Η εποχή μας είναι αδιαμφισβήτητα η εποχή που οι Μεσανατολικοκεντρικές θεωρίες μεσουρανούν και επιβάλλουν τις επιδράσεις και τις παραμέτρους τους σε πάρα πολλούς τομείς και της φανερής και της αφανούς καθημερινότητας.
Όμως στην άσημη σημερινή Θήβα, ακριβώς στο σημείο που η αρχαία Παράδοση αλλά και όλες οι γραπτές μαρτυρίες τον τοποθετούσαν, έγινε πριν τριάντα περίπου χρόνια από τον αρχαιολόγο Θεόδωρο Σπυρόπουλο μια κοσμοϊστορικής σημασίας ανακάλυψη, που ωστόσο μένει άγνωστη και παραγκωνισμένη, αν και μπορεί να αλλάξει όλα τα μέχρι σήμερα ιστορικά -και όχι μόνο- δεδομένα: Βρέθηκε ο πανάρχαιος τάφος των Διόσκουρων, Ζήθου και Αμφίονος, που σύμφωνα με όλες τις πηγές είχαν ταφεί μαζί!
Γιατί όμως αυτή η ανακάλυψη είναι τόσο σημαντική;
Όχι μόνο επειδή ο επισκέπτης μπορεί σήμερα να αγγίξει πλέον το ίδιο το μνη μείο όπου τάφηκαν δύο ήρωες της ελληνικής μυθολογίας! Πράγμα δηλαδή που σημαίνει ότι αυτοί οι ήρωες όντως έζησαν και μαζί τους διαδραματίστηκαν αλη θινά γεγονότα, που κάποιοι μας έχουν συνηθίσει να θεωρούμε ως συμβάντα ενός ομιχλώδους χρόνου, μέσα στον οποίο τοποθετούμε πρόσωπα κατ καταστάσεις ουσιαστικά ανύπαρκτες ή το πολύ πολύ συμβολικές!
Πέρα όμως από αυτή τη συγκλονιστική επιβεβαίωση υπάρχει και κάτι άλλο, ακόμη πιο συνταρακτικό: Ο τύμβος μέσα στον οποίο βρέθηκε ο τάφος των ηρώων, αποτελεί το τελευταίο τμήμα -την κορυφή δηλαδή- μιας τεράστιας βαθ μιδωτής πυραμίδας, η οποία είναι ολόκληρος ο σημερινός λόφος του Αμφείου! Και αυτός ο λόφος διατρέχεται από ατελείωτες -και ανεξερεύνητες- υπόγειες στοές ύψους πέντε μέτρων, σκαμμένες στον βράχο!
Ίσως, ωστόσο, το συνταρακτικότερο να είναι ότι η Μεγάλη αυτή Ελληνική Πυραμίδα, μπορεί να χρονολογηθεί με ασφάλεια γύρω στο 2700 π.Χ.! Πράγμα δηλαδή που σημαίνει ότι είναι σαφώς αρχαιότερη από τη Μεγάλη Πυραμίδα του Χέοπα, αλλά και από την αρχαιότερη αιγυπτιακή πυραμίδα, αυτή του Ζόζερ!
Με λίγα λόγια, το πυραμιδικό σχήμα είναι ελληνικής επινόησης και από εδώ «εξήχθη» στην Αίγυπτο, αλλά και σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο! Βέβαια το θέμα έχει ακόμη μεγαλύτερες προεκτάσεις, αφού αυτό το ίδιο το πυραμιδικό σχήμα προϋποθέτει και σημαίνει προϋπάρχουσες θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές και άλλες παρεμφερείς δομές!
