Ρουμανία, 1959: ένα ταξί γεμάτο με πέντε νεαρούς ανθρώπους του πνεύματος σταματά με στραβοτιμονιά μπροστά στην Εθνική Τράπεζα, δίπλα στο βανάκι της χρηματαποστολής που ξεφορτώνει το μετρητό.
Η κομπανία αποβιβάζεται από το αμάξι, ένας υψώνει μια κινηματογραφική μηχανή και φωνάζει «Πάμε!».
Το σύντομο τέλος έρχεται βέβαια μέσα στα θερμά χειροκροτήματα των παριστάμενων, αφού μόλις έγιναν μάρτυρες μιας θεσπέσιας κινηματογραφικής σκηνής. Το λέει εξάλλου η πινακίδα «Γύρισμα σε Εξέλιξη» που στήθηκε στα γρήγορα, αν και σε μια προσεκτικότερη ματιά λείπει ο συνήθης εξοπλισμός των συνεργείων: τα φώτα, τα σκηνικά, το μπουμ, το πολυπληθές συνεργείο κ.λπ.
Κάτι δεν πήγαινε καλά με το εν λόγω γύρισμα της σκηνής δράσης. Όσο για την ίδια τη δράση, δεν ήταν παρά η μεγαλύτερη ληστεία που είχε μόλις εκτυλιχθεί στα «κόκκινα» χρονικά και δη στη Χρυσή Εποχή του Κομμουνισμού!
Η σπείρα ονομαζόταν «Συμμορία Ιοανίντ» και δεν ήταν παρά έξι νεαροί Εβραίοι διανοούμενοι που κατάφεραν να υφαρπάξουν κάπου 250.000 δολάρια (1,6 εκατ. ρουμάνικα λέι) από την Εθνική Τράπεζα της Ρουμανίας.
Ο σκοπός των ιστορικών στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν ήταν να ξεσκεπάσουν τη ζοφερή φάρσα που κρυβόταν κάτω από τον κομμουνιστικό μανδύα του δεσποτικού ζυγού ούτε να καταγγείλουν το καθεστώς. Ήθελαν απλώς να ζήσουν μέσα στη χλιδή και την πολυτέλεια και τα κίνητρά τους ήταν εντελώς ιδιοτελή, όπως ήθελε τουλάχιστον το ρουμανικό καθεστώς να πιστέψει ο κόσμος.
Αυτή ωστόσο είναι μόνο η επίσημη κυβερνητική γραμμή για το τι πράγματι συνέβη την αποφράδα εκείνη μέρα, καθώς η όλη ιστορία εξελίχθηκε σε μια πλεκτάνη με απίστευτες ανατροπές και κρατικές συγκαλύψεις. Πώς μια μικρή ομάδα ανθρώπων του πνεύματος είχε δηλαδή το σθένος να τα βάλει με το παντοδύναμο απολυταρχικό καθεστώς, που η ιστορική ειρωνεία τους ήθελε μάλιστα να έχουν συμβάλει τα μέγιστα στην ενθρόνισή του;
Οι έξι παρτιζάνοι του Β’ Παγκοσμίου που πολέμησαν τους Ναζί στο ρουμανικό αντάρτικο ήταν όλοι φλογεροί σοσιαλιστές που καλωσόρισαν με ανοιχτές αγκάλες τη σοβιετική απελευθέρωση του 1944 και δούλεψαν κατόπιν πυρετωδώς για το στρώσιμο του κομμουνιστικού δρόμου στη Ρουμανία.
Τόσο οι ιστορικές σχέσεις τους με το καθεστώς όσο και μια σειρά ακόμα από μυστήρια και απρόοπτα έφεραν σύντομα το αμφιλεγόμενο στην υπόθεση, καθώς το κομμουνιστικό καθεστώς έσπευσε να τους δικάσει στα γρήγορα και να τους εκτελέσει στο απόσπασμα, πνίγοντας έτσι κάθε φωνή που θα μπορούσε να πει τα καθέκαστα διαφορετικά.
