Μετά την εξουδετέρωση των δυνάμεων του Αλή Πασά και τον θάνατο του ίδιου (24/1/1822), ο Χουρσίτ πασάς με εντολή της Υψηλής Πύλης, συγκέντρωσε στρατό από 36.000 Τουρκαλβανούς (Τσάμηδες, Λιάπηδες, Τόσκηδες και Γκέκηδες), με σκοπό να εκστρατεύσει στην Πελοπόννησο.
Οι οπλαρχηγοί των Τσάμηδων, γειτόνων των Σουλιωτών, φοβούμενοι ότι οι γενναίοι Ηπειρώτες θα έκαναν συχνές επιδρομές εναντίον τους, όταν έφευγαν οι Τουρκαλβανοί, ζήτησαν από τον Χουρσίτ, να μεσολαβήσει για την υπογραφή συνθήκης ειρήνης.
Παρά τις δελεαστικές προτάσεις του Χουρσίτ πασά, οι Σουλιώτες αρνήθηκαν να τις δεχθούν. Εξοργισμένος, ο αλαζόνας Χουρσίτ, συγκέντρωσε στρατό από 15.000 Τουρκαλβανούς με ισχυρό ιππικό και πυροβολικό για να πολιορκήσει το Σούλι.
Ωστόσο, οι Σουλιώτες, αμυνόμενοι γενναία, κατόρθωσαν να ανακόψουν την εχθρική προέλαση. “Ακόμα και αν η θαυμαστή ανδρεία των Σουλιωτών δεν ήταν ήδη γνωστή, τα κατορθώματά τους εναντίον του Χουρσίτ είναι αρκετά για να τη μαρτυρήσουν”, γράφει χαρακτηριστικά ο Σπυρίδων Τρικούπης στην “Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης”. Έξαλλος ο Χουρσίτ, διόρισε τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιουταχή αρχηγούς των οθωμανικών δυνάμεων στην Ήπειρο και έφυγε για τη Λάρισα, προκειμένου να ηγηθεί άλλου εκστρατευτικού σώματος, προς την Ανατολική Στερεά και την Πελοπόννησο.
Οι Σουλιώτες όμως, χρειάζονταν άμεσα βοήθεια και μια εκστρατεία στην Ήπειρο, φάνταζε απαραίτητη για την επαναστατημένη Ελλάδα. Αφενός θα ανακοπτόταν η πορεία των Τούρκων προς την Αιτωλοακαρνανία, αφετέρου, η Επανάσταση θα “στέριωνε” στον Μοριά. Παράλληλα, θα τονωνόταν αναμφισβήτητα, το ηθικό των Ελλήνων, σε περίπτωση νίκης.
Έπειτα από σύντομες διαβουλεύσεις, αποφασίστηκε η πραγματοποίηση της εκστρατείας, με αρχηγό τον ίδιο τον πρόεδρο του Εκτελεστικού Σώματος Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ιδιαίτερα ευφυή, αλλά παντελώς αδαή γύρω από τα στρατιωτικά ζητήματα…
Οι ελληνικές δυνάμεις – Οι Φιλέλληνες – Οι συγκρούσεις πριν τη μάχη
Το εκστρατευτικό σώμα αποτελούσαν 560 άνδρες, οργανωμένοι κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα (πιθανότατα, ο πρώτος τακτικός ελληνικός στρατός), σώμα Επτανησίων, άψογα οργανωμένο από τον Σπυρίδωνα Πανά και από 93 φιλέλληνες (96 κατά τον υπασπιστή του Μαυροκορδάτου Ρεμπό). Στην Πάτρα, συναντήθηκαν με 1.000 Πελοποννήσιους που είχαν επικεφαλής τους Γενναίο Κολοκοτρώνη, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη (νικητή της μάχης του Βαλτετσίου) και τον Γιατράκο. Εκεί, ο Μαυροκορδάτος έδωσε εντολή στον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη να αναχωρήσει με 4 πλοία και 500 Μανιάτες προς την Ήπειρο, προκειμένου να αποβιβαστούν στη θέση Σπιάντζα και να βοηθήσουν, παράλληλα με τη χερσαία επίθεση, τους Σουλιώτες. Αρχηγός του επιτελείου, διορίστηκε ο Γερμανός φιλέλληνας Καρλ Φρίντριχ Λέμπερλεχτ, κόμης του Νόρμαν Έρενφελς, γνωστότερος ως Καρλ Νόρμαν.
