Την εποχή εκείνη η Ελλάδα ζούσε τον μύθο της. Είχε Αλβανούς χιλιάδες να οργώνουν για το τίποτα τα χωράφια της και να δουλεύουν στις χιλιάδες οικοδομές παράνομα.
Σύμφωνα δε με τα ΜΜΕ της εποχής, ήταν όλοι πρώην εγκληματίες που δραπέτευσαν από τις φυλακές του Χότζα.
Είχε ηλικιωμένες Ρωσίδες και άλλες γυναίκες από το πρώην ανατολικό μπλοκ να φροντίζουν τις μανάδες και τους πατεράδες των φαντασμένων νεοελλήνων.
Είχε νέες και συνηθέστερα όμορφες γυναίκες από τις ίδιες πατρίδες, που ο νεοέλληνας τις θεωρούσε και τις αντιμετώπιζε σαν πόρνες.
Οι νεοέλληνες εκείνη την μακρινή εποχή ήταν Ευρωπαίοι πάνω στην ανάπτυξη και φυσικά επιχειρηματίες που διάβαζαν ΚΛΙΚ και ΝΙΤΡΟ στις διακοπές τους.
Θυμάμαι πως στο γραφείο των γιατρών της κλινικής όπου έκανα ειδικότητα, υπήρχε μονίμως αναμμένη μια τηλεόραση συντονισμένη σε ένα κανάλι του κώλου και τριγύρω στο τραπέζι το 90% του ιατρικού προσωπικού με το κινητό στο χέρι να παρακολουθεί την πορεία της μετοχής του “Φέξε μου και γλίστρησα” θερμοκηπίου της Ιεράπετρα που είχε απογειωθεί κι ετοιμαζόταν να μπει στον δείκτη NASDAQ του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης.
Τα γράφω όλα αυτά για να δώσω το περίγραμμα της εποχής, πριν μπω στις λεπτομέρειες της ιστορίας που μου είχε πει τότε ο περίεργος αυτός τύπος.
Πριν προχωρήσω, να μην παραλείψω να τονίσω πως οι Έλληνες δεν ήταν τότε ρατσιστές -ούτε τώρα είναι!-, αν φυσικά χρησιμοποιηθεί ως μονάδα μέτρησης του ρατσισμού η πολιτική του Απαρτχάιντ στην Νότια Αφρική ή του Ισραήλ στην Γάζα και στην Δυτική Όχθη.
Έλεγε λοιπόν ο περίεργος πως, μετά την πτώση του “παραπετάσματος” και την πείνα που ακολούθησε, “γραφεία” από την ευρωπαϊκή Ελλάδα έφερναν νεαρές κοπέλες στην χώρα για να εργαστούν τάχα μου σε εργοστάσια και σε βιοτεχνίες.
Στην πράξη, όμως, τις φυλάκιζαν μέσα σε θλιβερά διαμερίσματα, προκειμένου να τις “εκπαιδεύσουν” στην δουλειά για την οποία τις προόριζαν από την αρχή.
Πρώτα ξύλο κι ακολουθούσαν συνεχόμενοι ομαδικοί βιασμοί, μέχρι που γίνονταν κομμάτια κάθε κρύσταλλο ανθρώπινης αξιοπρέπειας και κάθε ελπίδα για μια καλύτερη ζωή που κουβαλούσαν μέσα στην ψυχούλα τους.
Κι όταν έπεφτε για τα καλά ο βούρδουλας πάνω στο ανυπεράσπιστο κορμί, ερχόταν μετά και το καρότο: Αφού θα σε βιάζουμε που θα σε βιάζουμε και δεν γλυτώνεις με τίποτα, γιατί δεν δουλεύεις για μας με ωράριο και προστασία. Θα βγάζεις και κάποια φράγκα να στέλνεις και στους δικούς σου, θα κονομάμε κι εμείς.
Έτσι κι η χώρα τώρα. Έφαγε τα πρώτα δύο μνημόνια κι ετοιμάζεται για το τρίτο το καλύτερο –μετά την συντριβή της όποιας ελπίδας υπήρχε στις καρδιές των ανθρώπων– το “αριστερό”.
Ο λαός, επιβραβεύοντας τον Τσίπρα και την παρέα του, πήρε τις αποφάσεις του και έκλεισε την πόρτα του μπορντέλου πίσω του.
Από εδώ και μπρος, στους συγγενείς και τους φίλους θα απαντά στο ερώτημα “και τι δουλειά κάνεις” με υπεκφυγές. Πωλήτρια στα Fondos. Οδηγός στο Paliogeros. Μα όλοι θα γνωρίζουν την αλήθεια.
Θα υπάρχουν βέβαια και κάποιες φορές που ένας καλόκαρδος πελάτης θα ακούει την θλιβερή ιστορία της υποταγής μιας χώρας και θα κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι.
Όμως, η χώρα και ο λαός της το ξέρουν πια. Δεν έχει επιστροφή από την “στιγμή που αφέθηκες να ενδώσεις”.
Και θα έρθει η ώρα που η πουτάνα του Τσίπρα θα θυμηθεί την εποχή που ήταν μια νέα κοπέλα και θα βλαστημήσει γιατί δεν είχε την δύναμη να ανοίξει την γαμημένη την μπαλκονόπορτα και να βουτήξει στο κενό.
Φιλιά από την Εσπερία
Ηλίας
Πηγή: Pitsirikos.net