Οι άνθρωποι διακατεχόμαστε από μία επιμονή, να πολεμούμε, για να αλλάξουμε τις καταστάσεις ή τους ανθρώπους…
Η επιμονή, αυτή, έχει επαινεθεί σαν τις προσπάθειες που κάνει ένα παιδί να κατακτήσει κάτι έξω από τη σφαίρα των δυνατοτήτων του· με την αστοχία του να αξιώνεται απ’ την προσπάθειά του.
Είναι, όμως, η επιμονή η απαραίτητη αρετή για να κατακτήσουμε αυτό που λαχταρούμε, ή μας καθιστά ηττημένους από την έννοια της κατάκτησης, που τόσο αυτόματα αναπαράγεται και επανεκκινείται κάθε φορά που δεν τα καταφέρνουμε;
Λαχταρούμε, δηλαδή, την επιτυχία, ή τη διαιώνιση της ήττας αυτής καθώς μας υπόσχεται τη μονιμότητα εκείνου που λαχταρούμε;
Σκεφτείτε πως το να περιμένουμε να αλλάξει κάτι μας δίνει μία σιωπηρή υπόσχεση ότι θα παραμένει στη ζωή μας μέχρις ότου αυτό συμβεί…
Έτσι, όμως, καταλήγουμε να επιζητούμε την κατάσταση περισσότερο από το ποθητό αποτέλεσμα…
Σε αυτή την περίπτωση γινόμαστε μέρη ενός φαύλου κύκλου, ο οποίος, σκοπό έχει, να διαιωνίζει την ύπαρξη του στο βωμό ενός αποτελέσματος που δεν θα έρθει ποτέ.
Ο λόγος που αυτό συμβαίνει, δεν είναι άλλος από την άρνησή μας να δούμε την κατάσταση ως είναι, να δεχτούμε αυτό που συμβαίνει. Να αποτάξουμε εκείνους τους υπαινισσόμενους επαίνους που, οι φωνές μέσα μας δίνουν – τόσο δυνατά που σιωπούν τη δική μας φωνή – για το πείσμα μας και να αποπαγιδεύσουμε, με την κατανόησή μας, όση συναισθηματική ενέργεια βρίσκεται εγκλωβισμένη στα ψυχικά δόκανα του εαυτού.
Να αποδεχτούμε, με λίγα λόγια, ότι δεν περνάει από το χέρι μας να την αλλάξουμε και δεν ευθυνόμαστε που – ως δια μαγείας – δεν βρίσκουμε τον τρόπο να το κάνουμε. Δεν μπορούμε να της δώσουμε το τέλος που θέλουμε, μπορούμε, όμως, να δώσουμε, σε εμάς, το τέλος που αξίζουμε με το να την υπερβούμε. Τι είναι, όμως, η αποδοχή μιας κατάστασης;
Η αποδοχή μιας κατάστασης δεν είναι τίποτε άλλο από την ανάβαση του ανθρώπου στην αλήθεια της. Η διαδρομή του από την προσδοκία στην πραγματικότητα την ώρα που αποδύεται της απόπειράς του να την αλλάξει.
Μοιάζει πολύ, θα μπορούσα να πω, με τη διαδρομή ενός ανθρώπου προς τη δροσερή θάλασσα, σκορπώντας τα ρούχα που τον βαραίνουν στην άμμο αναγνωρίζοντας ότι το νερό, αν και κρύο, δεν μπορεί να τον βλάψει, πλέον, καθώς δεν έχει καμία άλλη πρόθεση από το να το βιώσει ως είναι.
Σε καμία περίπτωση δεν είναι παράδοση… Στην παράδοση δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο από το να δεχτείς τη μοίρα σου.
Στην αποδοχή, όμως, μπορείς να κάνεις τα πάντα από τη στιγμή που θα το κάνεις· από τη στιγμή που θα δεχτείς τα πράγματα ως έχουν.