Καταλαβαίνουμε λοιπόν πόσα πράγματα ανατρέπει η καταπληκτική ανακάλυ ψη του Θ. Σπυρόπουλου… Η ελληνική Μυθολογία καθίσταται πλέον, με τεκμήρια και ευρήματα, ελληνική Ιστορία και μάλιστα μιάμιση χιλιετηρίδα παλαιότερη από όσο θέλουν εναγωνίως κάποιοι να την παρουσιάζουν! Χαμογελά κανείς τώρα, όταν σκέφτεται τον τρόπο που επίσημα χρονολογείται ένα άλλο πυραμιδι κό ελληνικό κατασκεύασμα, η πασίγνωστη πυραμίδα του Ελληνικού: Πρέπει, λέει, να κατασκευάστηκε μετά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αφού τότε μόνον οι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με την Αίγυπτο για να αντιγράψουν το πυρα μιδικό σχήμα! Και αυτό λέγεται επιστήμη…
Παράλληλα όμως, αντιλαμβανόμαστε και το γιατί η κοσμοϊστορικής σημασίας αρχαιολογική αποκάλυψη του Αμφείου παραμένει εντελώς αποσιωπημένη και αφημένη στην αδιαφορία και την άγνοια (την ίδια στιγμή που οι θεωρίες του Μ. Μπερνάλ λ.χ. υπερπροβάλλονται…), σε σημείο που σήμερα ο τόπος που μπορεί να φέρει πάνω-κάτω την παγκόσμια Ιστορία να είναι σχεδόν ένας σκουπιδότοπος…
=============================================================================
Εδώ βέβαια δεν πρόκειται ν’ αναπτύξουμε το ακανθώδες πρόβλημα της μνημειακής θηβαϊκής τοπογραφίας αναφορικά με την αρχαιότητα του τείχους της Καδμείας και τις επτά πύλες του, προς τις οποίες αντιστοιχήθη καν οι επτά ηγήτορες της περιώνυμης εκστρα τείας, η οποία θεωρείται ότι έλαβε χώρα πριν από τα Τρωικά.
Το αν ο Αισχύλος αναφέρεται στις αρχικές πύλες του κυκλώπειου τείχους της Ακρόπολης ή και σε πύλες του διευρυμένου τείχους της πόλεως των ιστορικών χρόνων, είναι ένα ζήτημα που ξεφεύγει από τα πλαίσια του παρόντος θέματος. Εξάλλου, πρόκειται για ένα ζήτημα που αναπτύχθηκε εξαντλητικά σε μελέτες διαπρεπών ερευνητών της θηβαϊκής μνημειακής τοπογραφίας, όπως ο Fabricius, ο Willamowitz και ιδιαίτερα ο Αντώνιος Κεραμόπουλλος. Ο τελευταίος, στο μνημειώδες σύγγραμμα του Θηβαϊκά, στο Αρχαιολογικό Δελτίο 3 (1917), ανέπτυξε όλα τα σχετικά ζητήματα, χωρίς -φοβούμαι- να καταλήγει πάντα σε ασφαλείς ταυτίσεις.
Σε ό,τι αφορά όμως στην τοπογραφική θέση του Αμφείου, όλοι οι μελετητές και οι ερευνη τές των Θηβών συμφωνούν πως πρόκειται για τον λόφο που βρίσκεται προς βορράν της Καδμείας, από την οποία τον χωρίζει ένας βαθύτερος αρχικά -ρηχότερος σήμερα λόγω προσχώσεων- αυχένας, αφού στη θέση αυτή δεν υπάρχει άλλο φυσικό σημείο-ορόσημο, που να αντιστοιχεί προς τις αναφορές των Τραγικών. Ειδικότερα ο Αισχύλος γράφει (Επτά επί Θήβας, 526):« Το ν δε πέμπτον αυ, λέγω / πέμπταισι προσταχθέντα βορραίαις πύλαις / τύμβον κατ’ αυτόν διογενούς Αμφίονος».
Αι «Βορραιαί Πύλαι»του Αισχύλου δεν μπο ρούν να τοποθετηθούν αλλού, παρά μόνο στο βόρειο άκρο της ωοειδούς Καδμείας, η οποία μάλιστα στενεύει στο άκρο αυτό. Ωστόσο, απέ ναντι από τις πύλες αυτές υπάρχει ένα φυσικό και μνημειακό ορόσημο: Ο λόφος και ο τύμβος του Διογένους Αμφίονος, ο οποίος φέρει το όνομα Αμφείον. Παντού γύρω από το ορόσημο αυτό απλώνεται ο εύφορος κάμπος της Θήβας, το Αόνιον Πεδίον.
Ο Αισχύλος επιπλέον καταγράφει τον λόφο και το ταφικό μνημείο των Θηβαίων Διοσκούρων, ως μετέωρο-δηλαδή υψηλό ορόσημο- και στην τραγωδία Ικέτιδες, 662, όταν γράφει: «Αρμάτων δ’ οχήματα (ορώ) / ένερθε σεμνών μνημάτων Αμφίονος» (βλ. και: «αμφίμνήμα το Ζήθου περά» / Ευριπίδου Φοίνισσαι, 145). Με τον συγκεκριμένο στίχο δηλώνει τον λόφο και το, επί της κορυφής του μνήμα του Ζήθου, το οποίο παρέκαμψε ο Παρθενοπαίος για να προταχθεί προ των πυλών της Καδμείας, των λεγόμενων Βορραΐων ή Ωγύγιων Πυλών, οι οποίες στα έργα όλων των Τραγικών συνδέονται με το λόφο του Αμφείου.
