Όταν επτά ιερείς σήμαναν τις σάλπιγγες, όλοι οι Ισραηλίτες φώναξαν με δυνατή φωνή και τα τείχη της Ιεριχούς ισοπεδώθηκαν. Οι Ισραηλίτες τότε εισέβαλαν στην πόλη και την κατέστρεψαν ολοκληρωτικά.
Συσχετίζοντας την καταστροφή της Ιεριχούς με άλλα ιστορικά γεγονότα που αναφέρονται στη Βίβλο θα πρέπει να την τοποθετήσουμε γύρω στο 1400 π.Χ. Θα ήταν λοιπόν αναμενόμενο να ανακαλυφθεί ένα στρώμα καταστροφής που να χρονολογείται σ’ αυτή την εποχή. Σύμφωνα όμως με τις μέχρι σήμερα μελέτες των ιστορικών που βασίζονται κατά κύριο λόγο στις ανακαλύψεις της Βρετανής αρχαιολόγου Kenyon, η πόλη της Ιεριχούς είχε καταστραφεί νωρίτερα.
Η άποψη της Kenyon είναι ότι την εποχή του Ιησού του Ναυή η πόλη της Ιεριχούς δεν υπήρχε, μαζί της δε συμφώνησαν και οι περισσότεροι αρχαιολόγοι. Η θέση αυτή βρήκε αντίθετους εκείνους που πιστεύουν στην ιστορική αλήθεια της Βίβλου.
Πρόσφατα ο αρχαιολόγος Β. Wood, επανεξετάζοντας τα αρχαιολογικά δεδομένα της περιοχής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η καταστροφή της Ιεριχούς χρονολογείται πράγματι το 1400 π.Χ. και διατύπωσε την άποψη ότι τα τελευταία 25 χρόνια οι μελετητές αμφισβήτησαν την ιστορική αξία των ιερών γραφών επηρεασμένοι από τη βαρύνουσα γνώμη της διακεκριμένης αρχαιολόγου.
Στο έργο της επισημαίνει μια σειρά λάθη όσον αφορά το συλλογισμό και τους υπολογισμούς που την οδήγησαν σε μια πρωιμότερη χρονολόγηση της καταστροφής της πόλης. Είναι γνωστό ότι η χρονολόγηση των στρωμάτων μιας ανασκαφής βασίζεται κατά μεγάλο μέρος στην τυπολογία της κεραμικής η οποία συσχετίζεται με μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Οι αρχαιολογικές θέσεις εντάσσονται στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο με άλλες που παρουσιάζουν αναλογίες στην κεραμική. Η Kenyon, υποστηρίζει ο Wood, έλαβε υπόψη της για τη χρονολόγηση του στρώματος IV, που σχετίζεται με την καταστροφή της πόλης, την απουσία ενός είδους κεραμικής εισηγμένης από την Κύπρο που συναντάται σε άλλες μεγάλες Παλαιστινιακές πόλεις στο 1500 – 1400 π.Χ. Έτσι οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι την εποχή της εξάπλωσης αυτής της κεραμικής η πόλη της Ιεριχούς είχε ήδη καταστραφεί.
Το επιχείρημα αυτό δεν θεωρείται ικανοποιητικό από τον Αμερικανό αρχαιολόγο επειδή η Ιεριχώ ήταν την περίοδο αυτή μια μικρή πόλη, απομακρυσμένη από τις εμπορικές οδούς. Εξάλλου αμφισβητεί το πόσο αντιπροσωπευτικό ήταν το τμήμα που ανέσκαψε η Kenyon για ολόκληρη την πόλη και θεωρεί ότι η ανασκαφή περιορίζεται σε ένα τμήμα της πόλης με φτωχικές κατοικίες όπου θα ήταν αναμενόμενο να μη συναντήσει κανείς εισαγμένη και δαπανηρή κεραμική.