Μέσα σε αυτή τη διαδικασία, τη διαδικασία του εαυτού που ξεκαθαρίσει το τοπίο, που διώχνει την ομίχλη που το καλύπτει και “στρογγυλεύει” τις γωνίες, συμβαίνει κάτι εξίσου μεγαλειώδες. Σιγά – σιγά βλέπει τα πραγματικά χρώματα που το συνθέτουν και αντιλαμβάνεται ότι οι άνθρωποι, που το απαρτίζουν, μοιάζουν να μην ταιριάζουν σε αυτό…
Μοιάζουν να μην ταιριάζουν γιατί, αυτοί οι άνθρωποι, είναι καταχωρημένοι ως κάτι περισσότερο από άνθρωποι μέσα μας. Είναι εξιδανικευμένες φιγούρες, ντυμένες με τις αρετές που είχαμε ανάγκη να έχουν, όταν τις πρωτογνωρίσαμε, σε μία θέση ψηλότερη από τη δική μας, εξυπηρετώντας την ανάγκη μας να μας κρίνουν ώστε να ανέλθουμε κι εμείς στο κύρος τους.
Εξυπηρετώντας την ανάγκη μας να παραμείνουν στη ζωή μας σαν φανοί που φέγγουν όπως φέγγουν οι φάροι και γλιτώνουν τα καράβια από τα βράχια… Η αλήθεια πίσω από αυτό, όμως, είναι πως οι φάροι, με τον ίδιο τρόπο που κρατούν τα καράβια μακριά από τα κοφτερά βράχια, έτσι τα κρατούν και μακριά από τους ίδιους.
Δεν τα αφήνουν να πλησιάσουν στην ακτή, και να γνωριστούν μαζί της, ενώ καταλήγουν εξαρτώμενα από το φως τους για να βρουν το δρόμο προς το συναισθηματικό εκείνο παρελθόν που τα κατέστησε ταξιδευτές.
Με λίγα λόγια καθιστά τις σχέσεις μας πολύ μακρινά από ειλικρινείς, πολύ μακρινά από πραγματικές αφού δημιουργεί απόσταση από τα στοιχεία που τη συνθέτουν.
Ο αδικημένος της υπόθεσης, φυσικά, είναι ο διαπραγματευτικός χώρος που μοιράζονται οι άνθρωποι, οι οποίοι κατέχονται συναισθηματικά, η λεγόμενη μεταξύ τους σχέση…
Για να δοθεί λύση σε αυτό τον ταλανισμό χρειάζεται, κανείς, να κοιτάξει μέσα του· στο εσωτερικό του ευρετήριο και να αλλάξει τις καταχωρήσεις του, επιτρέποντας στα συναισθήματα που συνοδεύουν τα πρόσωπα, εκεί, να αποπαγιδευτούν.
Να αποδεχτεί τους άλλους ως ολότητες, δηλαδή, καθώς οι ανάγκες του έχουν αλλάξει από την πρώτη μέρα που τους καταχώρησε μέσα του.
Αποδοχή, λοιπόν, είναι το απαραίτητο τέντωμα του κορμιού που χρειάζεται, κανείς, να κάνει, στα ράφια του εσωτερικού του κόσμου, για να κατεβάσει τους ανθρώπους από εικονίσματα.
Είναι η αφαίρεση της χρυσής ή ασημένιας επίστρωσης που τους καθιστά ιερούς, η συγκέντρωση στους ίδιους και όχι στην παντοδυναμία που τους απέδωσε η εξιδανίκευσή τους.
Τότε και μόνο τότε θα μπορέσει κάποιος να τους απευθυνθεί ως ίσος και τα λόγια του να μεταφέρουν τη συναισθηματική του ενέργεια η οποία θα ντύσει τη σχέση τους με το ιμάτιο της αλήθειας.
Το ύφασμα μπορεί να είναι “τραχύ” μα όποιος φοβάται ας θυμάται το εξής… Είναι οι τραχιές επιφάνειες που γδέρνουν απαλά το δέρμα και επιβεβαιώνουν πως η επαφή… έχει συμβεί στα αλήθεια…