Από τους φόρους που του έδιναν οι Ελληνικές αποικίες της Μικράς Ασίας και από τα χρυσωρυχεία του Πακτωλού ποταμού γινόταν όλο και πιο πλούσιος και πιο περήφανος για τα πλούτη του.
Πίστευε μάλιστα ότι δεν υπήρχε πιο ευτυχισμένος άνθρωπος από αυτόν στον κόσμο.
Κάποτε τον επισκέφτηκε ο Σόλων, ένας από τους σοφούς της αρχαιότητας, τον οποίο δέχτηκε πολύ φιλόξενα. Διέταξε μάλιστα μερικούς σκλάβους να δείξουν στο φιλοξενούμενο τους θησαυρούς και τη χλιδή του.
Αφού, λοιπόν, του έδειξε τους αμύθητους θησαυρούς του, τον ρώτησε ποιος ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος που είχε γνωρίσει στον κόσμο, περιμένοντας από τον Σόλωνα ότι θα ανέφερε τη δική του μεγαλοσύνη!
Ο Σόλων αποφεύγοντας να κολακεύσει το βασιλιά αποκρίθηκε:
«Ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ ήταν ένας Αθηναίος βασιλιάς που λεγόταν Τέλλος».
Ο βασιλιάς απόρησε με την απάντηση και τον ρώτησε γιατί κρίνει αυτόν ως τον πιο ευτυχισμένο. «Για δυο λόγους», είπε ο Σόλων. «Απέκτησε καλούς και άξιους γιους, έζησε για να δει να γεννιούνται τα παιδιά των παιδιών του, όλα γερά και υγιή. Κι έπειτα τη ζωή του τη σφράγισε ένας ένδοξος θάνατος. Πολέμησε και πέθανε σαν στρατιώτης και οι Αθηναίοι τον έθαψαν με μεγάλες τιμές και δόξα».
Ο Κροίσος τότε τον ρώτησε ποιον γνωρίζει δεύτερο πιο ευτυχισμένο άνθρωπο, όντας σίγουρος ότι θα έπαιρνε τουλάχιστον τη δεύτερη θέση.
Ο Σόλων, όμως, ανέφερε τότε δύο νέους, δυο αδέρφια από το Άργος, τον Κλέοβι και τον Βίτωνα.
Οι Αργείοι τιμούσαν ιδιαίτερα τη γιορτή της Θεάς Ήρας. Όταν μια χρονιά βρέθηκε μεγάλη ανάγκη να μεταβεί η μητέρα των δύο νέων στο ναό της Ήρας, έτυχε τα βόδια που θα την πήγαιναν με την άμαξα να μην έχουν γυρίσει από τα χωράφια. Έτσι τα δυο αδέρφια ζεύτηκαν τα ίδια την άμαξα και πήγαν τη μητέρα τους στο ναό διανύοντας μια πολύ μεγάλη απόσταση.
Όσοι είδαν αυτό το γεγονός συνεχάρησαν τα δυο αδέρφια για την πράξη τους. Η δε μητέρα προσευχήθηκε στην θεά Ήρα να έχουν τα παιδιά της τη μεγαλύτερη ευλογία που μπορεί να έχει θνητός άνθρωπος. Τα δυο αδέρφια αποκοιμήθηκαν μέσα στο ναό και δεν ξύπνησαν ποτέ.
Οι Αργείοι μάλιστα έφτιαξαν τα αγάλματα των δύο αδερφών και τα αφιέρωσαν στους Δελφούς ως σημάδι σεβασμού προς δύο άριστους άνδρες. Ακούγοντας την ιστορία ο Κροίσος θύμωσε με τη δεύτερη απάντηση του Σόλωνα και προτού τον διώξει ξέσπασε:
«Ωραία όλα αυτά Αθηναίε φίλε μου, αλλά τι έχεις να πεις για τη δική μου ευτυχία;»
Τότε ο σοφός Αθηναίος του αποκρίθηκε με μια φράση που έμεινε στην ιστορία: «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε». Τα μεγάλα πλούτη δεν κάνουν τον άνθρωπο περισσότερο ευτυχισμένο απ’ ότι μια μέτρια περιουσία. Μη θεωρήσεις κανέναν ευτυχή, πριν γνωρίσεις το τέλος του.
Αυτά τα λόγια δεν έδωσαν καθόλου χαρά στον Κροίσο και αποχαιρέτησε τον Σόλωνα περιφρονώντας τον. Σύντομα, όμως, μετά την αναχώρηση του Σόλωνα πλήθος συμφορών βρήκαν τον Κροίσο.
Ο γιος του ο Άτης σκοτώθηκε στο κυνήγι και ο ίδιος αργότερα νικήθηκε από το βασιλιά των Περσών Κύρο και αιχμαλωτίστηκε.
Την ώρα που τον είχαν ανεβασμένο στην πυρά για να τον κάψουν, ο Κροίσος θυμήθηκε τα λόγια του Σόλωνα και φώναξε μετανιωμένος τρεις φορές «Σόλων! Σόλων! Σόλων!».
Ο Κύρος που τον άκουσε, ζήτησε να μάθει τι σήμαινε η επίκληση αυτή. Ακούγοντας την ιστορία, χάρισε στον Κροίσο τη ζωή και μάλιστα τον κράτησε κοντά του ως έμπιστο φίλο και σύμβουλό του.