Το να τηρεί κανείς τις υποχρεώσεις του είναι σίγουρα πολύ θετικό, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να μην είναι η καλύτερη τακτική. Ο Νόμος δεν ασχολείται μόνο με ό,τι είναι δίκαιο για το άτομο, αλλά και με ό,τι είναι καλύτερο για την κοινωνία. Επιμέλεια: Μικαέλα Κόλλια
Για τον σκοπό αυτό, οι σύγχρονες νομοθεσίες σχετικά με την πτώχευση (γνωστές και ως πτωχευτικές διαδικασίες) είναι έτσι θεσπισμένες ώστε και να σώζουν όσο το δυνατόν περισσότερα κεφάλαια για τους πιστωτές, αλλά και να αφήνουν σε κάθε εμπλεκόμενο μέρος τη δυνατότητα για ένα νέο οικονομικό ξεκίνημα.
Για παράδειγμα, το χρέος μπορεί να πάψει να ισχύει είτε όταν το πτωχευμένο άτομο έχει επιστρέψει κάποιο μέρος της οφειλής (όχι απαραιτήτως το συνολικό ποσό) ή όταν μια εταιρεία βρίσκεται υπό καθεστώς εκκαθάρισης.
Στις περισσότερες περιπτώσεις πτώχευσης οι πιστωτές λαμβάνουν ένα πολύ μικρό ποσοστό χρημάτων, συχνά λιγότερο από το 10% της συνολικής οφειλής. Ωστόσο, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι είναι ο πιστωτής που θέτει τις προϋποθέσεις για το δάνειο.
Έτσι, ενώ μπορεί αρχικά να φαίνεται άδικο να αποφορτίζονται οι πτωχεύσαντες που δεν έχουν εξοφλήσει τις οφειλές τους, αυτό στην πραγματικότητα διατηρεί μια πολύ καλή ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων και των δύο μερών. Η ανεύθυνη δανειοδότηση και η ανεύθυνη δανειοληψία είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Αλλά τι συμβαίνει όταν ο οφειλέτης δεν είναι ένα άτομο ή μια εταιρεία, αλλά μια χώρα; Αυτό παρουσιάζει δύο προβλήματα, πολύ διαφορετικά από το τυπικό σενάριο πτώχευσης: Ένα που αφορά τους πιστωτές και ένα που αφορά τους οφειλέτες. Σχετικά με τους πιστωτές, είναι γεγονός ότι πρόκειται για κυρίαρχα κράτη, γεγονός που σημαίνει ότι είναι δύσκολο να ασκήσει κανείς κριτική ή να προωθήσει νόμους εναντίον τους.
Όσο αφορά στους οφειλέτες, μακροχρόνια οι χώρες αυτές αποτελούν ένα ασφαλές «στοίχημα» καθώς δε μπορούν να πάψουν να υπάρχουν ή να σταματήσουν να λειτουργούν όπως συμβαίνει με τις εταιρίες. Εφόσον οι πιστωτές έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν θα κερδίζουν πάντα κάτι περισσότερο από μια χώρα.
Σήμερα, λαμβάνοντας υπόψη τα επίπεδα του δημόσιου χρέους σε όλο τον κόσμο (με τις ΗΠΑ, την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα να έχουν μεγαλύτερο χρέος από ότι η Αιθιοπία, η Αίγυπτος, η Αργεντινή, η Αγκόλα ή η Χιλή), γίνεται ολοένα και πιο ενδιαφέρον να εξετάσουμε πώς τα συμφέροντα των κρατών οφειλετών και των ιδιωτών πιστωτών πρόκειται να εξισορροπηθούν. Η πρόσφατη δικαστική υπόθεση της NML Capital και της Αργεντινής αποτελεί σημαντικό παράδειγμα για το τι θα μπορούσε να συμβεί αργά ή γρήγορα και στις υπόλοιπες χώρες.
