xOrisOria News

Η οικογένεια που έζησε απομονωμένη στη Σιβηρία και δεν κατάλαβε ούτε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

1Στις εσχατιές της γης πέρασαν 40 χρόνια σε ακραίες συνθήκες διαβίωσης, μακριά από τον πολιτισμό και τις σταλινικές εκκαθαρίσεις

Η Τάιγκα, το βόρειο δάσος στις ερημιές της Σιβηρίας με το μεγαλειώδες οικοσύστημα βυθίζεται μέσα σε μια πένθιμη χειμωνιάτικη σιωπή. Τα καλοκαίρια εκεί διαρκούν λίγο. το Μάιο αρχίζουν να λιώνουν τα χιόνια και από το Σεπτέμβριο το κρύο επιστρέφει.

Μόλις πέντε μήνες ανάσας από τις ακραίες καιρικές συνθήκες που επικρατούν. Χιλιόμετρα ολόκληρα από πεύκα και σημύδες, άγρια ζώα είτε σε χειμερία νάρκη είτε πεινασμένα, ποτάμια με κρυστάλλινα νερά που χύνουν τους χειμάρρους τους μέσα στις κοιλάδες. Ένα άγριο αλλά ταυτόχρονα όμορφο μωσαϊκό.

Το βόρειο δάσος είναι το τελευταίο και μεγαλύτερο κομμάτι φυσικής ομορφιάς της γης καθώς εκτείνεται από το απώτατο άκρο των αρκτικών περιοχών της Ρωσίας ως τον μακρινό Νότο. Και έπειτα από τη Μογγολία και ανατολικά από τα Ουράλια μέχρι τον Ειρηνικό.

Πέντε εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια «μοναξιάς» με πληθυσμό που ανέρχεται μόνο σε μερικές χιλιάδες άτομα. Ανάμεσα σε αυτές τις μερικές χιλιάδες πληθυσμού κατοικούσε απομονωμένη από κάθε ανθρώπινη επαφή, για πάνω από τέσσερις δεκαετίες, η οικογένεια Λικόφ.

Ο «Παλιός Πιστός» και οι διωγμοί οδηγούν στην αυτοεξορία

Η οικογένεια αποτελούνταν από τον Καρπ Λικόφ, που ήταν και ο αρχηγός της φαμίλιας, τη γυναίκα του Ακουλίνα, τον 9χρονο Σάβιν και τη μόλις 2 χρονών Ναταλία. Ο Καρπ Λικόφ ήταν μέλος της αίρεσης «Παλιός Πιστός», μιας φονταμενταλιστικής ρωσο-ορθόδοξης σέχτας που παρέμενε απαράλλακτη από τον 17ο αιώνα. Τα μέλη της αίρεσης είχαν διωχθεί λυσσαλέα από τις μέρες του Πέτρου του Μέγα.

Τα πράγματα ωστόσο έγιναν ακόμα χειρότερα για εκείνους όταν οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία. Κατά τη διάρκεια των σοβιετικών «εκκαθαρίσεων» στη δεκαετία του ’30, μία περίπολος θα σκοτώσει τον αδερφό του Λικόφ στα περίχωρα της κοινότητας όπου ζούσε η αίρεση. Ήταν ώρα για την οικογένεια να καταφύγει στα σιβηρικά βουνά της Τάιγκα για να γλιτώσει, γεγονός που συνέβη το 1936.

Δύο ακόμη παιδιά θα γεννιόνταν στην πλήρη απομόνωση, ο Ντμίτρι το 1940 και η Αγκάφια το 1943, τα οποία δεν συνάντησαν ποτέ άλλον άνθρωπο και ό,τι ήξεραν για την ανθρωπότητα το είχαν μάθει από τις διαστρεβλωμένες απόψεις των γονιών τους για τον κόσμο. Γνώριζαν για παράδειγμα πως υπάρχουν πόλεις όπου ζουν οι άνθρωποι «στοιβαγμένοι». Οι «γνώσεις» αυτές παρέμεναν ωστόσο σε απόλυτο θεωρητικό επίπεδο και ήταν εξαιρετικά αφαιρετικές για να παίξουν ρόλο στις ζωές τους.

