Η νέα θεωρία επιχειρεί να εξηγήσει τον λόγο που οι κρατήρες στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης είναι πολύ περισσότεροι.
Το φωτεινότερο αντικείμενο στον νυχτερινό ουρανό μας, το φεγγάρι, αποτελεί, από την πρώτη στιγμή της ανθρώπινης παρουσίας στη Γη, αφορμή για μύθους, έμπνευση για καλλιτεχνήματα, ή απλά ένα υπέροχο θέαμα για να χαζέψει κανείς τα βράδια.
Για τους φανατικούς των επιστημών του διαστήματος, αποτελεί και μία πρώτης τάξεως ευκαιρία, για να μελετήσουν ένα ουράνιο σώμα άλλο από τη Γη. Γιατί μπορεί να γεννήθηκε από τον πλανήτη μας, αλλά δεν παύει από το να είναι, σήμερα, ξεχωριστό.
Αμέτρητοι φακοί τηλεσκοπίων έχουν στραφεί προς το μέρος του, στο πέρασμα των αιώνων, λοιπόν. Όλοι, όμως, αντικρίζουν την ίδια εικόνα, την πλευρά του που βλέπει προς τη Γη, αφού το φεγγάρι είναι “παλλιροϊκά κλειδωμένο” με τον πλανήτη μας.
Οι δύο διαφορές μεταξύ “σκοτεινής” και κοντινής πλευράς του φεγγαριού
Το φαινόμενο που ονομάζουμε “παλλιροϊκό κλείδωμα” ή σύγχρονη περιστροφή, έχει ως αποτέλεσμα το φεγγάρι να μας δείχνει πάντα την ίδια πλευρά του, επειδή ο χρόνος περιστροφής του γύρω από τη Γη (29,5 μέρες) και γύρω από τον εαυτό του (27,3 μέρες) εξισώνεται.
Έτσι, η μεριά του που κοιτάζει προς την αντίθετη κατεύθυνση από εμάς, παρέμενε άγνωστη μέχρι και πριν από μισό αιώνα, όταν οι Σοβιετικοί έστειλαν το Luna 3, το οποίο φωτογράφισε, για πρώτη φορά, τη “σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού”.
Από τότε, έχουμε καταφέρει να εξασφαλίσουμε και άλλες εικόνες της, αλλά από εκείνη την πρώτη φωτογραφία, δύο πράγματα έκαναν εντύπωση στους ειδικούς: η σκοτεινή πλευρά έχει (α) περισσότερους κρατήρες και (β) καθόλου σεληνιακές θάλασσες.
Οι δύο παρατηρήσεις προβλημάτισαν τους επιστήμονες, οι οποίοι χρειάστηκαν, σχετικά, μεγάλο χρονικό διάστημα για να καταλήξουν σε μία θεωρία. Κατ’ αυτή, η εξωτερική πλευρά του δορυφόρου μας έχει πιο πολλούς κρατήρες, επειδή δέχεται περισσότερα χτυπήματα από αστεροειδείς.
Η υπόθεση ακούγεται σωστή, αφού, όντως, η λογική λέει ότι η κοντινή πλευρά είναι πιο δύσκολο να “βομβαρδιστεί” από αντικείμενα, προστατευμένη από τη Γη. Τελικά, η εικασία αποδεικνύεται λανθασμένη! Τα πάντα έχουν, μάλλον, να κάνουν με τον τρόπο γέννησης της Σελήνης.
Όπως είδαμε πρόσφατα και αναφέραμε παραπάνω, το φεγγάρι δημιουργήθηκε όταν η Γη συγκρούστηκε με ένα ουράνιο σώμα (τη Θεία) στο μέγεθος του Άρη, πριν από κάτι περισσότερο από 4 δισεκατομμύρια χρόνια, εκτοξεύοντας το υλικό που σχημάτισε τη Σελήνη, στο διάστημα.
Νέα μελέτη προτείνει νέα θεωρία ως την εξήγηση των διαφορών
Τώρα, νέα μελέτη συνδέει αυτό το γεγονός με τον αριθμό των κρατήρων και θαλασσών στις δύο πλευρές του φεγγαριού. Συγκεκριμένα, οι Jason Wright, Stein Sigurdsson και Arpita Roy (επικεφαλής συγγραφέας) υποστηρίζουν ότι οι διαφορές οφείλονται στη θερμότητα της πρώιμης Γης.
Ειδικότερα, την εποχή που ο πλανήτης μας συγκρούστηκε με τη Θεία υπολογίζεται ότι είχε θερμοκρασία πάνω από 2400 βαθμούς Κελσίου – ήταν, ουσιαστικά, μία μπάλα από μάγμα. Οπότε, το νεογέννητο φεγγάρι δεχόταν πολύ μεγάλη ζέστη.
Σύμφωνα, λοιπόν, με μοντέλο που έφτιαξαν οι ανωτέρω ερευνητές, στα πλαίσια της μελέτης τους, αυτή η θερμότητα ήταν ικανή να κρατά το φεγγάρι σε ημιρευστή κατάσταση. Και, αφού το φεγγάρι ήταν από τότε “παλλιροϊκά κλειδωμένο” με τη Γη, η μακρινή του πλευρά κρύωσε και σταθεροποιήθηκε νωρίτερα.
Το αποτέλεσμα ήταν, πάντα κατά τη νέα μελέτη, πολλοί αστεροειδείς και κομήτες που συγκρούονταν με την κοντινή πλευρά του – αυτή που βλέπουμε – να βυθίζονται μέσα σε ωκεανούς από μάγμα, τις σημερινές σεληνιακές θάλασσες, χωρίς να αφήνουν σημάδια στην επιφάνεια.
Την ίδια περίοδο, η σκοτεινή πλευρά γέμιζε κρατήρες, αφού από την επιφάνειά της έλειπε το υγρό στοιχείο που θα “κατάπινε” τους ιπτάμενους “εισβολείς”. Η θεωρία που προτείνουν οι τρεις ερευνητές, εξηγεί και τη χημική διαφορά των δύο πλευρών, σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλούνται.
Και κάπως έτσι, φτάσαμε στη σημερινή εικόνα του δορυφόρου μας. Ένα ακόμα κομμάτι στο παζλ της δημιουργίας και της εμφάνισης του φεγγαριού, αν η νέα θεωρία αποδειχθεί, μπαίνει στη θέση του. Ακόμα κι έτσι, το σίγουρο είναι ότι η Σελήνη θα παραμένει, πάντα, μυστηριώδης και σαγηνευτική.
Είναι, μάλλον, που βρίσκεται τόσο κοντά, αλλά και τόσο μακριά, ταυτόχρονα. Τόσο οικεία, αλλά και τόσο ξένη, όσο χρειάζεται για να μας κρατά μαγευτικά κλειδωμένους μαζί της, όπως είναι και αυτή κλειδωμένη με το σπίτι μας.