Η ειρήνη του 371 π.Χ. – Η “λοξή φάλαγγα” του Επαμεινώνδα και ο “Ιερός Λόχος” του Πελοπίδα – Η πανωλεθρία των Σπαρτιατών Την Τρίτη δεκαετία του 4ου π.Χ. αιώνα, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες είχαν φτάσει στα όρια των αντοχών τους. Πολεμούσαν για πολλά χρόνια άσκοπα, σπαταλώντας δυνάμεις και χρήματα,που έβρισκαν με δυσκολία. Εν τω μεταξύ, οι Θηβαίοι, έχοντας πάψει ουσιαστικά να είναι σύμμαχοι των Αθηναίων και έχοντας επικεφαλής τους δύο μεγάλους ηγέτες, τον Επαμεινώνδα και τον Πελοπίδα, είχαν αρχίσει να γίνονται επικίνδυνοι και για τους δύο και οδήγησαν Αθηναίους και Σπαρτιάτες σε προσέγγιση και υπογραφή συνθήκης (371 π.Χ.).
Η ειρήνη του 371 π.Χ.Στη δυσκολότερη θέση, βρίσκονταν οι Σπαρτιάτες που μειονεκτούσαν στρατιωτικά απέναντι στους Αθηναίους. Έτσι, απάντησαν θετικά στην πρόσκληση των Αθηναίων για σύναψη ειρήνης και αμυντικής συμμαχίας. Το σχετικό κείμενο υπογράφτηκε στις 16 Ιουνίου του 371 π.Χ. στη Σπάρτη. Από τη μια μεριά, υπέγραψαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους και από την άλλη οι Αθηναίοι και κάθε σύμμαχός τους χωριστά. Έτσι, οι μεν Λακεδαιμόνιοι δέσμευαν με την υπογραφή τους συμμάχους. Ανάμεσα στις αντιπροσωπείες των συμμάχων των Αθηναίων που υπέγραψαν ήταν και η θηβαϊκή, με επικεφαλής του Επαμεινώνδα. Την επόμενη όμως ημέρα, ο Επαμεινώνδας ζήτησε να διαγραφεί η δήλωση ότι υπέγραψε για λογαριασμό των Θηβαίων και να παρουσιαστεί ως πληρεξούσιος όλων των Βοιωτών.
Οι Σπαρτιάτες όμως και κυρίως ο Αγησίλαος, αντέδρασαν έντονα και απαίτησαν να ορκιστεί ο Επαμεινώνδας μόνο για τη Θήβα και οι άλλες βοιωτικές πόλεις για τις ίδιες. Ο Επαμεινώνδας είχε ήδη εναντιωθεί στην κυριαρχική συμπεριφορά της Σπάρτης και νωρίτερα. Ανέφερε ότι οι παράλογες αξιώσεις των Λακεδαιμονίων υπέθαλπαν τον πόλεμο και αν δεν τις παραμερίσουν, δεν θα υπάρξει διαρκής ειρήνη. Ο Πλούταρχος στον “Βίο του Αγησιλάου”, αναφέρει χαρακτηριστικά: “Αυτός (ενν. ο Επαμεινώνδας), βλέποντας τους πάντες να ενδίδουν στον Αγησίλαο, ήταν ο μόνος που έδειξε υψηλό φρόνημα και θάρρος γνώμης και έβγαλε λόγο, όχι υπέρ των Θηβαίων αλλά υπέρ ολόκληρης της Ελλάδας. Και απέδειξε ότι ο πόλεμος ωφελεί τη Σπάρτη, ενώ οι άλλοι υποφέρουν και παρακινούσε να κάνουν ειρήνη με όρους για ισότητα και δικαιοσύνη, γιατί αν επικρατήσει η ειρήνη, όλοι θα είναι ίσοι”. Ο μεγάλος Θηβαίος ηγέτης έβλεπε ότι ουσιαστικά οι Σπαρτιάτες ήθελαν να διαλύσουν το Κοινό των Βοιωτών που περιλάμβανε περισσότερες πόλεις.