Στην υπόθεση αναμείχθηκε εξάλλου από την πρώτη στιγμή η κομμουνιστική μυστική αστυνομία, η διαβόητη Κρατική Υπηρεσία Ασφαλείας «Σεκιουριτάτε», η οποία μέσα σε δυο μήνες είχε βρει τους φερόμενους ως δράστες, τους τσάκωσε σε αιφνιδιαστικές νυχτερινές επιχειρήσεις, τους δίκασε κεκλεισμένων των θυρών και τους καταδίκασε όλους (πλην μίας) σε θάνατο. Όσο για την εκτέλεσή τους το 1960, παρέμεινε εξίσου μυστική, άγνωστη ακόμα και στα μέλη των οικογενειών τους.
Η μόνη γυναίκα της σπείρας, που γλίτωσε τον θάνατο μόνο και μόνο επειδή ήταν μητέρα, αποφυλακίστηκε από τα ισόβια δεσμά της το 1964 παίρνοντας αμνηστία, αν και το στόμα της ήταν τώρα δεμένο. Πριν από την εκτέλεση μάλιστα των καταδικασθέντων, όλοι υποχρεώθηκαν να αναπαραστήσουν τη ληστεία σε ένα προπαγανδιστικό φιλμ (με τίτλο «Αναπαράσταση»), το οποίο φτιάχτηκε αποκλειστικά για τα μάτια του Κομμουνιστικού Κόμματος, αν και θα κυκλοφορούσε τελικά στους κινηματογράφους για να προάγει την αντισημιτική ρητορεία του καθεστώτος.
Και μιας και είναι η μόνη επίσημη καταγραφή που υπάρχει ως τις μέρες μας, δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς πού σταματά η πραγματικότητα και πού αρχίζει ο συνωμοσιολογικός μύθος…
Η προϊστορία
Η αλήθεια από την προπαγάνδα απέχουν συνήθως ελάχιστα στα καθεστώτα του πρώην Ανατολικού Μπλοκ και το γεγονός αυτό ήταν που έφερε όλες τις αντιρρήσεις και τις επικρίσεις στον κυβερνητικό χειρισμό της Υπόθεσης Ιοανίντ. Η Σπείρα Ιοανίντ, όπως έμεινε γνωστή, είχε στο τιμόνι της τους Αλεξάντρου και Πολ Ιοανίντ, ιστορικά στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρουμανίας, και απαρτιζόταν επίσης από τον Ιγκόρ και τη Μόνικα Σεβιάνου, τον Χαραλάμπι Ομπεντεάνου και τον Σάσα Μουσάτ.
Παρά το γεγονός ότι όλοι τους είχαν υποδεχθεί με ενθουσιασμό το 1947 το κομμουνιστικό ιδεώδες και ήταν παθιασμένοι αριστεροί, ελπίζοντας πως μια νέα εποχή ανέτειλε επιτέλους στη Ρουμανία, λίγα χρόνια αργότερα ο αρχικός πανηγυρισμός είχε υποχωρήσει και έδωσε τώρα τη θέση του στην απογοήτευση για την υποκριτική νέα τάξη πραγμάτων.
Όπως και πολλοί ακόμα νεαροί εβραίοι που είχαν μοχθήσει για την έλευση της «κόκκινης» ουτοπίας στη Ρουμανία, η κομπανία ένιωθε τώρα ότι η αυταπάτη του καθεστώτος ήταν πασιφανής. Ακόμα χειρότερα, οι πολιτικές περιπέτειες της ισχυρής κυρίας του ρουμανικού κομμουνισμού, της επίσης εβραίας Άνα Πάουκερ, η οποία έχασε την εύνοια του «Πατερούλη», καθαιρέθηκε, αποπέμφθηκε από το κόμμα και τον Φεβρουάριο του 1953 φυλακίστηκε, έκαναν την παρέα αυτή των διανοουμένων να συλλογίζεται το ζοφερό μέλλον.
