Η Ρωσία και το Ιράν υπέγραψαν συμφωνία-μαμούθ διάρκειας 5 ετών, το οποίο προβλέπει την εντατικοποίηση της οικονομικής συνεργασίας των δύο χωρών σε ένα ευρύτατο πλαίσιοΕίναι η βάση για μια συμφωνία «ανταλλαγής πετρελαίου έναντι αγαθών» ανάμεσα στις δυο χώρες, που μπορεί να φθάσει και τα 2,35 δισ. δολάρια ετησίως.
Με τον τρόπο αυτό και μετά την προ ημερών συμφωνία με Ινδία για αντικατάσταση του δολαρίου με το ρούβλι στις μεταξύ τους συναλλαγές, η Ρωσία αναπληρώνει το κενό του πλήρους «παγώματος» των εμπορικών συναλλαγών με την Ευρώπη μετά τις εκατέρωθεν κυρώσεις.
Τη διεύρυνση της εμπορικής και οικονομικής συνεργασίας στους τομείς της κατασκευής και ανακατασκευής των υποδομών ενέργειας και της ανάπτυξης των δυνατοτήτων της γενικότερα, περιλαμβάνοντας τα ηλεκτρικά δίκτυα και τον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, περιλαμβάνει το μνημόνιο της διμερούς συμφωνίας, όπως ανακοίνωσε το ρωσικό υπουργείο Ενέργειας.
Ουσιαστικά πρόκειται για συμφωνία “ανταλλαγής” πετρελαίου από την πλευρά του Ιράν, με προμήθεια οχημάτων, στρατιωτικού εξοπλισμού και καταναλωτικών αγαθών από τη Ρωσία.
Το υπουργείο αναφέρει ότι οι συγκεκριμένες συμβάσεις θα συζητηθούν στις 9-10 Σεπτεμβρίου στην Τεχεράνη, στη συνεδρίαση της διακυβερνητικής επιτροπής της Ρωσίας και του Ιράν, στην οποία θα συμπροεδρεύουν ο υπουργός Ενέργειας της Ρωσίας, Αλεξάντρ Νόβακ, και ο υπουργός Πετρελαίου του Ιράν, Μπιντζάν Ναμντάν Ζανγκανέ.
Το άκρως ενδιαφέρον που προκύπτει από το μνημόνιο, είναι ότι η Ρωσία θα αγοράζει ιρανικό πετρέλαιο. Αρχικά οι δυο πλευρές μιλούσαν για πολύ μεγάλες ποσότητες (έως 25 εκατομμύρια τόνους ετησίως) που αποτελεί περίπου το 1/4 του συνόλου της ιρανικής εξόρυξης πετρελαίου.
Προς το παρόν, έχει συμφωνηθεί μια πολύ μικρότερη ποσότητα, 2,5-3 εκατ. τόνοι ετησίως. Το Ιράν θα πουλά το πετρέλαιό του λίγο φθηνότερα απ’ ότι κοστίζει το αργό πετρέλαιο (Brent). Το ύψος της ετήσιας σύμβασης μπορεί να φτάσει τα 2,35 δις. δολάρια.
Το ενδιαφέρον πάντως, είναι ο τρόπος, με τον οποίο θα γίνονται οι παραδόσεις πετρελαίου στη Ρωσία, σπάζοντας το εμπάργκο που ισχύει από τη Δύση απέναντι στο Ιράν.
Πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, στη Μόσχα εξεταζόταν το σχήμα των παραδόσεων στη Λευκορωσία και την Ουκρανία, όπου οι ρωσικές εταιρίες διαθέτουν δυνατότητες επεξεργασίας του.
Μετά όμως την άνοδο του φιλοδυτικού καθεστώτος στο Κίεβο, οι χώρες αυτές αρνήθηκαν. Πλέον, πιθανολογείται ότι βασικοί προορισμοί των παραδόσεων θα είναι η Κίνα και καταναλωτές στην Αφρική (πιθανόν η Νότια Αφρική).
Εκτός από το ακατέργαστο πετρέλαιο, το Ιράν -όπως υποστηρίζει ο πρέσβης της Ρωσίας στην Τεχεράνη, Λεβάν Ντζαγκαριάν- θα προμηθεύει τη Ρωσία με πετροχημικά προϊόντα, τσιμέντο, χαλιά, επεξεργασμένα λαχανικά και φρούτα.