Αυτόν λοιπόν τον φυσικό λόφο ερεύνησε στις αρχές του 20ού αι. ο Αντώνιος Κεραμόπουλλος, βεβαιώνοντας έτσι την μαρτυρία του Παυσανία 9,17,4: «Ζήθω δε και Αμφίονι εν κοινώ Γης χώμα έστιν ου μέγα». Με αυτόν τον τρόπο, ο περιηγητής του 2ου αι. μ.Χ. αφ’ ενός διέσωσε την παράδοση ότι οι Θηβαίοι Διόσκουροι ετάφησαν σε κοινό μνήμα, αφ’ ετέρου περιέγραψε ως αυτόπτης τον Τύμβο του κοινού μνήματος ως «Γης χώμα ου μέγα».
Παρ’ όλο όμως που ο Κεραμόπουλλος επι βεβαίωσε με την έρευνα του το μικρό ύψος του Τύμβου στην κορυφή του λόφου (3 μέτρα περίπου σε σχέση με τον λόφο, που έχει ύψος περίπου 35 μέτρα), δεν κατάφερε να εντοπίσει τον κοινό τάφο των Διοσκούρων, τον οποίο αποκαλύψαμε εμείς με τη συστηματική μας έρευνα κατά την περίοδο 1970-1973!
Έτσι, η «μυθολογική» παράδοση ενός σημα ντικού και σεπτού μνημείου του προϊστορικού πολιτισμού της Ελλάδος, αποδείκτηκε πέρα για πέρα ακριβής!
Αλλά η έρευνα μας δεν σταμάτησε εδώ. Ο Τύμβος που κάλυψε τον κοινό τάφο του Ζήθου και του Αμφίονος, αποδείκτηκε ότι δεν ήταν απλό χώμα, αλλά κατασκευή σχήματος κόλου ρου κώνου με πλίνθους, στο βόρειο τμήμα της οποίας είχε γίνει ο μεγάλος -ασφαλώς κοινός-κιβωτιόσχημος τάφος των δύο ηρώων. Μια μνημειώδης δηλαδή ταφική εγκατάσταση με πελώρια καλυπτήρια πλάκα και διπλή πόρτα στη βόρεια στενή πλευρά της!
Στον συλημένο τάφο βρέθηκαν διαταραγμέ να σκελετικά λείψανα και τρία χρυσά κοσμή ματα κρινοπαπύρων ύψους 0,033 μ. (33 χιλιοστών), με διπλή αντιθετική σπείρα στη βάση των ανθήρων και στέλεχος που κατέληγε σε θηλειά ανάρτησης. Ασφαλώς, υπήρχαν πολύ περισσότερα μέλη, ενός ή πιθανότατα δύο περιδεραίων, τα οποία αναδείκνυαν το βασιλι κό και ιερατικό αξίωμα των δύο πριγκίπων. (Κάτι ανάλογο αποτελούν και τα άνθη του κρί νου-παπύρου, τα οποία φέρει και ο πρίγκηψ της «αχαϊκής» Κνωσού στην περίφημη τοιχο γραφία Ο πρίγκηπας με τα κρίνα, που αναδει κνύουν, κατά γενική παραδοχή, το ιερατικό του αξίωμα…)
Τα χρυσά κοσμήματα, τα ωραιότερα του ελληνικού χώρου και τα ευρήματα του τάφου (σαλτσιέρα, σκύφος) χρονολογούν την κατα σκευή του τάφου και του Τύμβου που τον καλύπτει, κατά τους Πρωτοελλαδικούς II χρόνους, δηλαδή στην περίοδο 2700-2400 π.Χ.!
Παρά τις ενστάσεις και την προσπάθεια δια φόρων μελετητών να καταβιβαστεί η χρονο λογία και των χρυσών κοσμημάτων και του Τύμβου στην επόμενη Μεσοελλαδική Περίοδο (2000-1700 π.Χ.), η δική μας χρονολόγηση γίνεται σήμερα γενικώς δεκτή και αποτελεί αφετηρία για τη χρονολόγηση και τη χωρική διακίνηση του σχήματος του τύμβου στον ελληνικό, αλλά και στον ευρωπαϊκό χώρο!