Η σύνοδος των αντιπροσώπων των ελληνικών πόλεων (“του έθνους”, γράφει εδώ ο Κ. Παπαρρηγόπουλος), έμεινε κατάπληκτη από το θάρρος και την τολμηρή πρόταση του Επαμεινώνδα. Οι περισσότερες πόλεις τον άκουσαν με ευχαρίστηση. Όμως στη σύνοδο, προήδρευε η Σπάρτη. Ο Αγησίλαος εξαγριώθηκε, διέκοψε τη συζήτηση και είπε στον Επαμεινώνδα: “Πες μου καθαρά, θέλεις ή δεν θέλεις ν’ αφήσεις τη Λακωνία αυτόνομη;”. Και ο Αθηναίος Καλλίστρατος μίλησε εναντίον των Θηβαίων. Ο Επαμεινώνδας και οι άλλοι σύμμαχοί του έφυγαν από τη Σπάρτη στεναχωρημένοι και μελαγχολικοί.
Οι Σπαρτιάτες και οι Αθηναίοι χαιρέκακα, πίστευαν ότι απομονωμένοι οι Θηβαίοι θα εμπλακούν σ’ ένα πόλεμο με τους Σπαρτιάτες χωρίς συμμάχους, ο οποίος θα είναι καταστροφικές γι’ αυτούς. Οι προσδοκίες τους όμως αυτές διαψεύστηκαν οικτρά…
Επαμειώνδας – Πελοπίδας
Ο Επαμεινώνδας γεννήθηκε στη Θήβα, περίπου το 415 π.Χ. Μαζί με τον Πελοπίδα, ήταν οι πρωτεργάτες της ανόδου και κυριαρχίας της βοιωτικής πόλης κατά το α’ μισό του 4ου αιώνα. Υπήρξε μαθητής του πυθαγόρειου φιλοσόφου Λύση και απέκτησε ευρύτατη μόρφωση. Ο Πελοπίδας γεννήθηκε στη Θήβα, περίπου το 420 π.Χ. Ήταν γιος του Ιπποκλή, ενός από τους πλουσιότερους Θηβαίους της εποχής και φίλος του Επαμεινώνδα. Μετά την κατάληψη της ακρόπολης της Θήβας, της Καδμείας, από τους Σπαρτιάτες (382 π.Χ.), κατέφυγε στην Αθήνα και από εκεί, με άλλους εξόριστους Θηβαίους απελευθέρωσαν την πόλη τους το 379 π.Χ. Από το 378 π.Χ., εκλεγόταν σχεδόν κάθε χρόνο αρχηγός του Κοινού των Βοιωτών (Βοιωτάρχης). Επικεφαλής του Ιερού Λόχου, νίκησε το 375 π.Χ. τους Σπαρτιάτες στα Τέγυρα. Σκοτώθηκε το 364 π.Χ. στις Κυνός Κεφαλές, σε μάχη εναντίον του Αλεξάνδρου των Φερών, στην οποία νίκησαν οι Θηβαίοι. Διακρινόταν για τη γενναιότητά του και τις διπλωματικές του ικανότητες, δεν είχε όμως την πολιτική οξυδέρκεια και τα οργανωτικά χαρίσματα του Επαμεινώνδα.
Τα γεγονότα μετά την ειρήνη: Οι Σπαρτιάτες στην Βοιωτία
Μετά την σύντομη αυτή παρένθεση, επανερχόμαστε στα γεγονότα του καλοκαιριού του 371 π.Χ. Οι Αθηναίοι, ανακάλεσαν τις φρουρές τους από τις πόλεις που κατείχαν και τον στόλο τους στο Ιόνιο και διέταξαν τον Ιφικράτη να επιστρέψει ό, τι κατέλαβε μετά την υπογραφή της ειρήνης. Οι Σπαρτιάτες απέσυραν αρμοστές και φρουρές από παντού, εκτός από τη Φωκίδα. Διέταξαν μάλιστα τον Κλεόμβροτο που βρισκόταν εκεί με ισχυρό συμμαχικό στρατό, να ετοιμαστεί να εκστρατεύσει εναντίον της Θήβας στην περίπτωση που δεν θα άφηναν αυτόνομες τις άλλες βοιωτικές πόλεις διαλύοντας το Βοιωτικό Κοινό. Έστειλαν μάλιστα σχετικό τελεσίγραφο προς τη Θήβα. Όταν αυτό απορρίφθηκε, ο Κλεόμβροτος διατάχθηκε να προχωρήσει. Ο Αγησίλαος ήταν ξεκάθαρο ότι είχε καταληφθεί κι από μια διάθεση εκδίκησης απέναντι στον Επαμεινώνδα.