Μετά τη βίαιη και συνωμοσιολογική απομάκρυνσή της λοιπόν από τον άτυπο ρόλο του ηγέτη του ρουμανικού κομμουνισμού, στα πράγματα ήρθε ο πολιτικός της αντίπαλος Γκεόργκε Γκεοργκίου-Ντεζ, ο οποίος ως πειθήνιο σταλινικό πιόνι ήταν έτοιμος να εφαρμόσει τυφλά τις σκληρότερες και καταπιεστικότερες μεθόδους του σοβιετικού καθεστώτος. Οι «Πραιτοριανοί» του Γκεοργκίου-Ντεζ, η τρομακτική Σεκιουριτάτε, είχαν αναλάβει εξάλλου από το 1951 τα νέα τους καθήκοντα, τη συστηματική εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος, την παρακολούθηση των πολιτών, τη λογοκρισία του Τύπου και την καταπάτηση κάθε ανθρώπινου δικαιώματος, ρίχνοντας κι άλλο λάδι στη φωτιά του αντικομμουνιστικού μένους.
Ο Αλεξάντρου Ιοανίντ, το πιο προβεβλημένο κοινωνικά μέλος της σπείρας, ήταν εξάλλου συνταγματάρχης της Σεκιουριτάτε, μέχρι να χωρίσει τουλάχιστον τη σύζυγό του και να δει τα αξιώματα και την επιρροή του να παίρνουν την κάτω βόλτα. Πλέον περνούσε τις μέρες του με λίγους καλούς φίλους και παλιούς συμμαχητές στον Β’ Παγκόσμιο, τα υπόλοιπα μέλη της σπείρας δηλαδή, όταν και αποφάσισαν ότι κάτι έπρεπε να γίνει για το ανήκουστα ζοφερό καθεστώς της Ρουμανίας. Πέρα από τον διαβασμένο συνταγματάρχη της Μυστικής Αστυνομίας, οι άλλοι ήταν πράγματι διανοούμενοι: δημοσιογράφοι και ερευνητές, ένας φυσικός και ένας καθηγητής Ιστορίας!
Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι στέναζαν κάτω από τον «κόκκινο» ζυγό, ήταν και ότι ένιωθαν παγιδευμένοι στη Ρουμανία, καθώς κανείς δεν μπορούσε να περάσει τα σύνορα και κάθε μορφής επικοινωνία ελεγχόταν εξονυχιστικά. Ήταν όμως και το άλλο: οι πέντε άντρες εβραίοι της ιστορίας μας είχαν πολεμήσει για την ανεξαρτησία της χώρας τους κατά τον Β’ Παγκόσμιο και τώρα, μέσα στο καθεστώς που τόσο είχαν βοηθήσει για να υπάρξει, αντιμετώπιζαν και πάλι αντισημιτισμό, μέσα στις υποσχέσεις για μια άφυλη και ισόποση κοινωνία προλετάριων…
Η διαβόητη ληστεία που συγκλόνισε τον κομμουνιστικό κόσμο
Το σκηνικό που έστησε η σπείρα στις 28 Ιουλίου 1959 θύμιζε πολύ δυτικού τύπου και καπιταλιστικότατες ληστείες! Ένα ταξί καταφτάνει μανιασμένα στη σκηνή με τα λάστιχά του να στριγγλίζουν και πέντε άντρες πετάγονται έξω φορώντας αντιασφυξιογόνες μάσκες. Στήνουν στα γρήγορα μια πινακίδα που ενημερώνει ότι εκτυλίσσεται κινηματογραφικό γύρισμα, ανάβουν την κάμερα και απειλούν τον οδηγό της χρηματαποστολής με τα ημιαυτόματά τους να αδειάσει το περιεχόμενο του βαν στο αμάξι τους.