Στην 1η Ιουνίου, ο στρατός ξεκίνησε από το Μεσολόγγι. Στις τάξεις του, είχαν προστεθεί μερικοί Μακεδόνες, υπό τους Γάτσο και Καρατάσο και αρκετοί Αιτωλοακαρνάνες. Όλοι αυτοί, έφτασαν στην κοιλάδα του Αχελώου, κοντά στο χωριό Μαχαλά, όπου είχαν κληθεί και οι οπλαρχηγοί της επαρχίας με τα σώματά τους. Οι άνδρες που συγκεντρώθηκαν εκεί, ήταν όμως μόνο 3.000, παρά τις προσδοκίες για άφιξη 10.000 ανδρών.
Μετά από τρεις ημέρες, οι ελληνικές δυνάμεις έφτασαν στην Αμφιλοχία (τότε Κραβασαρά). Εκεί, ο Μαυροκορδάτος, βρήκε τον φιλέλληνα Αντόνιο Μπασάνο με δύο κανονιοφόρους. Με τα πλοιάρια αυτά, ο Μαυροκορδάτος έστειλε στην Κόπραινα, που βρισκόταν στο βόρειο μέρος του Αμβρακικού Κόλπου, δύο κανόνια και πολεμοφόδια, για να μεταφερθούν στο Κομπότι, που βρισκόταν σε απόσταση 2 ωρών από την Άρτα (μιλάμε για το 1822!).
Λίγες μέρες αργότερα, έφτασαν στο Καμπότι και οι χερσαίες δυνάμεις. Την επόμενη ημέρα, ο Νόρμαν, με λίγους άνδρες, ξεκίνησε να κατοπτεύσει την γύρω περιοχή. Συνάντησε όμως σώμα από 500 Τούρκους ιππείς υπό τον Ισμαήλ Πλιάσα. Ο Νόρμαν, ψύχραιμα, διέταξε συντεταγμένη υποχώρηση των ανδρών του προς το Κομπότι. Παράλληλα, ενημέρωσε τους υπόλοιπους για τη συνάντησή του με τους 500 ιππείς. Οι Έλληνες στρατιώτες και οι φιλέλληνες έκαναν έφοδο και σκότωσαν πολλούς Τούρκους. Όσους επέζησαν, τους κυνήγησαν σχεδόν ως την Άρτα. Στη συμπλοκή αυτή, σκοτώθηκαν λίγοι Έλληνες τακτικοί στρατιώτες.
Δυστυχώς, την πανωλεθρία αυτή των Τούρκων, δεν την εκμεταλλεύτηκαν οι Έλληνες. Ο Μαυροκορδάτος απουσίαζε στη Λαγκαδά για να προμηθευτεί τα απαραίτητα εφόδια και ο Νόρμαν δεν θέλησε να αναλάβει αυτός την ευθύνη μιας τέτοιας επιχείρησης.
Τα γεγονότα αυτά, έγιναν στις 10 Ιουνίου. Στη συνέχεια, αποφασίστηκε η άμεση αποστολή βοήθειας προς την πολιορκημένη Κιάφα, μετά από έκκληση των Σουλιωτών.
Με καθυστέρηση περίπου 10 ημερών, τη νύχτα της 22ας Ιουνίου, αναχώρησαν οι Μάρκος Μπότσαρης, Καρατάσος, Γάτσος, Βλαχόπουλος και Ίσκος με συνολική δύναμη 1.200 (ή κατ’ άλλους 1.500 ανδρών). Όμως, μεγάλη εχθρική δύναμη τους έφραξε τον δρόμο και τους αναχαίτισε στην Πλάκα (10 ώρες μακριά από την Κιάφα), κοντά στην περίφημη στενωπό των Πέντε Πηγαδιών.
Οι ελληνικές δυνάμεις, έχοντας πολλές απώλειες, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ο τακτικός στρατός, οι φιλέλληνες, οι Επτανήσιοι, ο Θοδωρής Γρίβας, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, ο Γιατράκος και άλλοι οπλαρχηγοί, πήγαν την άλλη μέρα στο χωριό του Πέτα, που αποτελεί φυσική οχυρή θέση για την επιτήρηση της τουρκικής φρουράς της Άρτας. Εκεί συνάντησαν τον παλιό αρματολό και οπλαρχηγό Γώγο (Γεώργιο) Μπακόλα και άλλους καπεταναίους.