Ο κύριος όγκος του βοιωτικού στρατού περίμενε τους Σπαρτιάτες στη στενή πύλη Κορώνεια, ανάμεσα στο όρος Τιλφώσιο και την Κωπαΐδα (πρόκειται για το Στενό της Πέτρας, όπου οι ελληνικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον Δ. Υψηλάντη, νίκησαν το 1829 τους Οθωμανούς στην τελευταία μάχη της Επανάστασης του ’21).
Ο Κλεόμβροτος όμως δείχνοντας οξυδέρκεια, δεν ακολούθησε τη διαδρομή αυτή. Κινήθηκε από ένα ορεινό δρόμο που οι Θηβαίοι δεν φύλαγαν καλά και είχαν αφήσει μόνο ένα μικρό απόσπασμα με επικεφαλής τον Χαιρέα. Οι σπαρτιατικές δυνάμεις έκαμψαν εύκολα την αντίσταση των Βοιωτών, πέρασαν από τη Θίσβη, κατέλαβαν την παραλιακή πολίχνη των Σιφών και προχώρησαν στην Κρεύση, οχυρή πόλη και ναύσταθμο των Βοιωτών. Εκεί, κυρίευσαν 12 τριήρεις των Θηβαίων και αφήνοντας φρουρά στο λιμάνι, συνέχισαν την πορεία τους. Επιτέθηκαν στη χώρα των Θεσπιέων, ανατολικά του Ελικώνα, και στρατοπέδευσαν σε ύψωμα, κοντά στο χωριό των Λεύκτρων. Οι Λακεδαιμόνιοι ήταν χαρούμενοι και σίγουροι για την επιτυχία τους, ενώ οι Θηβαίοι, μόλις έμαθαν τα γεγονότα, κλονίστηκαν και απογοητεύτηκαν…
Η Μάχη των Λευκτρων (6 Ιουλίου 371 π.Χ.)
Ο Κλεόμβροτος, είχε στη διάθεση του 10.000 οπλίτες. 2.000 από αυτούς ήταν Λακεδαιμόνιοι και ανάμεσά τους, υπήρχαν 700 Σπαρτιάτες. Οι Βοιωτοί είχαν 6.000 οπλίτες. Και οι δύο πλευρές είχαν από 1.000 ιππείς, ωστόσο στον τομέα αυτό οι Βοιωτοί υπερτερούσαν. Οι Σπαρτιάτες ήταν: “οι τοις σώμασιν αδυνατώτατοι και ήκιστα φιλότιμοι”. Σε καιρό ειρήνης δεν ασκούνταν συνεχώς με άλογα ενώ και στις πολεμικές επιχειρήσεις εκτελούσαν δευτερεύουσες αποστολές.
Οι Βοιωτοί, όπως είπαμε, είχαν κλονισμένο ηθικό. Ορισμένοι μάλιστα, διέκριναν κακούς οιωνούς. Ο Επαμεινώνδας απάντησε τότε με τον ομηρικό στίχο: “Εις οιωνός άριστος: αμύνεσθαι περί πάτρης”. Φρόντισε μάλιστα να κυκλοφορήσουν φήμες για καλά σημάδια και παλιούς χρησμούς που προέβλεπαν ήττα των Λακεδαιμονίων στα Λεύκτρα!
Σε σύσκεψη των 7 Βοιωταρχών, επικράτησε τελικά η άποψη του Επαμεινώνδα, να διεξαχθεί η μάχη στην πεδινή περιοχή των Λεύκτρων. Ο χώρος της μάχης, δεν έχει ακόμα προσδιοριστεί ακριβώς. Σίγουρα όμως βρίσκεται κοντά στο σημείο όπου ανεγέρθηκε μνημείο των πεσόντων. Φαίνεται ότι ήταν μια πεδινή έκταση με πλάτος 1.500 μέτρα περίπου, ανάμεσα στους ποταμούς Άσκρη ή Περμησσό και Ασωπό.