Εν συντομία, ο ηγεμονικός επιτάφιος Τύμβος του Αμφείου δεν αποτελεί δείγμα και εξέλιξη του γνωστού ταφικού Τύμβου τύπου Kurgan, που συναντάται στην Κεντρική Ευρώπη, την Ευρασιατική Ζώνη και τη Νότια Βαλκανική (Αλβανία). Οι τύμβοι Kurgan είναι ταφικά μνημεία πολλαπλών ταφών (multiple burials) και τα κτερίσματα τους διαφέρουν από εκείνα του Αμφείου και των άλλων τύμβων του ελλαδικού χώρου, στους οποίους βρίσκο νται ταφικοί πίθοι, χάλκινα αντικείμενα και κεραμεική τυπικά ελλαδική-μεσογειακή και όχι «ευρωπαϊκή». Αυτό αναιρεί την προσπάθεια να συνδεθούν οι ελλαδικοί τύμβοι με τους φορείς του τύμβου Kurgan και τους υποτιθέ μενους ΙνδοευρωπαΙους που τότε, δήθεν, για πρώτη φορά (ΠΕII / ΠΕ III περίοδο, 2200-2000 π.Χ.) εισέρχονται στο ελληνικό έδαφος… Ωστόσο, ούτε η αρχαιολογική, ούτε η γλωσσο λογική εικόνα του ελληνικού χώρου στηρίζουν τέτοιες θεωρίες, όπως θα δούμε και παρακάτω.
Ο Τύμβος είναι γηγενές επιτάφιο σχήμα και Σήμα, που εξελίσσεται από τους μικρούς τύμ βους των Νεολιθικών Χρόνων και λαμβάνει μνημειώδεις διαστάσεις και μνημειώδη μορφή από τη Μέση Εποχή του Χαλκού, ανάλογη προς ίο αξίωμα του ηγεμόνος-νεκρού. Αυτός ο τελευταίος απαθανατίζεται στη μνήμη του έθνους και με το επιτάφιο τυμβοειδές έξαρμα, το οποίο ο Όμηρος χαρακτηρίζει ως «τηλαυ γές Σήμα», συμβατά προς τη φύση του Τύμβου ως αναμνηστικού της αίγλης του νεκρού ηγεμόνα.
Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΤΥΜΒΟΣ
Η έρευνα μας όμως δεν σταμάτησε εδώ. Ο Τύμβος στην κορυφή του λόφου βρισκόταν στην απόληξη ενός τμήματος του λόφου, το οποίο είχε κολουροκωνικό σχήμα (κώνος με δύο επίπεδες επιφάνειες, πάνω και κάτω) και ύψος περίπου 4 μ.από τη μία επιφάνεια στην άλλη.Στη βάση αυτού του τμήματος του λόφου διακρινόταν καθαρά μια περιμετρική ζώνη, ένας Περίδρομος, τον οποίο προσπάθησε να ερμηνεύσει ο Κεραμόπουλλος. Ασφαλώς, ο ίδιος -ορθώς βέβαια!- θεώρησε ότι ήταν τεχνητός και όχι φυσικός.
Υπέθεσε, λοιπόν, ότι ο Περίδρομος αυτός ήταν μία «πομπική οδός τελετουργιών». Τέτοιες τελετουργίες υπαινισσόταν ο χρησμός του Βάκίδος, ενός μάντη από την Αρκαδία των αρχαϊκών χρόνων.
Σύμφωνα με τον χρησμό αυτό, οι Θηβαίοι έπρεπε να φυλάνε το ταφικό μνημείο από τους κατοίκους της Τιθορέας, οι οποίοι, όταν ο Ήλιος βρισκόταν στον αστερι σμό του Ταύρου (Μάιος), επιχειρούσαν να υπο κλέψουν χώμα από το Αμφείον και να το μετα φέρουν στην πατρίδα τους. Το χώμα αυτό το μετέφεραν στο μνήμα του φώκου, ο οποίος υπήρξε σύζυγος της Αντιόπης, μητέρας των Λιοσκούρων της Θήβας.