Η λεία είναι τουλάχιστον ζηλευτή, καθώς τα 1,6 εκατ. λέι αντιπροσώπευαν το 1959 τον μέσο μηνιαίο μισθό 2.000 ρουμάνων εργατών! Σε σημερινές αξίες, μιλάμε για λίγο λιγότερα από 1 εκατ. ευρώ. Αν και πρακτικά τα χρήματα είναι άχρηστα. Καθώς διαφεύγουν ανενόχλητοι στιγμές αργότερα, το φιλοθεάμον κοινό καταχειροκροτεί εντυπωσιασμένο τη σκηνή δράσης που εκτυλίχθηκε μπροστά του και κάποιος μάλιστα τρέχει ξοπίσω τους ουρλιάζοντας πως ξέχασαν την ενημερωτική πινακίδα «Γύρισμα σε Εξέλιξη»!
Μεταξύ των αυτοπτών μαρτύρων θα είναι και ένας νεαρός σερβιτόρος μιας καφετέριας απέναντι από την Εθνική Τράπεζα Ρουμανίας, ο οποίος θα εμπλακεί σε μια παράξενη -και αληθινή αυτή τη φορά- κινηματογραφική παραγωγή που περιλαμβάνει τους ίδιους κακοποιούς να ανασυγκροτούν τη ληστεία τους κάτω από την απειλή των κυβερνητικών όπλων αυτή τη φορά.
Τόσο ως τιμωρία όσο και για λόγους προπαγάνδας, η σπείρα εξαναγκάστηκε στην αναβίωση του εγκλήματος και ο σερβιτόρος εκμεταλλεύτηκε το καφκικό αυτό σκηνικό μαθαίνοντας πως το πρώτο γύρισμα ήταν ουσιαστικά πραγματική ληστεία! Ο σερβιτόρος βρίσκει τους εβραίους ληστές ενδιαφέροντες και σαγηνευτικούς, οι οποίοι παίζουν τώρα τους ρόλους τους με μια πρόθυμη αδιαφορία και μπόλικες δόσεις χολιγουντιανού θεατρινισμού.
Από τις σύντομες συζητήσεις με την κομπανία των γλυκομίλητων αυτών ρητόρων, ο σερβιτόρος μαθαίνει πόσο αποκαρδιωμένοι ήταν αυτοί οι ρομαντικοί κομμουνιστές τόσο με το σταλινικού τύπου μόρφωμα του Γκεοργκίου-Ντεζ όσο και τις αντισημιτικές διώξεις του «Πατερούλη» στην ΕΣΣΔ. Μέσω του ίδιου του Στάλιν είχε πάρει εξάλλου ο Γκεοργκίου-Ντεζ το πράσινο φως για να εκκαθαρίσει το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρουμανίας από τα «ξένα» στοιχεία, στα οποία συμπεριλαμβανόταν η Πάουκερ και άλλοι υψηλόβαθμοι εβραίοι και ούγγροι αξιωματούχοι.
Το νεαρό γκαρσόνι έμαθε όμως κι άλλα από τους δύο Ιοανίντ, τους δύο Σεβιάνου, τον Ομπεντεάνου και τον Μουσάτ, τα προβεβλημένα μέλη της ρουμανικής ιντελιγκέντσιας και στρατιώτες του κομμουνισμού ήδη από τα αντάρτικα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου. Η κάρτα μέλους τους μάλιστα στο Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν από την εποχή που στην «κόκκινη» φράξια δεν ήταν παρά χίλιοι νοματαίοι. Αποθαρρημένοι όπως και τόσοι ακόμα εβραίοι από τη διχαλωτή γλώσσα του Γκεοργκίου-Ντεζ, καθώς πια ήταν σαφές ότι η δική του κομμουνιστοποίηση της Ρουμανίας αφορούσε αποκλειστικά στους «καθαρούς» Ρουμάνους, οι διανοούμενοι στράφηκαν στο εκδικητικό έγκλημα…
Τα μεθεόρτια
Το τολμηρό χτύπημα δεν θα έμενε ωστόσο ατιμώρητο. Μέσα σε δύο μήνες θα ήταν όλα παρελθόν, καθώς οι δράστες συνελήφθησαν, πέρασαν από δίκη-παρωδία και καταδικάστηκαν σε θάνατο, εκτός από τη Μόνικα Σεβιάνου, η οποία λόγω της μητρότητας είδε την ποινή της να μετατρέπεται σε ισόβια κάθειρξη. Πριν εκτελεστούν βέβαια στο απόσπασμα, η σπείρα των διανοούμενων ληστών εξαναγκάστηκε σε μια γκροτέσκα αναπαράσταση του εγκλήματος.