Η υπόθεση
Το 2001 σημειώνεται η οικονομική κατάρρευση της Αργεντινής, εξαιτίας της κακοδιαχείρισης από όλες τις κυβερνήσεις, από τη σπάταλη της στρατιωτικής χούντας ως τους σύγχρονους γκουρού της ελεύθερης αγοράς. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, με την αλλαγή της χιλιετίας, η Αργεντινής όφειλε σε πολλούς πολλά χρήματα, αλλά κυρίως όφειλε στους ομολογιούχους της πάνω από 100 δις δολάρια.
Και όταν η Αργεντινή ανακοίνωσε, το 2001, ότι δεν θα είναι σε θέση να επιτύχει τους προγραμματισμένους στόχους αποπληρωμής του χρέους της, προκλήθηκε ανησυχία αλλά και κινητικότητα στις αγορές. Ορισμένοι ομολογιούχοι δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά να περιμένουν την Αργεντινή να επιστρέψει τα χρήματα αργότερα, έτσι πούλησαν τα ομόλογα σε χαμηλές τιμές σε ανθρώπους που είχαν αυτή τη δυνατότητα.
Για τους αγοραστές το είδος συναλλαγής είναι μια εξαιρετικά κερδοφόρα διαδικασία: αγοράζουν ένα ομόλογο στο 10% της αξίας του, αλλά τελικά θα πρέπει να τους καταβληθεί το 30% ή 50%, ή ακόμη και 100 % της συνολικής αξίας. Ορισμένες εταιρείες έχουν ως μόνιμη αυτή την τακτική, και επειδή επωφελούνται και κερδοφορούν καιροφυλακτώντας και περιμένοντας τους πιο αδύναμους να σπάσουν, αποκαλούνται «ληστρικά αμοιβαία κεφάλαια (Hedge Funds)». Εν ολίγοις, όταν κάποιος μπαίνει σε μπελάδες, αρχίζουν να τον περικυκλώνουν για αυτό είναι γνωστά ως οι «γύπες» των αγορών.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης, η Αργεντινή δήλωσε ότι δεν ήταν σε θέση να εξοφλήσει τους ομολογιούχους της στο ακέραιο, αφού πρώτα έπρεπε να αποφευχθεί η οικονομική κατάρρευση της ίδιας της χώρας. «Αν χρωστάς στην τράπεζα χίλια ευρώ, έχεις πρόβλημα, αν χρωστάς στην τράπεζα ένα εκατομμύριο ευρώ, τότε έχει αυτή το πρόβλημα», αναφέρει μια ρήση.
Οι ομολογιούχοι της Αργεντινής είχαν λοιπόν ένα «τεράστιο πρόβλημα» και πάνω από το 90% εξ αυτών συμφώνησαν, τελικά, να ανταλλάξουν τα ομόλογά τους με νέα ομόλογα, τα οποία θα ήταν στο ένα τρίτο της αξίας των παλαιών. Με άλλα λόγια, έκαναν κούρεμα των ομολόγων κατά 70%. Φαινόταν η καλύτερη απόφαση ώστε να μην αφήσουν την Αργεντινή να καταστραφεί ή από το να μη λάβουν τίποτα στο τέλος.
Ωστόσο, το 7% των πιστωτών δεν συμφώνησε στην ανταλλαγή ομολόγων, αν και θα ήταν οι μόνοι για τους οποίους αυτή η συμφωνία θαήταν πραγματικά πολύ κερδοφόρα. Ποιοι ήτα αυτοί; Φυσικά, τα «ληστρικά Hedge Funds». Καλώς ήρθατε στη μάχη του δημόσιου χρέους.