Στη μάχη των Λεύκτρων, φάνηκε η στρατιωτική ιδιοφυΐα τον Επαμεινώνδα. Μέχρι τότε, οι ελληνικοί στρατοί παρατάσσονταν παράλληλα μεταξύ τους. Έτσι υπερτερούσε, σχεδόν πάντα, ο πιο πολυάριθμος και καλύτερα εξοπλισμένος.
Το ίδιο έκανε και τώρα ο Κλεόμβροτος. Έδωσε στη φάλαγγα βάθος 12 στοίχων. Ο Επαμεινώνδας, έχοντας λιγότερους άνδρες, έβαλε τους Θηβαίους σε βάθος 50 στοίχων. Συγκέντρωσε μεγάλη και ανώτερη από τον εχθρό δύναμη στο κέντρο, σκεπτόμενος ότι έτσι θα μπορούσε να νικήσει τους αντιπάλους σε όποιο σημείο κι αν τους έπληττε. Η ιδέα για την αύξηση των στοίχων, είχε εφαρμοστεί με επιτυχία από τους Βοιωτούς στις μάχες του Δηλίου (424 π.Χ.), του ποταμού Νεμέα (334 π.Χ.) και της Τεγύρας (375 π.Χ.). Αυτή η παράταξη, επικράτησε να λέγεται “λοξή” από μια φράση του Διόδωρου: “Διό και λοξήν ποιήσας την φάλαγγα, τω τους επιλέκτους έχοντι κέρατι έγνω κρίνειν την μάχην”. Πολλοί ιστορικοί αμφιβάλλουν για το αν η λεγόμενη “λοξή φάλαγγα” παρατάχθηκε από τον Επαμεινώνδα στα Λεύκτρα. Σίγουρα όμως, η παράταξη των Θηβαίων στη μάχη της Μαντίνειας (362 π.Χ.), είχε τη μορφή λοξής φάλαγγας.
Όπως και να έχει το πράγμα, η “λοξή φάλαγγα” έφερε επανάσταση στην πολεμική τέχνη. Την τακτική του Επαμεινώνδα, ακολούθησαν πολλοί στρατηγοί τα επόμενα χρόνια με ιδιαίτερη επιτυχία. Ξεχωρίζουν ο βασιλιάς της Πρωσίας Μέγας Φρειδερίκος και ο Μέγας Ναπολέοντας!
Λίγο πριν τη μάχη, κάποιοι Βοιωτοί λιποτάκτησαν. Έπεσαν όμως πάνω σε ένα απόσπασμα μισθοφόρων του Κλεόμβροτου καθώς και σε ιππείς και πελταστές συμμάχους των Σπαρτιατών και υποχώρησαν.
Η μάχη ξεκίνησε με σύγκρουση των ιππικών των δύο αντιπάλων. Η ανωτερότητα των Βοιωτών, τους οδήγησε σε σχετικά εύκολη επικράτηση.
Πριν ακόμα συνέλθουν οι Σπαρτιάτες, δέχτηκαν την επίθεση του Ιερού Λόχου υπό τον Πελοπίδα. Ο Κλεόμβροτος δεν είχε καταλάβει τον σκοπό της λοξής παράταξης των Θηβαίων. Είχε τοποθετήσει τους Λακεδαιμόνιους στο δεξιό τμήμα της παράταξής του, με επικεφαλής τον ίδιο και τους συμμάχους στο κέντρο και το αριστερό τμήμα.
Οι Θηβαίοι, “χτύπησαν” στο κέντρο των Λακεδαιμονίων, με τετραπλάσιο αριθμό ανδρών από εκείνους. Την ίδια ώρα, το βοιωτικό ιππικό, αναχαίτιζε το κέντρο και την αριστερή πτέρυγα των αντιπάλων.
Η σύγκρουση μεταξύ Θηβαίων και Σπαρτιατών, ήταν σφοδρότατη.
Οι Λακεδαιμόνιοι πολέμησαν γενναία αλλά δεν μπόρεσαν ν’ αντισταθούν για πολύ. Σκοτώθηκε ο Κλεόμβροτος, σπουδαίοι αξιωματικοί (όπως ο Σφοδρίας), 400 από τους 700 Σπαρτιάτες και άλλοι 600 Λακεδαιμόνιοι.
