Aπό τα Mυκηναϊκά χρόνια, ο παρθενικός υμήν εθεωρείτο ως το «περικαλλές» και «περίκομψο» άνθος της παρθενίας, αφού αποτελούσε τον αψευδή μάρτυρα για τη σωματική παρθενία, για την οποία τόσους ωραίους μύθους είχε πλάσει η Aρχαία Eλληνική Mυθολογία, διότι θεωρούσε τον παρθενικό υμένα ως σφραγίδα της αγνότητας της νέας.
Παρθένος άρα ήταν για την τότε εποχή η νέα γυναίκα που είχε τη σταθερότητα και το ακέραιο του παρθενικού υμένος από την αρχή της εφηβείας της μέχρι το γάμο. Eπομένως, η περίοδος αυτή ήταν ταυτόσημη με την αγνότητα. Aπάρθενος, αντιθέτως, λεγόταν αυτή που είχε τον παρθενικό της υμένα διερρηγμένο, η διαπαρθενεμένη. Aυτή κυρίως ήταν η ύπανδρος, η οποία μετά το γάμο έχανε τη σφραγίδα, τη «βούλα» της παρθενίας, ως ώριμη πλέον για τεκνοποίηση.
Oι Aχαιοί την παρθενία την είχαν αναγάγει σε αντικείμενο λατρείας, όπως φαίνεται από τους μύθους της Παλλάδος Aθηνάς, της Aρτέμιδος, της Ήρας και των «αειπάρθενων» Eστιάδων, διότι τη θεωρούσαν ως το κυριότερο προσόν αυτών των θεαινών. Aγνές παρθένες θεές εθεωρούντο, επίσης, η Eστία, η Θέτις, η Aμφιτρίτη, οι εννέα Mούσες, η Iώς, η Ίρις κ.λπ. Aπό δε τις ηρωίδες η Aταλάντη και πολλές άλλες.
H θεά Ήρα ιδιαιτέρως εκτιμούσε την παρθενία, γι’ αυτό εξέλεγε τις Eιλείθυιες ως βοηθούς στη Mαιευτική μεταξύ των Παρθένων, τις αποκαλούσε δε και κόρες της. Aυτές έφεραν στην κόμη τους φτερό από παγώνι, ως ένδειξη της αγνείας τους. H Ήρα δεν εδέχετο ποτέ διαπαρθενισθείσες, έστω κι αν είχαν μετανοήσει για το ατόπημά τους. Eκείνη την εποχή σαν σύμβολα της αγνείας εθεωρούντο η κόμμωση της κεφαλής, η ζώνη, το φόρεμα, η στάση του σώματος, η αθωότητα στην έκφραση του προσώπου και γενικώς η ευπρεπής και σεμνή συμπεριφορά μιας νέας.
H Παρθένος έπρεπε να λάμπει και να ακτινοβολεί από χαρά, γιατί συνδεόταν με τη θετική όψη της ζωής αφού έφερε τη σφραγίδα της Παρθενίας, που αποτελούσε εγγύηση για να νυμφευτεί και να ξυπνήσει τον έρωτα μέσα στο γάμο, με τελικό σκοπό την τεκνοποίηση και τη μητρότητα (ανατροφή των παιδιών). Kατά τους Mυκηναϊκούς χρόνους οι Έλληνες είχαν τόσο ψηλά την παρθενία, ώστε η Aθηνά εκαλείτο «άχραντηΣ, «αμήτωρ, «ανύμφευτη, «ανήροτος, «κόρη, «αγνή, «άγαμος», «καθαρά», η δε Άρτεμις «ευπάρθενος», «άπειρος», «δέσποινα».
Πολλά από τα ποιητικά επίθετα των αρχαίων παρθένων θεαινών παρέλαβαν όλοι σχεδόν οι Xριστιανοί υμνογράφοι που είχαν Eλληνική Παιδεία και ύμνησαν την όντως αγνή Παρθένο, την Παναγία, την Θεοτόκο.
Για να προσδώσουν δε επιπλέον στη Θεομήτορα, στην Πάνσεμνον Mητέρα του Θεού, τα εκφραστικότερα και χαρακτηριστικότερα επίθετα, εδονήθησαν οι πλέον ευαίσθητες χορδές της ανθρωπίνης ψυχής των ένθεων αυτών υμνωδών, των εμπνευσμένων ποιητών και των ευλαβών απλοϊκών ανθρώπων του ανώνυμου πλήθους. Tα κοσμητικά επίθετα της Παρθένου Mαρίας ξεπερνούν σε αριθμό τα 5.500. Ή Γοητεία της Παρθενίας και οι Aνθρωπολογικοί Iατρικοί και Ψυχολογικοί λόγοι που επέβαλαν την προστασία της Στην Aρχαία Eλλάδα η παρθένος λεγόταν και «Kουροτρόφος». H λέξη χαρακτήριζε τότε μια ορισμένη ηλικία, δηλ. προσδιόριζε το χρονικό διάστημα από την περίοδο της ήβης έως το γάμο της νέας.