Φυσικά και η σύγχρονη ιστορία παρέμενε στο σκοτάδι. Για εκείνους ο φονικός πόλεμος που αιματοκύλησε την Ευρώπη, ο Β’ Παγκόσμιος, δεν είχε συμβεί ποτέ. Αγνοούσαν πλήρως τα ιστορικά γεγονότα που γινόντουσαν όσο εκείνοι προσπαθούσαν να επιζήσουν στο σιβηρικό χειμώνα. Με την ίδια τους την χώρα να παίζει κομβικό ρόλο στην έκβαση του πολέμου

Η συνάντηση με τον έξω κόσμο

Το καλοκαίρι του 1978 το ελικόπτερο που μετέφερε την αποστολή των σοβιετικών γεωλόγων, οι οποίοι ήταν σε αποστολή εξερεύνησης της Σιβηρικής επαρχίας, διακρίνει μέσα στο έρημο τοπίο ανθρώπινα ίχνη. Ένας κήπος ήταν μία εξαιρετικά αναπάντεχη ανακάλυψη, καθώς το βουνό απείχε τουλάχιστον 200 χιλιόμετρα από τον κοντινότερο οικισμό, αποτελώντας ανεξερεύνητο και αχαρτογράφητο τοπίο.

Οι τέσσερις επιστήμονες αποφάσισαν να ερευνήσουν τον «περίεργο» και μοναχικό κήπο. Στην πορεία τους, όμως άρχισαν να παρατηρούν ολοένα και συχνότερα ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας, ώσπου κατέληξαν τελικά σε μια παράγκα, που έμοιαζε με παράπηγμα μεσαιωνικής εποχής.

Σε απόλυτο σκοτάδι δεν διέκριναν τις ανθρώπινες φιγούρες που καραδοκούσαν. Η σιωπή έσπασε από λυγμούς και φωνές. Μόνο τότε συνειδητοποίησαν οι επιστήμονες ότι δεν ήταν μόνοι. Οι σιλουέτες δύο γυναικών φαίνονταν πλέον καθαρά, με τη μία να μοιρολογεί: «αυτό γίνεται για τις αμαρτίες μας, τις αμαρτίες μας»…

Μισή ώρα αργότερα, η πόρτα της καμπίνας άνοιξε και ξεπρόβαλε μία μορφή σε ημιάγρια κατάσταση. Πρώτα ο Καρπ και έπειτα οι δύο του κόρες αρνήθηκαν οτιδήποτε τους πρόσφεραν οι επιστήμονες, μαρμελάδα, τσάι, ψωμί, λέγοντας πως «δεν μας επιτρέπονται αυτά».

Η Γκαλίνα Πισμενσκάγια, υπεύθυνη της αποστολής, ρώτησε τον άντρα αν έχει δοκιμάσει ποτέ ψωμί. Εκείνος αποκρίθηκε πως είχε φάει παλιότερα, ενώ οι κόρες του ποτέ. Ο λόγος του ήταν καθαρός και εύληπτος, δεν ίσχυε ωστόσο το ίδιο και για τα δύο κορίτσια τα οποία μιλούσαν μια γλώσσα που σίγουρα δεν έμοιαζε με ρωσικά. Η διαστρεβλωμένη ζωή που βίωναν στην απομόνωση οι Λικόφ και ειδικότερα τα νεότερα μέλη της οικογένειας, είχαν οδηγήσει σε παραποίηση ακόμα και της γλώσσας που χρησιμοποιούσαν.

Οι σοβιετικοί γεωλόγοι ωστόσο όσο περισσότερο γνώριζαν καλύτερα τα μέλη της οικογένειας διέκριναν πως κάθε ένας ξεχωριστός άνθρωπος είχε την δική του προσωπικότητα και πως η εξορία και η απομόνωση είχαν επηρεάσει την αντίληψη τους όσον αφορά τον σύγχρονο κόσμο, τον οποίο αγνοούσαν, αλλά όχι και την οξυδέρκεια τους.

Όταν «γνώρισαν» τον κόσμο πέθαναν

Η ταχύτητα με την οποία το θανατικό χτύπησε την οικογένεια των Λικόφ ήταν εντυπωσιακή και λυπηρή. Από τη στιγμή που εγκαθιδρύθηκε ξανά η επαφή με τον έξω κόσμο (μετά την ομάδα των γεωλόγων είχε επισκεφτεί την οικογένεια και δημοσιογράφος για να καταγράψει τα χρονικά της) τα τρία από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας ακολούθησαν τη μητέρα τους στον τάφο με διαφορά λίγων ημερών το ένα από το άλλο. Η μητέρα Ακουλίνα Λικόβα είχε πεθάνει το 1961 ενώ τα παιδιά το φθινόπωρο του 1981.