Στο Κομπότι, έμειναν κυρίως Αιτωλοακαρνάνες υπό τους Παναγιώτη Ντόβα, Σπύρο Πεταλούδη και Κωνσταντίνο Γκολφίνο.
Ωστόσο, μια δυσάρεστη εξέλιξη, δημιούργησε νέα προβλήματα στο ελληνικό στρατόπεδο. Όπως είδαμε παραπάνω, ο Κορσικανός Αντόνιο Μπασάνο, με δύο μικρές κανονιοφόρους, είχε καταφέρει να κυριαρχήσει στον Αμβρακικό Κόλπο. Όχι μόνο βοηθούσε στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των τουρκικών φρουρίων του Κόλπου, αλλά εφοδίαζε το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα με ό, τι ήταν απαραίτητο. Οι Τούρκοι θορυβήθηκαν, έστειλαν εναντίον του τρεις κανονιοφόρους, συνέλαβαν και φυλάκισαν τον Μπασάνο και σούβλισαν τους ναύτες του…
Ο Μπασάνο, απελευθερώθηκε αργότερα και πέθανε στο Ναύπλιο το 1836, ενώ ο αδελφός του Πασκάλ, που διακρίθηκε ιδιαίτερα σε πολλές μάχες στην Αττική, σκοτώθηκε το 1827.
Παράλληλα, ο διοικητής των φιλελλήνων Ντάνια, μαθαίνοντας ότι 800 Τουρκαλβανοί από την Άρτα είχαν πλησιάσει στα γειτονικά χωριά, αποφάσισε μαζί με τους άνδρες του και τους Επτανήσιους να τους χτυπήσουν, παρακούοντας τις εντολές του Μαυροκορδάτου και του Νόρμαν. Αυτή η παράτολμη ενέργεια, κατέληξε σε μια άσκοπη περιπλάνηση, με μοναδική επιτυχία την εξόντωση μιας εχθρικής φρουράς κοντά στα Πέντε Πηγάδια.
Εξαντλημένοι, οι φιλέλληνες και οι Επτανήσιοι, επέστρεψαν στο ελληνικό στρατόπεδο την 1η Ιουλίου.
Την ίδια μέρα, επέστρεψαν ο Μάρκος Μπότσαρης με τους άλλους οπλαρχηγούς από την Πλάκα.
Ήταν φανερό, ότι η εκστρατεία κάπου εκεί έπρεπε να τερματιστεί. Η καταπόνηση των στρατιωτών, η απώλεια του Αμβρακικού και τα λιγοστά εφόδια δυσκόλευαν πολύ,οποιαδήποτε περαιτέρω κίνηση.
Ωστόσο, ο Μαυροκορδάτος επέμεινε στη συνέχισή της.
Δεν είναι γνωστό, αν ο Νόρμαν, ο οποίος έβλεπε τα προβλήματα που υπήρχαν, συμβούλευσε τον Μαυροκορδάτο να γυρίσουν πίσω.
Αντίθετα, στο τουρκικό στρατόπεδο, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αρχικά, οι Τούρκοι, είχαν φοβηθεί ότι στην εκστρατεία συμμετείχαν πάρα πολλοί στρατιώτες.
Όταν όμως έπιασαν σε ενέδρα τον Ιταλό φιλέλληνα Μονάλντι (τέλη Ιουνίου), έμαθαν από αυτόν πολλές λεπτομέρειες για τα σχέδια και τις δυνάμεις των Ελλήνων.
Αν και είχαν υποσχεθεί ότι θα του χαρίσουν τη ζωή, αφού έμαθαν ό, τι ήθελαν τον αποκεφάλισαν κι έστησαν το κομμένο κεφάλι του στη μέση της αγοράς της Άρτας!
Επικεφαλής των 8.000 Τούρκων στρατιωτών στην Άρτα, ήταν ο γνωστός μας Κιουταχής.
Γενικός αρχηγός των τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή ήταν ο επίσης γνωστός μας, Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος κατέλαβε τις Βαριάδες, κομβική θέση μεταξύ Ιωαννίνων, Άρτας και Σουλίου.