Πρώτος γύρος: Η υπόθεση «Libertad»
Καθώς η Αργεντινή άρχισε να αποπληρώνει τους νέους υποτιμημένους τίτλους, οι «γύπες» συνέχισαν να απαιτούν 100% αποπληρωμή. Σε μια προσπάθεια να επιβληθεί η απαίτηση αυτή, στα τέλη του 2012, ένα επενδυτικό ταμείο που είναι γνωστό ως NML Capital έπεισε το δικαστήριο της Γκάνα να εκδώσει διαταγή κατάσχεσης ενός ιστορικού πλοίου του ναυτικού της Αργεντινής, του Libertad (Ελευθερία), το οποίο εκείνη την περίοδο βρισκόταν στην Τεμα της Γκάνας.
Η NML Capital σκόπευε να κρατήσει ως υποθήκη το θωρηκτό, μέχρις ότου η Αργεντινή να κατέβαλλε 20 εκατομμύρια δολάρια ως αντάλλαγμα για την αποδέσμευσή του.
Στην περίπτωση μιας ιδιωτικής εταιρίας, αυτή η ενέργεια θα μπορούσε να είναι καταστροφική αλλά, όπως προαναφέρθηκε, δεν ισχύουν τα ίδια δεδομένα για μια χώρα. Και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι χώρες είναι κυρίαρχοι φορείς.
Είναι παράνομο ένα έθνος να καθορίζει δικαστικές αποφάσεις για επίσημες κρατικές ενέργειες μιας άλλης χώρας, ειδικά όσο αφορά στην κατάσχεση κρατικών περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν μέρος του κρατικού μηχανισμού, όπως είναι ένα πλοίο του ναυτικού της χώρας.
Η Αργεντινή οδήγησε αμέσως την Γκάνα ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου, το οποίο συμφώνησε ομόφωνα ότι η Γκάνα παραβίαζε τους διεθνείς κανόνες και διέταξε την άμεση αποδέσμευση του πλοίου. Η Γκάνα δε μπόρεσε παρά να υπακούσει. Ο πρώτος γύρος είχε κερδηθεί από την Αργεντινή.
Δεύτερος γύρος: Η αρχή του pari passu και το δικαστήριο της Νέας Υόρκης
Οι «γύπες» όμως, ανέλαβαν αμέσως δράση εναντίον της Αργεντινής, απευθυνόμενοι αυτή τη φορά στα αμερικανικά δικαστήρια. Αυτό κατέστη δυνατό διότι, όταν τα ομόλογα είχαν πωληθεί αρχικά, πριν την οικονομική κατάρρευση, η Αργεντινή εξουσιοδότησε το δικαστήριο της Νέας Υόρκης να αναλάβει τις δικαστικές αρμοδιότητες.
Είχε συμφωνήσει, επίσης, ότι όλοι οι πιστωτές θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τη νομική αρχή του pari passu, που σημαίνει «με ίσα δικαιώματα». Αυτή είναι μια τυποποιημένη ρήτρα και σημαίνει ότι οι οφειλέτες θα πρέπει να ικανοποιούν τις απαιτήσεις όλων των πιστωτών στο ίδιο ποσοστό.
Ωστόσο, το δικαστήριο της Νέας Υόρκης έκανε μια περίεργη ερμηνεία του νόμου και έκρινε ότι η αρχή του pari passu σημαίνει ότι η Αργεντινή θα πρέπει να καταβάλει σε κάθε ομολογιούχο το πλήρες ποσό, σύμφωνα με την συμφωνία που έχει κάνει ο καθένας με τη χώρα.
Αυτό θα σήμαινε ότι η Αργεντινή πρέπει να πληρώσει στο 93% των ομολογιούχων το 30% της αρχικής οφειλής (εξαιτίας του κουρέματος), αλλά στο 7% των ομολογιούχων να πληρώσει το 100% του χρέους (περίπου $ 1,5 δις ευρώ). Αυτό σημαίνει ότι η Αργεντινή θα πρέπει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους πιστωτές που συμφώνησαν στο κούρεμα, και ταυτόχρονα να εξοφλήσει και τα ληστρικά αμοιβαία κεφάλαια.
