Οι αρχαίοι τον περιγράφουν πανύψηλο, γεροδεμένο καθώς και τίμιο και ευγενή. Αγωνιζόταν πάντα χωρίς να στρίβει ή να σκύβει, και χωρίς να αποφεύγει τα κτυπήματα του αντιπάλου του, για αυτό και οι Έλληνες τον αποκαλούσαν “ευθυμάχα”. Μια φορά μάλιστα νίκησε “ακονιτί”, δηλαδή χωρίς καν να αγωνιστεί, αφού ο αντίπαλος του δεν τόλμησε να εμφανιστεί στο στάδιο. Για όλα αυτά του τα χαρίσματα μάγευε τους θεατές και σύντομα θεωρήθηκε απ τους αρχαίους σύμβολο δύναμης και αρετής.
Ο μεγάλος ποιητής Πίνδαρος τον ύμνησε με τον “Έβδομο Ολυμπιόνικο” του, έναν από τους πιο εμπνευσμένους του επίνικους ύμνους, τον οποίο οι Ροδίτες είχαν χαράξει με χρυσά γράμματα στο ναό της Λινδίας Αθηνάς στη Ρόδο.
Ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για έναν Ολυμπιονίκη να τιμηθεί με έναν ύμνο, και μάλιστα από έναν τόσο εξαιρετικό ποιητή. Έτσι το όνομά του, η γενιά του και τα κατορθώματα του, σε μορφή τραγουδιού, περνούσαν από στόμα σε στόμα σε όλους τους Έλληνες. Αποσπούσε τον πρωταθλητή από την ανωνυμία, τον ανύψωνε στη σφαίρα των ηρώων και των ημιθέων και διαιώνιζε τη μνήμη του στους αιώνες. Ήταν κάτι θεϊκό, αφού οι αθλητές αθλούνταν στο όνομα των θεών και γίνονταν σύμβολα ειρήνης, φιλίας, υγείας και πατριωτισμού, αφού ήταν οι αγαπημένοι των πατρίδων τους. Αλλά και πρότυπο μίμησης για τους υπόλοιπους Έλληνες.
Ο Διαγόρας έκανε πέντε παιδιά, το Δαμάγητο, τον Ακουσίλαο, το Δωριέα, την Καλλιπάτειρα και τη Φερενίκη. Όλοι οι γιοί του, αλλά αργότερα και οι εγγονοί του, ο Ευκλής και ο Πεισίροδος, αναδείχτηκαν πολλές φορές ολυμπιονίκες, είτε στην πυγμαχία είτε στο παγκράτιο. Τα αγάλματα όλων τους είχαν στηθεί στο ιερό της Ολυμπίας. Έτσι η οικογένειά του, οι Διαγορίδες, έμειναν στη μνήμη των ανθρώπων ως οικογένεια ολυμπιονικών.
Auguste Jean Baptiste Vinchon (French, 1789-1855), Diagoras of Rhodes Carried in Triumph by his Sons, 1814
Αφού όλη η ζωή του Διαγόρα συνδέθηκε άρρηκτα με τους αγωνιστικούς χώρους ίσως δεν ήταν τυχαίο που συνδέθηκε με αυτούς ακόμα και ο θάνατός του.
Σε προχωρημένη πλέον ηλικία ήταν παρών στην 83η Ολυμπία το 448 π.Χ. όταν οι γιοί του, Δαμάγητος και Ακουσίλαος, στέφθηκαν Ολυμπιονίκες στο παγκράτιο και την πυγμαχία. Όταν τα δυο παλικάρια μετά την νίκη τους μπήκαν στο στάδιο, περί τους 40.000 Έλληνες άρχισαν να τους επευφημούν με το περίφημο «τήνελα καλλίνικοι», να τους ραίνουν με άνθη και να περιμένουν να τους δουν να ξεκινούν το γύρο του θριάμβου. Όμως εκείνοι επιλέγουν διαφορετικό τρόπο για να επιδείξουν την αρετή τους. Πηγαίνουν κατευθείαν στον υπέργηρο πατέρα τους, βγάζουν τα στεφάνια της νίκης απ’ το κεφάλι τους και στεφανώνουν το θρύλο Διαγόρα.
Κατόπιν, ανεβάζουν το γέρο πατέρα τους στους ώμους τους και ξεκινούν το γύρο του θριάμβου τους, μέσα στις επευφημίες του πλήθους. Και τότε, μέσα από το πλήθος των φιλάθλων, ένας Σπαρτιάτης δεν κρατιέται και φωνάζει στον κατασυγκινημένο ασπρομάλλη Διαγόρα: «Κάτθανε Διαγόρα, ουκ εις Όλυμπον αναβήση» (Πέθανε Διαγόρα, μην περιμένεις να ανέβεις και στον Όλυμπο)! Θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να πεί ότι ο Διαγόρας είχε αγγίξει πια το αποκορύφωμα της καταξίωσης και της υστεροφημίας… Όντας ο ίδιος Ολυμπιονίκης, όντας τα παιδιά του Ολυμπιονίκες… δεν υπήρχε άλλο τι να κατακτήσει!
Και τότε ο Διαγόρας, εν μέσω των επευφημιών και πλήρης ευδαιμονίας άφησε την τελευταία του πνοή στους ώμους των γιων του. Και έτσι τελικά, ανέβηκε και στον Όλυμπο, κατάκτησε δηλαδή και την αθανασία, αφού εμείς σήμερα ακόμα τον αναφέρουμε και η ιστορία του ακόμα μας συγκινεί.
Αναδημοσίευση από: Η Αθήνα κι εμείς – Φίλοι των ξεναγήσεων
mythagogia.blogspot.gr