Ο Κιουταχής που είχε διαπρέψει στον αγώνα εναντίον του Αλή πασά, αποφάσισε να “χτυπήσει” το Κομπότι. Η κατοχή του χωριού αυτού ήταν άκρως σημαντική για τους Έλληνες, καθώς βρισκόταν σε σημείο από το οποίο γινόταν η μεταφορά των πολεμοφοδίων. Στο Κομπότι, είχαν μείνει μόνο 150 άνδρες, κυρίως από την Αιτωλοακαρνανία. 1000 Τούρκοι επιτέθηκαν εναντίον τους. Έκαψαν τα άκρα του χωριού και ανάγκασαν τους Έλληνες να οχυρωθούν στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας που βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο του χωριού. Από εκεί, αμύνθηκαν γενναία για δύο ώρες. Τότε, έφτασαν στο Κομπότι, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης από το Πέτα και οι Θ. Γρίβας και Γ. Ράγκος από τη Λαγκαδά. Οι Τούρκοι, φοβούμενοι ότι θα έρθουν και άλλοι Έλληνες, αποσύρθηκαν, αφήνοντας πίσω τους αρκετούς νεκρούς. Οι Έλληνες είχαν μόνο 7 τραυματίες.
Μόλις επέστρεψε στο Πέτα, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης έλαβε επιστολή από τον πατέρα του Θεόδωρο, να επιστρέψει στον Μοριά. Η αποχώρηση του Γενναίου, με 250 ικανότατους πολεμιστές, ήταν ένα ακόμα τεράστιο πλήγμα για τις ελληνικές δυνάμεις.
Στο Πέτα, ακολούθησε πολεμικό συμβούλιο για να καθοριστεί ο τρόπος άμυνας. Δημιουργήθηκε ζήτημα για την οχύρωση. Οι φιλέλληνες και οι τακτικοί δεν ήθελαν να κατασκευάσουν ταμπούρια. “Ημείς έχομεν τα στήθη μας προμαχώνα”, είπε ο Ντάνια στον Γώγο Μπακόλα. “Ηξεύρομεν κι εμείς να πολεμούμεν”, είπε στον Βλαχόπουλο, ο επίσης Ιταλός φιλέλληνας Ταρέλα.
Ο Νόρμαν διέταξε να περιχαρακωθεί το στρατόπεδο με τάφρο, ούτε όμως αυτό έγινε. Οι ελληνικές δυνάμεις έμειναν ακάλυπτες, ανάμεσα στις δύο λοφοσειρές στις οποίες βρίσκεται το Πέτα, με την εξής διάταξη: Τα δύο ελληνικά τάγματα τοποθετήθηκαν στο κέντρο, μαζί με δύο κανόνια και δέκα πυροβολητές, υπό τον Ελβετό φιλέλληνα Μπράντλι. Αριστερά, βρισκόταν οι φιλέλληνες και δεξιά οι Επτανήσιοι. Οι υπόλοιποι, πίσω απ’ το χωριό, τοποθετήθηκαν ως εξής: ο Βαρνακιώτης στο κέντρο, ο Μπότσαρης αριστερά, ο Γώγος Μπακόλας με τον Βλαχόπουλο δεξιά. Ο Ανδρέας Ίσκος και ο Γάτσος, έμειναν εφεδρεία. Ο Μπακόλας ανέλαβε να φρουρήσει τον γειτονικό λόφο του Μετεπιού, με τη συνδρομή των κατοίκων του Πέτα.
Η μάχη του Πέτα – Πώς ο διαγραφόμενος θρίαμβος έγινε πανωλεθρία
Η τουρκική επίθεση ξεκίνησε στις 5 τα ξημερώματα της 4ης Ιουλίου 1822. Ήταν πανσέληνος και αυτό εξυπηρετούσε τους επιτιθέμενους. Οι δυνάμεις των Τούρκων ήταν 7.000-8.000 άνδρες (2.000 από τους οποίους ήταν ιππείς), με επικεφαλής τους Κιουταχή και Ισμαήλ Πλιάσα. Ένα μέρος των δυνάμεων αυτών στάλθηκαν στο Κομπότι για να επιτεθούν στους Έλληνες που βρισκόταν εκεί. Οι ελληνικές δυνάμεις στο Πέτα, ήταν περίπου 2.000 άνδρες.
Οι αρχικές επιθέσεις αποκρούστηκαν από τις ελληνικές δυνάμεις και τους φιλέλληνες. Τα πυροβόλα του Μπράντλι με τις εύστοχες βολές τους προκαλούσαν πανικό στους Τούρκους, οι οποίοι φαινόταν να τα έχουν χαμένα. Οι γενναίοι φιλέλληνες, μπαρουτοκαπνισμένοι πολεμιστές οι περισσότεροι, ετοιμάζονταν να τους καταδιώξουν. Ωστόσο, ένα αναπάντεχο γεγονός, άλλαξε άρδην την κατάσταση.