Λέγεται ότι η συμμορία πήρε μέρος στο προπαγανδιστικό φιλμ με αντάλλαγμα την ελάφρυνση των ποινών τους, αν και κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ, καθώς κάποια στιγμή εκτελέστηκαν το 1960 με τη γνώριμη μυστικοπάθεια του «κόκκινου» καθεστώτος. Λίγο μετά, η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος ρίχνει στην κυκλοφορία την κατάφωρα προπαγανδιστική «Αναπαράσταση», η οποία υπερτονίζει κάθε στιγμή την εβραϊκή καταγωγή των δραστών, νομιμοποιώντας τον νέο κύκλο διωγμών του Γκεοργκίου-Ντεζ κατά της εβραϊκής μειονότητας. Στο φιλμ απεικονίζονταν μάλιστα ως περιθωριακοί λήσταρχοι που απολάμβαναν μια ζωή πολυτέλειας, αδιανόητη στα χρόνια του κομμουνιστικού προλεταριάτου!
Ο σκοπός της «Αναπαράστασης» ήταν να δείξει ότι η ληστεία δεν ήταν απλή πράξη μεμονωμένων κακοποιών, αλλά στοιχείο της θρησκευτικής «ράτσας»: οι φαύλοι εβραίοι καταληστεύουν τον φτωχό ρουμανικό λαό, μια εικόνα που όμοια με τους Σοβιετικούς καλλιέργησαν εκτεταμένα οι Ρουμάνοι για να δείξουν τον κίνδυνο του «άρριζου κοσμοπολίτη» εβραίου που αντιστρατεύεται τα συμφέροντα του απλού λαού.
Αυτό που δεν κατάφερε να περιλάβει ωστόσο στο προπαγανδιστικό υλικό του το καθεστώς του Γκεοργκίου-Ντεζ ήταν οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους στράφηκαν στο έγκλημα τα προβεβλημένα αυτά μέλη της κοινωνίας του Βουκουρεστίου. Στην πραγματική δίκη της σπείρας, ο δημόσιος κατήγορος υπαινίχθηκε ότι το κίνητρο δεν ήταν παρά να στείλουν τα κλοπιμαία στο διεθνές σιωνιστικό κίνημα, βάζοντας έτσι από την πόρτα στη ρουμανική επικράτεια τον Νο 1 καπιταλιστικό εχθρό, τις ίδιες τις ΗΠΑ! Αυτό βέβαια μόνο ψέμα ήταν, καθώς όλοι ήξεραν ότι τα ρουμάνικα λέι δεν περνούσαν πουθενά εκτός Ρουμανίας.
Και γιατί τότε βούτηξαν αυτοί οι μορφωμένοι και γνώστες της κατάστασης ληστές ένα αστρονομικό ποσό από άχρηστα στην ουσία χαρτονομίσματα; Μήπως τους την έστησαν οι πολιτικοί τους αντίπαλοι μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, σε μια κυβερνητική πλεκτάνη από αυτές που αρέσκονταν τα «κόκκινα» καθεστώτα; Ή μήπως επειδή προδόθηκαν από την ίδια τους την ιδεολογία θέλησαν να εκδικηθούν τη διχαλωτή γλώσσα του κομμουνιστικού ιδεώδους του τύπου «όλοι ίσοι, φτάνει να είσαι δικός μας»;
Ενδέχεται τα χρήματα να μην ήταν ποτέ ο σκοπός του διαβόητου αυτού εγκλήματος που συγκλόνισε το Σιδηρούν Παραπέτασμα της εποχής και τα πραγματικά κίνητρα να ήταν απλώς το ξεσκέπασμα του προσωπείου της απολυταρχικής αυθαιρεσίας και της απόλυτης εξουσίας που είχε μετατραπεί το κομμουνιστικό όραμα.