Πέρα όμως από τη χρονολογική ταύτιση, ο Wood επεσήμανε και αντιστοιχίες μεταξύ των αρχαιολογικών ευρημάτων και της Βιβλικής περιγραφής. Η ίδια η Kenyon αναφέρεται στο εντυπωσιακό οχυρωματικό σύστημα της Ιεριχούς και στις πλίνθους που ανακάλυψε στους πρόποδες του λόφου, οι οποίες είχαν καταπέσει από τα ψηλότερα σημεία του τείχους. Ο Wood πιστεύει πως τα τείχη πραγματικά «σείστηκαν» σύμφωνα με τις βιβλικές αναφορές.
Εξάλλου η Kenyon ανακάλυψε σε όλο τον ανασκαμμένο χώρο ένα στρώμα τέφρας βάθους ενός μέτρου που δηλώνει πως η πόλη καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά πράγμα που ενισχύει την ιστορική αλήθεια των γραφομένων στην Παλαιά Διαθήκη όταν οι Ισραηλίτες απέκτησαν πρόσβαση στην πόλη την έκαψαν μαζί με ότι υπήρχε μέσα σε αυτή.
Πώς εξηγείται όμως η ύπαρξη μιας μεγάλης ποσότητας σιταριού που βρέθηκε και αυτή αποτεφρωμένη στα στρώματα καταστροφής της πόλης; Θα ήταν λογικό οι εισβολείς να έπαιρναν το πολύτιμο σιτάρι μετά την κατάκτηση της πόλης.
Σύμφωνα με τις Γραφές, αναφέρει o Wood, είχε δοθεί στους Ισραηλίτες η Θεία εντολή να μη πάρουν ούτε έναν κόκκο σιταριού από την Ιεριχώ. Η αποθήκευση μεγάλης ποσότητας σιταριού δηλώνει πως η πόλη καταστράφηκε λίγο μετά την περίοδο του θερισμού. Αυτή την εποχή του έτους, προκύπτει από αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη ότι έγινε η εισβολή των Ισραηλιτών.
Εξάλλου το μεγάλο απόθεμα σιταριού καθιστά πιο πειστική την άποψη ότι η πόλη καταστράφηκε μετά από το σύντομο διάστημα των επτά ημερών παρά έπειτα από πολυήμερη πολιορκία. Ακόμα και μια ραδιοχρονολόγηση που πραγματοποιήθηκε σε δείγμα ξυλοκάρβουνου έδωσε ενδείξεις ότι η καταστροφή της πόλης συντελέστηκε γύρω στο 1410 π.Χ.
Το ζήτημα της χρονολόγησης της καταστροφής της Ιεριχούς δεν είναι καινούργιο. Αντικρουόμενες απόψεις διαμορφώθηκαν από την πρώτη φορά που ανασκάφθηκε η πόλη, στις αρχές του αιώνα. Ο C. Watzinger ήταν ο πρώτος που συμπέρανε ότι η πόλη ήταν ανοχύρωτη και ακατοίκητη κατά την περίοδο που σύμφωνα με τη Βίβλο οι Ισραηλίτες εμφανίστηκαν στη Χαναάν και κατέστρεψαν την Ιεριχώ.
Τη δεκαετία του 1930 ο J. Garstang, χρησιμοποιώντας πιο εξελιγμένες μεθόδους, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει συμφωνία ανάμεσα στη διήγηση της Βίβλου και τα αρχαιολογικά δεδομένα και ότι το τέλος της πόλης ήλθε γύρω στο 1400 π.Χ. Η θέση του Garstang προκάλεσε εκ νέου διαφωνίες και ο ίδιος ζήτησε από τη Βρετανή αρχαιολόγο Kenyon να επανεξετάσει τα μέχρι τότε ευρήματα. Η άποψή της όμως συνέκλινε με εκείνη των Sellin και Watzinger.
Η πρόσφατη άποψη του Wood έρχεται να συμπληρώσει μια μακρά περίοδο συζητήσεων σχετικά με τη χρονολογία της καταστροφής.
apocalypsejohn.com