Ο Κιουταχής είχε στείλει από την αρχή της μάχης ισχυρό σώμα από 2.000 Αλβανούς στο πίσω μέρος της παράταξης των Ελλήνων, με εντολή να περάσουν από τον λόφο του Μετεπιού και να χτυπήσουν από τα νώτα. Ο Γώγος Μπακόλας, που όπως είπαμε είχε αναλάβει να φυλάει το Μετεπιό, άφησε να περάσει άθικτη η εμπροσθοφυλακή των Αλβανών. Όταν αυτοί που ακολουθούσαν, βρέθηκαν σε απόσταση βολής, οι Έλληνες τους χτύπησαν. Ο γιος του Μπακόλα και ο Δήμος Τσέλιος καταδίωξαν και σκότωσαν πολλούς. Οι 80 προπορευόμενοι Αλβανοί, όλοι σημαιοφόροι και οι πιο ανδρείοι απ’ όλους, βρέθηκαν απομονωμένοι και, αμήχανα, τύλιξαν τις σημαίες τους και κατευθύνθηκαν προς την κορυφή του λόφου του Μετεπιού, αναζητώντας διέξοδο. Εκεί, έκπληκτοι, αντίκρισαν μόνο 8 Έλληνες και το άλογο του Γώγου Μπακόλα! Αναθάρρησαν, ξεδίπλωσαν τις σημαίες τους και τις έστησαν στην κορυφή του υψώματος. Αυτό έφερε τα πάνω κάτω.
Οι άτακτοι Έλληνες στρατιώτες νομίζοντας ότι ο Μπακόλας τους πρόδωσε ή νικήθηκε, διασκορπίστηκαν. Μάταια ο Μπότσαρης προσπαθούσε να τους συγκρατήσει. Το σώμα του Βαρνακιώτη απουσίαζε παντελώς από τη μάχη. Ευτυχώς, πριν την ολοκληρωτική καταστροφή, ήρθε ο Γώγος Μπακόλας με τους άνδρες του και έτρεψαν τους Τούρκους σε φυγή.
Ο Κιουταχής, εκμεταλλευόμενος το μομέντουμ, διέταξε γενική επίθεση. Οι άνδρες του είχαν πάρει θάρρος, βλέποντας δικές τους σημαίες στον λόφο του Μετεπιού. Παρά την ηρωική και λυσσαλέα αντίσταση, κυρίως των φιλελλήνων και των Επτανησίων, ο απολογισμός της μάχης ήταν τραγικός για τους Έλληνες. Το ένα τρίτο του τακτικού στρατού, 68 φιλέλληνες, μεταξύ των οποίων οι Ντάνια και Ταρέλα, οι μισοί Επτανήσιοι και δέκα πυροβολητές σκοτώθηκαν. Οι Τούρκοι έχασαν 600 άνδρες.
Οι λίγοι αιχμάλωτοι φιλέλληνες και τακτικοί είχαν ακόμα χειρότερη τύχη. Υποχρεώθηκαν να περπατήσουν μέχρι την Άρτα, κρατώντας τα αιμόφυρτα κεφάλια των νεκρών συμπολεμιστών τους! Εκεί, μετά από φριχτά βασανιστήρια, αποκεφαλίστηκαν όλοι, εκτός από ένα Πρώσο που είχε γνώσεις χειρουργικής.
Οι αιτίες της πανωλεθρίας στο Πέτα – Οι συνέπειες της ήττας
Μεγάλη ευθύνη για τη συντριβή στο Πέτα έχει αναμφίβολα ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που λόγω της φιλοδοξίας και της αρχομανίας του, επέμεινε να παραμείνει στην Ήπειρο. Διπλό λάθος του ήταν ότι “σκόρπισε” εμπειροπόλεμους άντρες στη Σπιάντζα, υπό τον Μαυρομιχάλη και την Πλάκα, υπό τον Μπότσαρη. Παράλληλα, απουσίαζε στις 10 Ιουνίου, μετά την πρώτη επιτυχία του Νόρμαν και των ανδρών του επί των Τούρκων. Αν ήταν παρών και διέταζε αντεπίθεση, εδώ έχει και ο Νόρμαν ένα μερίδιο ευθύνης, τα πράγματα ίσως ήταν διαφορετικά. Άλλο σημαντικό λάθος ήταν ότι δεν οχυρώθηκαν οι θέσεις των αμυνόμενων. Οι γενναίοι και εμπειροπόλεμοι φιλέλληνες πλήρωσαν την αποκοτιά τους με την ίδια τους τη ζωή…
Τρία ακόμα βασικά λάθη:
i. Η απερισκεψία του Μπακόλα ν’ αφήσει αφύλακτο τον λόφο του Μετεπιού.
