Όταν πέθανε το 2008, βρήκαν στην τράπεζα καταθέσεις που ξεπερνούσαν το 1 εκατ. δολάρια – χώρια ο χρυσός…
Μία αμφιλεγόμενη, διαταραγμένη προσωπικότητα, ένα μεγάλο μυαλό και μια ιστορία που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο. Αυτή είναι η ιστορία του Μπόμπι Φίσερ, του παιδιού φτωχών μεταναστών από το Μπρούκλιν, που έγινε ο μεγαλύτερος σκακιστής της Αμερικής, με τεράστια περιουσία, την οποία όμως δεν χάρηκε ποτέ.
«Τα ιδανικά μου είναι το σκάκι και το χρήμα. Θέλω να γίνω πάμπλουτος. Είναι αμαρτία;» είχε δηλώσει κάποτε ο Φίσερ. Και το κατάφερε ζητώντας από τους διοργανωτές των τουρνουά που συμμετείχε υπέρογκα ποσά ως έπαθλα. Και γιατί όχι; Αφού ήταν ο καλύτερος, ας το εκμεταλλευόταν.
Ο Φίσερ ήταν παιδί μεταναστών – από μητέρα Εβραία και πατέρα Γερμανό, τον οποίο δεν γνώρισε ποτέ. Γεννήθηκε στο Σικάγο και από τα 5 του ζούσε στο Μπρούκλιν, σε ένα μικρό διαμέρισμα με την μητέρα και την αδερφή του. Όταν του έκαναν δώρο ένα σκάκι, ο μικρός Μπομπ βρήκε την κλίση του στη ζωή.
Μέχρι τα 10 του ήταν ένα αήττητο παιδί – θαύμα και έγινε διάσημος στα 15 του, όταν έγινε ο νεότερος γκρανμαίτρ μέχρι εκείνη τη στιγμή και ο νεότερος υποψήφιος για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα.
Το 1963-64, στα 20 του, κέρδισε το Πρωτάθλημα των Η.Π.Α με το πιο τέλειο αποτέλεσμα στην ιστορία του τουρνουά.
Στο εξής, ο Φίσερ έχασε κάθε επαφή με την πραγματική ζωή και ζούσε μόνο με τα πιόνια του. Τότε ξεκίνησαν να έρχονται τα πολλά λεφτά που έβγαλαν την οικογένεια από την οικονομική δυσχέρεια, αλλά και οι εμμονές του ιδιοφυούς σκακιστή, που τον ακολούθησαν σε όλη του τη ζωή.
Ο νεαρός Φίσερ έκανε περιοδείες και έπαιζε με αντιπάλους από όλο τον κόσμο, κερδίζοντας χιλιάδες δολάρια και χάνοντας κάθε φορά λίγο και περισσότερη την ψυχική του υγεία.
Η «ταπείνωση» των Σοβιετικών στο παιχνίδι του αιώνα
Στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 και στις αρχές του ΄70 ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στο απόγειό του. Για τους Αμερικάνους ο Μπομπ Φίσερ δεν ήταν μόνο ένας διάσημος σκακιστής, ήταν ο άνθρωπος που θα «ταπείνωνε» τους Σοβιετικούς, τη μεγαλύτερη σκακιστική δύναμη στο κόσμο από το 1948.
H ευκαιρία δόθηκε στοπαγκόσμιο πρωτάθλημα του 1972 στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας.
Ο Φίσερ ζήτησε πολλά εκατομμύρια για να παίξει με τον κορυφαίο της ΕΣΣΔ Μπορίς Σπάσκι (Boris Spassky) , σε έναν αγώνα που προσέλκυσε περισσότερο παγκόσμιο ενδιαφέρον από οποιοδήποτε πρωτάθλημα σκάκι πριν ή μετά. Στην αρχή ο Σπάσκι νικούσε, ο Φίσερ ζήτησε να απομονωθούν ο δύο αντίπαλοι σε ένα δωμάτιο χωρίς δημοσιογράφους και κοινό, μόνο με τον επόπτη. Στην 6η πλέον παρτίδα το παιχνίδι γύρισε και ο Φίσερ και τελικά αναδείχτηκε παγκόσμιος πρωταθλητής, στην πιο διαβόητη μονομαχία σκάκι στην ιστορία. Νίκησε τον Σπάσκι με 12.5 – 8.5 σε μια συνάντηση 21 παρτίδων και πήρε για έπαθλο 156.000 δολάρια. Ο Ρώσος παραδέχτηκε την ήττα του και τον χειροκρότησε όρθιος μπροστά στο κοινό.
