Για τον δεύτερο, τον Οδυσσέα, επέλεξε να μιλήσει ο Γάλλος ελληνιστής (1904-2007) Ζαν-Πιέρ Βερνάν στην τελευταία του διάλεξη ο οποίος, από Κανένας, έγινε ξανά ο βασιλεύς των ανακτόρων μετά τη μνηστηροκτονία. Στο τέλος του 2013, συμπληρώθηκαν ακριβώς εκατό χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου λάτρη της αρχαίας Ελλάδας.
Το βιβλίο «Η Οδύσσεια», το οποίο έχει τυπωμένη τη διάλεξη, κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη. Ο Ζαν-Πιέρ Βερνάν μίλησε, στις 23 Οκτωβρίου 2006, στο Λύκειο Λε Κορμπιζιέ του Aubervilliers.
«Είμαι πολύ χαρούμενος που βρίσκομαι εδώ σήμερα μαζί σας, η παρουσία μου εδώ με αναζωογονεί σε μια στιγμή της ζωής μου που το έχω μεγάλη ανάγκη. Πριν από τον πόλεμο παρακολουθούσα μαθήματα στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο, όπου αργότερα δίδαξα κι εγώ, επομένως η ιδέα ότι τα επίσημα πανεπιστήμια και οι σχολές πρέπει να απλώνουν τις ρίζες τους στα λαϊκά στρώματα είναι για μένα πολύ σημαντική».
Ο Βερνάν δεν ξεκόβει τον επιστημονικό λόγο από το προσωπικό στοιχείο. Και το πιο σημαντικό είναι ότι δεν τον απομονώνει από την κοινωνία, γιατί θέλει να διαχέεται και να αφομοιώνεται από τους «ακατέργαστους» ανθρώπους του μόχθου.
«Η «Οδύσσεια» είναι ένα ολόκληρο σύμπαν και συνάμα ο τεράστιος προθάλαμος όλης τής πνευματικής παιδείας, τουλάχιστον του δυτικού κόσμου. Η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια» είναι δύο μεγάλα έργα, τα πρώτα λογοτεχνικά κείμενα που διαθέτουμε (…)», αποφαίνεται ο Γάλλος φίλος της Ελλάδας και δεν πιστεύουμε ότι θα βρεθεί κάποιος ή κάποια νεόκοπος ιστορικός να τον αμφισβητήσει, επειδή σήμερα δεν συνεννοούμαστε με το ομηρικό «νεκρό» λεξιλόγιο.
Τι είναι τελοσπάντων αυτός ο παμπόνηρος Οδυσσέας, ο οποίος επιβιώνει στον πόλεμο και στην ειρήνη και τελικώς επιλέγει να επιστρέψει στον πατρώο οίκο; «Ο Οδυσσέας», σύμφωνα με τον Γάλλο σοφό, «είναι ένας καλός πολεμιστής, ένας θαρραλέος μαχητής και κυρίως, ένας άνθρωπος πονηρός σαν αλεπού, προικισμένος με «την μήτιν», την πολύτροπο νόηση.
Είναι επίσης το πρότυπο της ανεξάντλητης καρτερίας, αντέχει τα πάντα χωρίς να βαρυγκομά, δεν κάνει ποτέ πίσω, παραμένει ήρεμος μέχρι να ξαναφύγει. Ο Οδυσσέας δεν είναι ο άνθρωπος τού σύντομου βίου, αλλά ο άνθρωπος τής μακράς επιστροφής».
Είκοσι χρόνια μπαρουτοκαπνισμένος από τον θεό Αρη και θαλασσοδαρμένος από τον θεό Ποσειδώνα, αντιμετωπίζει αυτές τις δύο φάσεις της ζωής του ως περάσματα, ως γέφυρες, ως δοκιμαστήρια. Γιατί με τις κατεργαριές, τις πονηρίες και τις επινοήσεις του κατορθώνει να ξεφύγει από θεούς και δαίμονες, πάντα με τη βοήθεια της προστάτιδάς του θεάς Αθηνάς.
Σκοπός της ζωής του είναι η επιστροφή στην πατρίδα, ως ένας χώρος ασφάλειας και ειρήνης: «Είναι ο άνθρωπος που είναι πιστός στη γη του, στη γυναίκα του, στο παιδί του, στους υπηρέτες του και, κυρίως, στον εαυτό του. Θέλει να είναι εκείνος ο Οδυσσέας τον οποίο επικαλείται επανειλημμένως στο ποίημα: «Εγώ είμαι του Λαέρτη ο γιος Δυσσέας, που όλοι λένε τις τέχνες μου, κι η δόξα μου ώς τα ουράνια φτάνει».
Ο πολυτεχνίτης, πιστός στον πατέρα του Οδυσσέας προτιμά το κλέος εν ζωή. Επιθυμεί να ζήσει ανάμεσα στους ζώντες και δεν μπορεί να περιμένει… το θάνατό του για να τον θυμούνται. Είναι ο ευζωιστής τού εδώ και τώρα, γιατί την προσωπικότητά του συνέχει ο γενέθλιος τόπος. Αρνείται πεισματικά να γίνει άπατρις.
Ελευθεροτυπία, enallaktikidrasi