Η Αργεντινή αρνήθηκε να πληρώσει δηλώνοντας πως έχει πρόβλημα ρευστότητας. Από την πλευρά του το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ απέρριψε και την έφεσή της Αργεντινής και η απόφαση είναι πλέον τελεσίδικη.
Οι δυσκολίες εφαρμογής της παρούσας απόφασης γίνονται πρόδηλες και από το γεγονός ότι ακόμη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο διαφωνεί με αυτή. Το δικαστήριο επέβαλλε στην Αργεντινή να επιστρέψει το 100% του χρέους στα ληστρικά Hedge Funds, αλλά κάποιος που θα μπορούσε να ξεπληρώνει τόσο εύκολα τα χρέη του, δε θα βρισκόταν υπό καθεστώς πτώχευσης. Ακριβώς αυτή η αδυναμία να αποπληρώσει κανείς τις οφειλές του πλήρως είναι που οδηγεί στην πτώχευση.
Έτσι, το 93% των ομολογιούχων δέχτηκαν την πτώχευση της Αργεντινής, και με αυτό το τρόπο, και οι δύο πλευρές -πιστωτές και οφειλέτες- πλήρωσαν το τίμημα για τις ανεύθυνες δανειοδοτικές και δανειοληπτικές πράξεις τους. Με αυτόν τον τρόπο οι ομολογιούχοι έδωσαν χρόνο στην Αργεντινή να σταθεί και πάλι στα πόδια της, ώστε στη συνέχεια να μπορέσει να τους εξοφλήσει τουλάχιστον ένα μέρος των χρημάτων. Από την πλευρά της, η Αργεντινή αναγνώρισε ότι είχε την υποχρέωση να πληρώσει τους ομολογιούχους και τίμησε αυτή τη συμφωνία.
Όμως για τους «γύπες» των αγορών η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική, παρά το γεγονός ότι αγόρασαν τα ομόλογα αφότου η Αργεντινή δήλωσε την αδυναμία της.
Η δικαστική απόφαση της Αμερικής ενισχύει τα ληστρικά κεφάλαια, χορηγώντας τους ευνοϊκούς όρους (την πλήρη αποπληρωμή), που θα ήταν αδύνατο να παραχωρήσει σε όλους τους πιστωτές. Με την έγκριση αυτής της απόφασης, που φαίνεται να έχει μια παράξενη εικόνα της ίσης μεταχείρισης, το δικαστήριο έχει ουσιαστικά μετατραπεί σε ένα μέσο για την επιβολή ενός κερδοσκοπικού αμοιβαίου κεφαλαίου, σε ένα διαμεσολαβητή που δεν απαιτεί μόνο μια καλή συμφωνία, αλλά απαιτεί τα πάντα.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, αν η NML είχε συμφωνήσει με το 30% της αποπληρωμής, θα εξακολουθούσε να έχει τεράστιο κέρδος, καθώς είχε αγοράσει τα ομόλογα σε πολύ χαμηλότερη αξία από την αρχική. Εντούτοις, το γεγονός ότι απαιτεί το 100% θα της αποφέρει 1.300% απόδοση της επένδυσης.
Τέλος η απόφαση του δικαστηρίου των ΗΠΑ έχει και μία ακόμη ανάγνωση καθώς ενδέχεται επηρεάσει την προθυμία των πιστωτών για μια μελλοντική αναδιάρθρωση, καθώς περιμένουν κάποιον άλλο να προσφερθεί να αναλάβει το χρέος εθελοντικά, έτσι ώστε να μπορούν αυτοί να βγουν καθαροί.
Επίσης, δυσκολεύει και τη δυνατότητα μιας ομόφωνης συμφωνίας με τους πιστωτές, και δίνει μεγαλύτερη δύναμη στα ληστρικά κεφάλαια. Λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλές δυτικές χώρες έχουν μεγαλύτερο χρέος από την Αργεντινή, αυτό θα μπορούσε να έχει συνέπειες για όλους μας.
Με πληροφορίες από το RT