυπομονούσε να πολεμήσει. Όπως περιγράφουν οι συμπολεμιστές του ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή. Σε μία επίθεση σε ένα ύψωμα, ο Σπύρος τραυματίστηκε και μετά από λίγες μέρες, αρρώστησε. Την παραμονή της μάχης της Μανωλιάσας, ο Σπύρος ζήτησε απ’ τον γιατρό να τον αφήσει να πολεμήσει. Ο γιατρός αρνήθηκε, γιατί θεωρούσε ότι δεν θα άντεχε ο οργανισμός του τόση πίεση. Ο ανθυπολοχαγός Καλλάρης δεν το βαλε κάτω. Σηκώθηκε, φόρεσε τη στολή του και με δυσκολία τον κρατούσαν να μη φύγει. Τελικά φώναξαν τον πατέρα του, του οποίου η εντολή ήταν νόμος για τον ανθυπολοχαγό. Ο Στρατηγός Καλλάρης άκουσε προσεκτικά τις συμβουλές του γιατρού και του είπε: «Γιατρέ σας παρακαλώ να τον αφήσετε. Αν αισθάνεται τον εαυτό του καλά, πρέπει να πάει». «Μα είναι ασθενής», αντέκρουσε ο γιατρός, αλλά πατέρας και γιος είχαν πάρει την απόφασή τους. Ο Σπύρος πολέμησε και έπεσε στη μάχη της 7ης Δεκεμβρίου του 1912. Το βράδυ, αφού μάζεψαν τους νεκρούς και του τραυματίες απ’ το πεδίο μάχης, ένας στρατιώτης πλησίασε τον γιατρό και του ψιθύρισε ότι ο ανθυπολοχαγός Καλλάρης ήταν νεκρός….
Το άψυχο σώμα του μεταφέρθηκε δίπλα απ’ τη σκηνή του πατέρα του, αλλά ο γιατρός δίσταζε να μεταφέρει τα τραγικά νέα. Συζήτησε με τους αξιωματικούς, οι οποίοι τον συμβούλευσαν να μην το αποκαλύψει. Η μάχη της επόμενης μέρα θα ήταν δύσκολη και ο Στρατηγός έπρεπε να παραμείνει συγκεντρωμένος. Ο νεκρός όμως έπρεπε να ταφεί και ο γιατρός δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο. Το επόμενο πρωί, ενημέρωσε τον Στρατηγό για το θάνατο του γιου του. Ο Καλλάρης μπήκε στη σκηνή και στάθηκε αλύγιστος μπροστά στη σωρό του γιου του. Δημοσίευμα της εποχής, περιέγραψε τη σκηνή: «Έμεινεν όρθιος εως ένα τέταρτον, πότε χαιδεύων τα μαλλιά του παιδιού και άλλοτε τα χείλη. Μια στιγμή θωπεύων τα παγωμένα χέρια του είπε: «παιδί μου, πώς επάγωσαν τα χεράκια του». Και έπειτα: «Εύγε Πίπη μου, έκαμες το καθήκον σου». Όταν βγήκε από τη σκηνή, το πρόσωπό του ήταν χλωμό, αλλά ανέκφραστο. Στράφηκε προς τους αξιωματικούς και είπε: «Κύριοι, επί των ίππων!» Ο Καλλάρης, όπως έγραψαν οι πολεμικοί ανταποκριτές, «πολέμησε όλη μέρα σαν Στρατηγός και το βράδυ, θρήνησε σαν πατέρας».
Το τελευταίο χτύπημα, ο θάνατος του Άγγελου…
Η αξία του Καλλάρη αναγνωρίστηκε και η μια προαγωγή, διαδέχτηκε την άλλη. Συμμετείχε και στους δεύτερους βαλκανικούς πολέμους, όπου τραυματίστηκε στη μάχη της Κρέσνας. Επέζησε και συνέχισε την καριέρα του. Το 1914 έγινε διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού και το 1916, υπουργός Στρατιωτικών στην Κυβέρνηση Ζαΐμη. Όταν εκδηλώθηκε το κίνημα της Θεσσαλονίκης το 1916, ο Καλλάρης απέφυγε να αναμιχθεί στις διαμάχες, αν και υποστήριζε τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπέρ της Αντάντ. Ωστόσο, πίστευε ότι σε περιόδους κρίσης, η χώρα έπρεπε να μείνει ενωμένη και δεν ήθελε να εντείνει την ταρράχη. Το 1918, αφού απορρίφθηκε το αίτημά του να πολεμήσει στο μέτωπο, ο Καλλάρης αποστρατεύτηκε. Την στρατιωτική παράδοση της οικογένειας συνέχισε ο δευτερότοκος γιος του Καλλάρη, Άγγελος, που συμμετείχε στη Μικρασιατική εκστρατεία του 1922. Από τα «βάθη της Ανατολής» έγραψε μία τρυφερή αφιέρωση σε καρτ-ποστάλ που έστειλε στην μικρότερη αδελφή του, Χρυσηίδα: «Μπεμπεκάκι τι γίνεσαι; Μόλις έλαβα γράμμα της μαμάς από 23 τρέχοντος. Μεγάλη ταχύτης εις το ταχυδρομείο. Είμαι καλά και ελπίζω και εσείς το ίδιο. Κάθομαι έξω από την σκηνή μου στη σκιά και γράφω, ακούω το κελάιδισμα μιας μικρής καρδερίνας που έπιασα προχθές και την έχω σε ένα πρόχειρο κλουβί. Να μπορούσες να την είχες εκεί φαντάζομαι πόσο θα σου άρεσε. Αλλά που να έλθει από τα βάθη της Ανατολής στην Ευρώπη που ζείτε εσείς. Φιλιά σε όλους, Άγγελος».