Οι εμμονές και οι – συχνά – υπερβολικές, έως παράλογες απαιτήσεις του τον οδήγησαν να τον τίτλο στις 3 Απριλίου 1975, όταν αρνήθηκε να παίξει απέναντι στον Σοβιετικό Ανατόλι Κάρποφ, επειδή η σκακιστική ομοσπονδία απέρριψε τις καινοτομίες που ζητούσε για τη διοργάνωση.
Τότε τσακώθηκε με την ομοσπονδία και άρχισε να ρητορεύει εναντίον της Αμερικής, καθώς έλεγε ότι τον χρησιμοποιούσε ως πολιτικό «πιόνι». Παράλληλα μιλούσε ανοιχτά τις αντισημιτικές του απόψεις.
Το έπαθλο των 5 εκατομμυρίων και η αυτοεξορία
Τα επόμενα 20 χρόνια, ο διάσημος σκακιστής «εξαφανίζεται» και ζει μια ζωή μυστηριώδη: Φεύγει από τις ΗΠΑ και ταξιδεύει στην Ασία, σε μία θολή για πολλούς περίοδο της ζωής του.
Ένα τεράστιο χρηματικό έπαθλο – χώρια οι πολιτικές του πεποιθήσεις – κάνουν τον Φίσερ να ξαναπαίξει σκάκι, ξανά ενάντιο στον Σπάσκι, το 1992. Το τουρνουά γινόταν στην Γιουγκοσλαβία και ο Φίσερ έιχε δύο πολύ καλούς λόγους: α) ήθελε να σπάσει το εμπάργκο που είχαν επιβάλλει οι ΗΠΑ στην Γιουγκοσλαβία για τον πόλεμο στη Βοσνία και β) να κερδίσει το έπαθλο των 5 εκατομμυρίων δολαρίων – 3,65 εκατομμύρια δολάρια καθαρά τα χρήματα του επάθλου και τα υπόλοιπα θα προερχόταν από την τηλεόραση, καθώς ο αγώνας μεταδόθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης.
Ο 49χρονος τότε Φίσερ κέρδισε για 2η φορά τον 55χρονο Σπάρσκι και πήρε τα χρήματα αλλά πλέον έγινε το «μαύρο» πρόβατο για τις ΗΠΑ.
Ο άλλοτε αγαπημένος σκακιστής των Αμερικάνων δεν ξαναεπέστρεψε ποτέ στις ΗΠΑ. Έζησε στην Ουγγαρία, στη Ρωσία στην Ιαπωνία, και τελικά (μετά από συλλήψεις και περιπέτειες στην Ιαπωνία) το 2005 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας. Κατά την άφιξή του, στο αεροδρόμιο οι Ισλανδοί του επεφύλασσαν πολύ θερμή υποδοχή.
Ζούσε μόνος, είχε λίγους γνωστούς, ελάχιστους φίλους και δεν σταμάτησε ποτέ να επικρίνει δριμύτατα την αμερικανική πολιτική. Σε συνέντευξή του μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ, δήλωσε «πολύ χαρούμενος».
Ο Ρόμπερτ Τζέιμς Φίσερ πέθανε στις 17 Ιανουαρίου 2008, σε ηλικία 65 ετών – σε νοσοκομείο του Ρέικιαβικ από ηπατική ανεπάρκεια. Η περιπετειώδης ζωή του έγινε ταινία από τον Τόμπι Μαγκουάιρ το 2014 με τίτλο «Θυσιάζοντας ένα πιόνι»…