Πώς έφτασε όμως η ιστορία της μεγαλύτερης ληστείας στα κομμουνιστικά χρονικά να γίνει μια τόσο αμφιλεγόμενη υπόθεση, που θα έριχνε βαριά τη σκιά της στο «κόκκινο» καθεστώς; Αρκετά ντοκιμαντέρ και μελέτες πυροδοτήθηκαν από το γεγονός στα νεότερα βέβαια χρόνια (από το 1998-2004, για παράδειγμα, κυκλοφόρησαν αρκετές κινηματογραφικές έρευνες), όταν ο κομμουνισμός δεν ήταν παρά φάντασμα στη Ρουμανία. Όπως κι αν έχει, η ανασυγκρότηση της αλήθειας σε μια εποχή που μαστίστηκε από τόση χειραγώγηση και προπαγάνδα μόνο εύκολη δεν είναι.
Η ληστεία παρέμεινε φυσικά μυστική στην εποχή της, καθώς η σοκαρισμένη κυβέρνηση και η έκπληκτη Σεκιουριτάτε δεν ήθελαν να παραδεχτούν ανοιχτά ότι κάποιος εξεγέρθηκε κατά του κομμουνιστικού παραδείσου που είχαν στήσει στο εσωτερικό της Ρουμανίας. Κι έτσι το έγκλημα τελέστηκε όχι από πραγματικούς Ρουμάνους που λάτρευαν αναγκαστικά το καθεστώς, αλλά από τον αμοραλιστή «άλλο» που έκλεινε διαχρονικά το μάτι στην καπιταλιστική Δύση: οι εβραίοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν την προλεταριακή διαλεκτική και τον σοσιαλισμό, παρά το γεγονός ότι ιστορικά ανήκαν στα ιδρυτικά στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρουμανίας!
Παρά τις απόπειρες να σιγήσει όμως η πλάση, το γεγονός κυκλοφόρησε στο Βουκουρέστι και τώρα η κυβέρνηση αναγκάστηκε να ρίξει στην κυκλοφορία το προπαγανδιστικό «ντοκιμαντέρ» που είχε φτιαχτεί αποκλειστικά για εσωτερική κατανάλωση, ώστε να μπαλώσει τις τρύπες της ιστορίας της.
Όταν εξάλλου βρήκαν τα όπλα, τον εγκληματικό εξοπλισμό και τη λεία, ήταν σαφές ότι οι κακοποιοί δεν είχαν χαλάσει δεκάρα. Αφού ήξεραν λοιπόν ότι στο εσωτερικό τα χρήματα δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν χωρίς να κινήσουν υπόνοιες και στο εξωτερικό ήταν πρακτικά άχρηστα, γιατί τα βούτηξαν;
Οι ιστορικοί του σήμερα φαίνεται να συμφωνούν ότι η Σπείρα Ιοανίντ δεν έκανε καμιά ληστεία, παρά μια τολμηρή πράξη απείθειας που κοίταξε στα μάτια την τυραννία και την αψήφησε με την ωμότητα που της έπρεπε. Κάνοντας φυσικά το αδιανόητο: να χτυπήσει μια κρατική τράπεζα σε κομμουνιστική χώρα!
Η πραγματική αλήθεια του τι συνέβη εκείνη τη μέρα και κυρίως γιατί συνέβη ό,τι συνέβη δεν θα γίνει πιθανότατα ποτέ γνωστή. Αυτό που από την άλλη όμως δεν μπορεί να κρυφτεί με τίποτα είναι η ηθελημένη απόπειρα του Κομμουνιστικού Κόμματος να κρατήσει την υπόθεση κρυφή και όταν είδε ότι αυτό δεν γινόταν, να τη χρησιμοποιήσει για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Ίσως οι έξι αυτοί εβραίοι διανοούμενοι να ήταν πια ένα αγκάθι στα πλευρά του ρουμανικού κομμουνισμού, ποιος ξέρει…
Use Facebook to Comment on this Post