ii. Η αδράνεια των ατάκτων σε κρίσιμες στιγμές. Το σώμα του Βαρνακιώτη απουσίαζε, άγνωστο γιατί, απ’ τη μάχη.
iii. Η αποχώρηση των Πελοποννησίων την παραμονή της μάχης. Πειθαρχημένοι και έμπειροι πολεμιστές, σίγουρα θα πρόσφεραν πολλά.
Τόσο μεγάλη ήταν η καταστροφή, ώστε κάποιοι που επέζησαν απ’ τη μάχη, δεν εμφανίζονταν για ημέρες.
«Ορισμένοι, όπως ο Βλαχόπουλος, ο Γκουβερνάντι και διάφοροι άλλοι που θεωρούνταν νεκροί, εμφανίστηκαν ξαφνικά σαν να είχαν αναστηθεί εκ νεκρών» γράφει χαρακτηριστικά ο Σπυρίδων Τρικούπης.
Μετά τη συντριβή, οι μισοί Έλληνες κατηγορούσαν και ενοχοποιούσαν τους άλλους μισούς, με τον Γώγο Μπακόλα να δέχεται τις σφοδρότερες επικρίσεις. Οι Σουλιώτες χάνοντας πλέον κάθε ελπίδα για βοήθεια, συνθηκολόγησαν, οι Τούρκοι κυριάρχησαν στην Ήπειρο, ενώ άνοιξαν διάπλατα γι’ αυτούς οι δρόμοι προς την Αιτωλοακαρνανία.
Γώγος Μπακόλας: Προδότης, καιροσκόπος, ανίκανος ή κατώτερος των περιστάσεων;
Το πιο πολυσυζητημένο πρόσωπο της μάχης του Πέτα είναι αναμφισβήτητα ο Γώγος Μπακόλας. Ήταν πρώτος ξάδελφος της μητέρας του Καραϊσκάκη. Γεννήθηκε στη Σκουληκαριά Άρτας και πριν την Επανάσταση ήταν αρματολός. Διακρίθηκε για την ανδρεία του στη θέση Παλιοκούλια του Μακρυνόρους (1821) και σε άλλες μάχες. Δεν τίθεται θέμα για τη γενναιότητά του, αλλά για τον χαρακτήρα του.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Γκούσταβ Φρίντριχ Χέρτσβεργκ (“ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ”): “Ο γενναίος ούτος και περί τα πολεμικά έμπειρος ανήρ ήτο εν τω βάθει της ψυχής αυτού σφοδρός εχθρός των Σουλιωτών και των φιλελλήνων, έπαιζε δε νυν διπλούν παίγνιον, κινδυνωδέστατον εν τη θέσει, ην ελάμβανε μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων … Εν τη αμφιβόλω αυτού στάσει, εσκόπει προφανώς να προσχωρήσει εν τη στιγμή της κρίσεως εγκαίρως εις εκείνην την μερίδα, εις ην ήθελε τραπεί η του πολέμου τύχη”.
Ο ίδιος ο Γώγος, αν και θεωρούσε τον εαυτό του αθώο, φοβούμενος ότι δεν θα μπορέσει ν’ αποδείξει την αθωότητά του, “εσυμβιβάσθη μετά των Τούρκων και Τούρκος έκτοτε διέμεινε μέχρι τέλους της ζωής του”, γράφει ο Σ. Τρικούπης. Αν όμως ήταν προδότης , πώς εξηγείται η καταλυτική παρέμβασή του στο τέλος της μάχης, με την οποία έσωσε από βέβαιο θάνατο πολλούς Έλληνες;
Οι φιλέλληνες τον αποκαλούσαν ευθέως προδότη, όμως ο Μαυροκορδάτος και οι οπλαρχηγοί απέδωσαν τη μη φρούρηση του λόφου στη συνηθισμένη απείθεια των ατάκτων. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης έγραψε για τον Γώγο: “Χάριτες του χρωστάει η πατρίς, ως λιοντάρι πολεμούσε και ως φιλόσοφος οδηγούσε”.