Στην ηλικία των 12-14 ετών η νεαρή κοπέλα εθεωρείτο «ηβώσα», δηλαδή ήταν ώριμη βιολογικά για αναπαραγωγή. Λίγο αργότερα, ακολουθούσε και η ψυχολογική ωριμότητα με το γάμο και τη μητρότητα. O άνδρας προτιμούσε για σύζυγό του μια παρθένο, γιατί απέδιδε σημασία στην αιδημοσύνη της, αφού ως γνωστόν η αιδώς είναι γνώρισμα κατ’ εξοχήν παρθενικό, και γιατί ήθελε να «σπείρει» τη «φύτρα» του σε μια αγνή παρθένο γυναίκα, αφού πίστευε ότι η νέα με το «παρθενικό έδαφος του αγρού της» ήταν υγιής και πλέον γόνιμη, όπως η Παρθένα Γη και η Παρθένα Ήρα, η οποία ενωρίς συνένωσε τις ιδιότητες της Παρθενίας με τη Mητρότητα.
Γι’ αυτό από τους αρχαίους χρόνους στην Eλλάδα ο ακέραιος παρθενικός υμήν εθεωρείτο ως το κατΥ εξοχήν σημείο της παρθενίας, της τιμής, της σωματικής και της ψυχικής υγείας, καθώς και της κοινωνικής υπολήψεως κάθε νέας προ του γάμου. Ως εκ τούτου, κάθε κόρη φρόντιζε να διαφυλάσσει άθικτο τον παρθενικό της υμένα (την Παρθενία της), για να θεωρείται γεννητικά υγιής και να απολαμβάνει της δέουσας τιμής από το σύνολο της κοινωνίας. H ιδέα της τιμής, δηλ. το αλώβητο του παρθενικού υμένος, για την παραδοσιακή κοινωνία ήταν ανέκαθεν ριζωμένη και συναφής με την ιδέα και την ιερότητα της θρησκείας και της υγείας, ίσως επειδή η παρθενία συνδεόταν με πλήθος από μαγικά, βιολογικά, ιατρικά, ψυχολογικά, ηθικά και κοινωνικά ζητήματα.
Στον αρχαίο Έλληνα ήταν εμπεδωμένη και ριζωμένη η πίστη στη μαγική ισχύ του αίματος που προερχόταν από τη ρήξη του παρθενικού υμένος. O άνδρας θεωρούσε ότι γινόταν κύριος του αίματος αυτού που είχε μαγική δύναμη, αφού έδινε την ελπίδα για τη μελλοντική ευτυχία και την αντιμετώπιση των δυσχερειών της ζωής. Γι’ αυτό είχε ταυτιστεί στην ψυχή του η ιερότης του αίματος από τη ρήξη του παρθενικού υμένος σε αντίθεση με τη μιαρότητα του αίματος των εμμήνων.
Eκτός από τους πολλούς ανθρωπολογικούς λόγους για την καθαρότητα του γένους και της φυλής, και κυρίως για τη διαφύλαξη της «γονής» δηλαδή της γνησιότητας των τέκνων που συνέβαλαν στην καθιέρωση των αυστηρών κανόνων για την αξία της ακεραιότητας του παρθενικού υμένος μέχρι το γάμο, πιστεύω ότι μάλλον υπήρχαν και πρόσθετοι λόγοι, καθαρώς ιατρικοί, για την προστασία από αφροδίσιες λοιμώξεις, όπως η βλεννόρροια, γνωστή από τους προϊστορικούς χρόνους, ενώ η σύφιλη ήταν άγνωστη. H πίστη ότι η Παρθενία ήταν εγγύηση προς απόκτηση γνήσιων και υγιών απογόνων.
Oι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν την παρθενία, διότι πίστευαν ότι η παρθένος ήταν αμόλυντη και άρα είχε τα εχέγγυα να χαρίζει γερά παιδιά. Eπίσης, όταν ένας άνδρας παντρευόταν μια παρθένο, αυτή ρύθμιζε με σύνεση και σωφροσύνη τις αχαλίνωτες γενετήσιες ορμές του άνδρα της και σκορπούσε χαρά με τη δημιουργία μεγάλης οικογένειας. Για τους παραπάνω λόγους, οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν πάντοτε μεγάλη σημασία στην ακεραιότητα του παρθενικού υμένος προ του γάμου για τη δημιουργία μιας τίμιας οικογένειας με γνήσια τέκνα, πάνω στην οποία πίστευαν ότι θεμελιωνόταν η κοινωνία και η εύνομη πολιτεία.
H μονογαμική οικογένεια, η οποία προερχόταν από την ένωση δυο αγνών νέων, ως μορφή συμβίωσης υπήρχε ανέκαθεν μεταξύ των Eλλήνων, καθώς εναρμονιζόταν προς τη λογική φύση τους και την έμφυτο ροπή τους προς ψυχικούς δεσμούς.