Με τα χρήματα που θα εξοικονομεί, το Ιράν σκοπεύει να αγοράζει από τη Ρωσία προϊόντα της τελευταίας, όπως και υπηρεσίες. Σύμφωνα με τον πρέσβη του Ιράν στη Μόσχα, Μεχντί Σανάι, η Τεχεράνη ενδιαφέρεται για αγορές ρωσικού μηχανικού εξοπλισμού, σιδηροτροχιών, βαρέων φορτηγών, μετάλλων και σιτηρών.
Οι συμφωνίες ανάμεσα στις δυο χώρες προβλέπουν και τη συμμετοχή ρωσικών εταιριών σε προγράμματα στο έδαφος του Ιράν για την κατασκευή και ανακατασκευή ηλεκτρικών σταθμών και ενεργειακών δικτύων.
Το Ιράν, σύμφωνα με τον πρέσβη, ενδιαφέρεται για τη συμμετοχή της Ρωσίας στην ηλεκτροδότηση των σιδηροδρόμων του. Επίσης, εξετάζει την πιθανότητα αγοράς από τη Ρωσία μερικών εκατοντάδων μεγαβάτ ηλεκτρικής ενέργειας.
Επιπλέον, αναφέρει ο πρέσβης, η Τεχεράνη θα αντιμετώπιζε θετικά τη δυνατότητα κοινών προγραμμάτων για την κατασκευή μίνι-διυλιστηρίων στην επικράτεια του Ιράν και την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της χώρας.
Όπως εκτιμούν οι ειδικοί, η υπογραφή του ρωσο-ιρανικού μνημονίου ειδικά αυτή την περίοδο, εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από την επιδείνωση των σχέσεων Ρωσίας και Δύσης και τις κυρώσεις, στις οποίες ΗΠΑ και ΕΕ έχουν προχωρήσει κατά της Ρωσίας τους τελευταίους μήνες.
Όπως δήλωσε στην Kommersant ο ειδικός της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης, Κέντρο Πολιτικών Αναλύσεων της Ρωσίας, Αντρέι Μπακλίτσκι, η Μόσχα, η οποία κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για τη διπλωματική επίλυση του ιρανικού πυρηνικού προβλήματος, ήταν έτοιμη να απόσχει από ενέργειες οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν την έντονη αντίδραση των ΗΠΑ.
Όμως τα πράγματα άλλαξαν, και τώρα η Ρωσία προτίθεται να αφουγκραστεί σε πολύ μικρότερο βαθμό τις συστάσεις των ΗΠΑ, ενώ το Ιράν, του οποίου η βαρύτητα έχει αυξηθεί πάρα πολύ για τη Δύση λόγω των γεγονότων στο Ιράκ και της αναζήτησης εναλλακτικών λύσεων στους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, απέκτησε μεγάλη ελευθερία ελιγμών.
Επίσης, σύμφωνα με τον αναλυτή, προηγουμένως η Μόσχα αναγκαζόταν να λαμβάνει υπόψη την απειλή των αμερικανικών κυρώσεων για παραβίαση του εμπάργκο πετρελαίου σε σχέση με το Ιράν, αλλά τώρα, τη στιγμή που έχουν επιβληθεί κυρώσεις και κατά του ρωσικού πετρελαϊκού κλάδου, δίνεται λιγότερη σημασία στον παράγοντα αυτό.
Ως μια ακόμη αιτία της ταχείας υλοποίησης των σχεδίων της Μόσχας που αφορούν το Ιράν, οι ειδικοί αναφέρουν τον όλο και εντονότερο ανταγωνισμό για την ιρανική αγορά.
Από τα τέλη του προηγούμενου έτους, όταν δρομολογήθηκε η διαδικασία άρσης των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στο Ιράν, την Τεχεράνη είχαν αρχίσει ήδη να επισκέπτονται επιχειρηματικές αντιπροσωπείες από την Κίνα, Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία, Σουηδία και από αρκετές άλλες χώρες.
Προ ημερών, το Reuters και η Wall Street Journal επικαλέσθηκαν πηγές σε εταιρίες της Γερμανίας, και μετέδωσαν ότι, λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία και των κυρώσεων που επέβαλλαν οι ΗΠΑ και η ΕΕ στη Ρωσία, οι γερμανικές επιχειρήσεις είναι πιθανό να ανακατευθύνουν τις επενδύσεις τους από τη ρωσική οικονομία στην ιρανική.
Να σημειωθεί πως το γερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο προβλέπει ότι, όταν οι κυρώσεις κατά του Ιράν εξασθενήσουν ακόμη περισσότερο, οι ετήσιες εξαγωγές της Γερμανίας στο Ιράν θα φτάσουν τα 10 δις. ευρώ (το 2013 ήταν 1,85 ευρώ).
Use Facebook to Comment on this Post