Απίστευτες ιστορίες Φιλελλήνων στο Πέτα
Οι φιλέλληνες κατά την Επανάσταση του ’21, είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο με το οποίο θα ασχοληθούμε σύντομα. Αναφέρουμε εδώ, μερικές ιστορίες φιλελλήνων από τη μάχη του Πέτα, που θα συγκλονίσουν.
Ντάνια: Ιταλός, επικεφαλής των φιλελλήνων. Πολέμησε γενναία ως το τέλος. Είκοσι Τόσκηδες τον ανέτρεψαν από το άλογό του και τον αποκεφάλισαν. Τελευταίες του λέξεις: «Νίκη ή θάνατος φιλέλληνες».
Μιρζέβσκι: Πολωνός, έμπειρος και ικανός στρατιωτικός. Σκοτώθηκε. Την ίδια τύχη είχαν και 11 συμπατριώτες του, που κατέφυγαν στη στέγη του ναού του χωριού και πολέμησαν γενναία μέχρι το τέλος.
Μινιάκ: Γάλλος. Δεινός ξιφομάχος. Τραυματισμένος στην κνήμη, στηρίχτηκε στον κορμό μιας ελιάς και σκότωσε με το σπαθί του 12 Αλβανούς πριν πέσει κι ο ίδιος νεκρός.
Τάιχμαν: Γερμανός υπολοχαγός, σημαιοφόρος. Δεν ήθελε ν’ αφήσει την κουρελιασμένη σημαία του. Πολέμησε ηρωικά και στο τέλος έπεσε πάνω στους νεκρούς συμπολεμιστές του.
(Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια “ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ”, σημαιοφόρος των φιλελλήνων στο Πέτα, ήταν ο Βέλγος Βοτ).
Επίσης, μεταξύ άλλων, στο Πέτα, σκοτώθηκαν οι εξής:
Σοβασέν: Γάλλος φιλέλληνας, σωματοφύλακας στην πατρίδα του.
Σεβαλιέ: Ελβετός αξιωματικός του πυροβολικού.
Τσεκίνο: Ιταλός φιλέλληνας. Αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους.
Νταμπρουνόβσκι: Πολωνός.
Ντεμπισί: Γάλλος, που ανήκε στη φρουρά του Ναπολέοντα.
Ντε Ντιζέσλκι: Πρώσος, υπολοχαγός του ιππικού στην πατρίδα του.
Ταρέλα: Ιταλός φιλέλληνας, ικανός και ανδρείος.
Η ιστορία των αδελφών Σάιγκερ
Κλείνουμε με μια ιστορία που μας συγκλόνισε όταν την πρωτοδιαβάσαμε πριν λίγα χρόνια.
Αδελφοί Σάιγκερ. Από τη Λιψία της Γερμανίας. Όταν άρχισε η ελληνική Επανάσταση, ήρθαν στη χώρα μας. Ο μεγαλύτερος από τους δυο αδελφούς, ο Ainé Seiger, ήταν πρώην αξιωματικός στη Βιρτεμβέργη. Πολέμησε γενναία στη μάχη του Πέτα όπου και σκοτώθηκε. Ο μικρότερος αδελφός του, Jeune Seiger, παραφρόνησε βλέποντας τον αδελφό του νεκρό. Μεταφέρθηκε στο Αιτωλικό, όπου πέθανε λίγες μέρες αργότερα.
Τέλος, όπως γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος, στο έξοχο βιβλίο του “1821: Οι μάχες των Ελλήνων για την ελευθερία”, από το οποίο αντλήσαμε πολλά στοιχεία για το σημερινό άρθρο, μετά την ήττα στο Πέτα, ο Νόρμαν, ο οποίος τραυματίστηκε στη διάρκεια της μάχης και πέθανε λίγες ημέρες αργότερα, είπε στον Μαυροκορδάτο: “Πρίγκηψ, τα απωλέσαμε όλα πλην της τιμής”. Τα δάκρυα του Μαυροκορδάτου, αντί για άλλη απάντηση, είναι νομίζουμε, ο τραγικός επίλογος για μια τέτοια καταστροφή…
Use Facebook to Comment on this Post