Όταν οι Σπαρτιάτες γύρισαν στο στρατόπεδο τους, σκέφτηκαν ν’ αντεπιτεθούν, επικράτησε τελικά όμως η άποψη να μην γίνει κάτι τέτοιο καθώς ήταν έκδηλη η απροθυμία ή ακόμα και η χαιρεκακία ορισμένων από τους συμμάχους τους για την ήττα! Έτσι ζήτησαν από τους Θηβαίους σπονδές (επίσημη συνθήκη ανακωχής ή ειρήνης), που σήμαινε αναγνώριση της ήττας τους. Οι Θηβαίοι δέχτηκαν, αφού πρώτα έστησαν τρόπαιο για τη νίκη τους και κράτησαν τα όπλα των σκοτωμένων Λακεδαιμονίων. Τα όπλα αυτά διασώθηκαν και 500 χρόνια αργότερα, τα είδε στη Θήβα ο Παυσανίας. Για τον αριθμό των Θηβαίων που έπεσαν στα Λεύκτρα, δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες. Από κάποιους συγγραφείς γίνεται λόγος για 47 νεκρούς και από άλλους για 300. Μάλλον όμως, ήταν πολλοί περισσότεροι.
Μόλις μαθεύτηκε η ήττα στα Λεύκτρα, οι Σπαρτιάτες έστειλαν εναντίον των Θηβαίων (αλλά και σε βοήθεια των συμπατριωτών τους που είχαν μείνει στο στρατόπεδο εγκλωβισμένοι), όσους άνδρες είχαν διαθέσιμους, με επικεφαλής τον Αρχίδαμο, γιο του Αγησίλαου. Οι Θηβαίοι, ζήτησαν αρχικά τη βοήθεια των Αθηναίων για να επιτεθούν στους εναπομείναντες Σπαρτιάτες. Οι Αθηναίοι όμως, έδιωξαν σχεδόν εχθρικά τον Θηβαίο αγγελιοφόρο.
Στη συνέχεια, στράφηκαν στον τύραννο των Φερών, Ιάσονα, που είχε κυριαρχήσει σε όλη τη Θεσσαλία. Αυτός πήγε στη Θήβα και συμβούλευσε τους Βοιωτούς να αφήσουν τους Λακεδαιμόνιους να φύγουν. Πραγματικά, έγιναν σπονδές και οι Λακεδαιμόνιοι έφυγαν για την Κρεύση κι από εκεί για τα Αιγόσθενα των Μεγάρων. Εκεί συνάντησαν τον Αρχίδαμο, που δεν είχε πλέον λόγο να προχωρήσει περισσότερο και επέστρεψαν στις πόλεις τους.
Οι συνέπειες της μάχης στα Λεύκτρα
Η ήττα των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα, σήμανε ουσιαστικά την αρχή του τέλους για την πόλη. Όχι μόνο γιατί κλονίστηκε η φήμη τους αλλά και γιατί είχε τεράστια έλλειψη μάχιμων ανδρών. “Η πόλη δεν υπέφερε από ένα πλήγμα, αλλά χάθηκε από την έλλειψη πολιτών” έγραφε χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης.
Ο Επαμεινώνδας με τους Θηβαίους, εκστράτευσε και τα επόμενα χρόνια στην Πελοπόννησο (370 π.Χ., 369 π.Χ. ,367 π.Χ.).
Κυρίευσε τη Μεσσηνία, προσεταιρίστηκε την Αχαΐα και απομόνωσε τη Σπάρτη. Το 364 π.Χ., έπεισε τους συμπατριώτες του να ναυπηγήσουν 100 τριήρεις για να αμφισβητήσουν την, ακλόνητη ως τότε, κυριαρχία των Αθηναίων στη θάλασσα. Στην τέταρτη όμως εκστρατεία του στην Πελοπόννησο, στη μάχη της Μαντίνειας (362 π.Χ.) αν και κατατρόπωσε τους Σπαρτιάτες, σκοτώθηκε.
Ο θάνατός του, ισοδυναμούσε με καταστροφή για τη Θήβα, η οποία έχοντας χάσει, όπως είδαμε, και τον Πελοπίδα έπεσε σύντομα σε παρακμή.