Ο Σάβιν και η Ναταλία έπασχαν από νεφρική ανεπάρκεια (πιθανότατα λόγω της διατροφής), ενώ ο Ντμίτρι πέθανε από πνευμονία, αρνούμενος τη βοήθεια των γεωλόγων, οι οποίοι προσφέρθηκαν να τον μεταφέρουν με το ελικόπτερο στο πλησιέστερο νοσοκομείο. «Δεν μας επιτρέπεται αυτό», ήταν τα τελευταία λόγια που βγήκαν από το στόμα του.

Οι επιστήμονες αφού έθαψαν τα τρία παιδιά, προσπάθησαν να πείσουν τον Καρπ και την Αγκάφια να εγκαταλείψουν την απομόνωση και να μετακομίσουν στο πάλαι ποτέ χωριό τους μιας και οι διωγμοί είχαν σταματήσει από χρόνια και η κοινότητα της αίρεσης είχε ξανασυσταθεί. Ο Καρπ ωστόσο αντιστάθηκε σθεναρά σε αυτή την προοπτική και εν τέλει πέθανε στον ύπνο του στις 16 Φεβρουαρίου 1988, 27 χρόνια μετά τον θάνατο της γυναίκας του, ο οποίος μάλιστα συνέβη την ίδια ακριβώς μέρα.

Η τελευταία επιζήσασα της οικογένειας

Η Αγκάφια Λικόβα παραμένει ακόμα μόνη στις ερημιές της παγωμένης τούνδρας, ως γνήσιο παιδί της Σιβηρίας. Στα 72 της χρόνια η κατάσταση της υγείας της είναι αρκετά δύσκολη αλλά εκείνη αρνείται να φύγει από το σπίτι της. Ωστόσο πλέον η κραυγή για βοήθεια γίνεται όλο και πιο έντονη.

Το 2014, η τελευταία εν ζωή από την οικογένεια Λικόφ, απηύθυνε επιστολή προς μία σιβηρική εφημερίδα ζητώντας βοήθεια, έναν άνθρωπο που θα πάει να ζήσει μαζί της στο σπίτι της.

«Δεν ξέρω πώς ο Θεός θα με βοηθήσει να βγάλω το χειμώνα. Δεν υπάρχουν πια ξύλα, θα πρέπει να τα βρω και να τα μεταφέρω στο σπίτι και πρέπει συνέχεια να διαβάζω προσευχές. Πνίγομαι και παγώνω όταν το κάνω ενώ ο καιρός είναι παγωμένος. Αυτή είναι η μάχη μου για επιβίωση, μόνη, έχω να προσέχω το σπίτι κι ένα σωρό πράγματα να κάνω μέχρι να πέσω εξαντλημένη», γράφει στην επιστολή.

«Είμαι μόνη, τα χρόνια μου πολλά, αρρωσταίνω συνέχεια. Έχω έναν όγκο στον δεξί στήθος και η δύναμή μου όλο λιγοστεύει. Χρειάζομαι έναν άνθρωπο, έναν βοηθό, ελπίζω πως υπάρχουν ευγενικοί άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο, πάντα υπάρχουν ευγενικοί άνθρωποι. Με δάκρυα στα μάτια σας ικετεύω, στο όνομα του Χριστού, μην με αφήσετε μόνη και λυπηθείτε μια ορφανή που σας έχει ανάγκη. Δεν μπορεί, υπάρχουν Χριστιανοί στον κόσμο».

Πλέον οι αρχές επισκέπτονται την Αγκάφια κάθε χρόνο για να δουν εάν είναι καλά στην υγεία της και να της πάνε προμήθειες. Η τελευταία καταγεγραμμένη επαφή της γυναίκας με τον έξω κόσμο ήταν το καλοκαίρι του 2016 όταν επικοινώνησε με δημοσιογράφο της σιβηρικής τηλεόρασης και του είπε πως χρειάζεται τρόφιμα και ιατρική βοήθεια. Το ελικόπτερο των ρωσικών αρχών πήγε κοντά της αμέσως.

via

Use Facebook to Comment on this Post