Ο Παυσανίας χρησιμοποίησε το ρήμα «υφαι ρείσθαι» για να περιγράψει την ενέργεια των κατοίκων της Τιθορέας: « ΥφαφεΙσθαι δ’ εθέ λουσιν απ’ αυτού της γης οι Τιθορέαν την εν τη Φωκίδι έχοντες».Ο Κεραμόπουλλος προβληματίστηκε για την τυχόν πραγματολογική σημασία του όρου και διερωτήθηκε αν αυτό αφορούσε σε εσωτερι κή διαμόρφωση του λόφου. Παρ’ όλα αυτά, έκανε το λάθος να χαρακτηρίσει ως βυζαντινά υδραγωγεία κάποιες από τις σήραγγες του λόφου, οι οποίες φάνηκαν όταν πέρασε από εκεί ο αμαξιτός δρόμος Αθηνών-Λαμίας…
• Τελικά, αποδείξαμε με την έρευνα μας ότι το «υφαιρείσθαι» του Παυσανία απέδιδε τη μία από τις δύο παραμέτρους της πυραμίδος του Αμφείου, δηλαδή τις εσωτερικές του σήραγγες!
• Η άλλη παράμετρος είναι η ίδια η βαθμι δωτή διαμόρφωση του λόφου, με τέτοια λάξευση, ώστε να πάρει το τρίβαθμο σχήμα, στην κορυφή του οποίου χτίστηκε ο Τύμβος και ο κοινός τάφος Ζήθου και Αμφίονος, που έδωσε και το όνομα του στο λόφο, «Αμφείον» ή «Άμφιον». (βλ. Ξενοφώντος Ελληνικά, 5,48: «και αγαγόντες επί το Αμφείον θέσθαι εκέλευ ον τα όπλα», Αρριανού 1,8,6,7 και Πλουτάρχου Περί του Ιωκράτου δαιμονίου, 4: « Ο δε Αρχ’ιας καλέσας τον Θεόκριτον και τω Λυσανορίδα προσαγαγών ιδία λαλεί πολύν χρόνον εκνεύσας της οδού μικρόν υπό το Αμφιον»).
Η ανακάλυψη του πυραμιδοειδούς σχήμα τος του λόφου ξεκίνησε από την διαπίστωση ότι μερικά μέτρα χαμηλότερα από τον Περίδρομο, στη βάση του άνω κώνου του λόφου, υπήρχε και δεύτερος παρόμοιος διά δρομος/περίδρομος, ο οποίος είχε κατακαλυ φθε’ι από παχύτατες επιχώσεις, δένδρα και θάμνους, που τον κατέστησαν αφανή. Η απο κάλυψη του περιδρόμου αυτού φανέρωσε και έναν ακόμη κόλουρο κώνο, ενώ, κατά την ανα σκαφή μας, φάνηκε και η αρχή ενός τρίτου ακόμα. Ο τελευταίος όμως, είναι ουσιαστικά καταχωσμένος, εκτός από την ανατολική του πλευρά, όπου υπήρχε η κοίτη του Χρυσορρόα. Ακόμη ανατολικότερα δε, υπήρχε η Αγορά της πόλεως των ιστορικών, όχι όμως των ρωμαϊ κών, χρόνων, το τελείωμα της οποίας όριζε το αρχαίο θέατρο.
Οι κώνοι του λόφου μετρήθηκαν ως εξής (τεκμαρτό ύψος):
* ο Τύμβος 2,20 μ.
* ο πρώτος κώνος 4,40 μ.
* ο δεύτερος κώνος 8,80
* ο τρίτος κώνος 17,60 μ.
ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ καταπληκτικές σήραγγες του λόφου
Ο λόφος του Αμφείου έχει σύσταση ψαμμολι θική και λαξεύεται σχετικά εύκολα, η επιφά νεια του όμως υφίσταται αποσάθρωση από τις καιρικές συνθήκες. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει για το εσωτερικό του, όπου οι σήραγγες διατη ρήθηκαν άριστα σε βάθος πάνω από 20 μ. Η κύρια πρόσβαση στο εσωτερικό του λόφου γίνεται από κατακόρυφο φρέαρ, διαμέτρου ενός μέτρου περίπου, το οποίο αποκαλύφθηκε στην περίμετρο του πλίνθινου τύμβου, βορεί ως του μεγάλου τάφου της κορυφής του λόφου.
Ένα δεύτερο φρέαρ στη δυτική πλαγιά, ελαφρώς λοξό, εξυπηρετούσε τον εξαερισμό και το φωτισμό του εσωτερικού χώρου, όπως συμβαίνει και στα υπόγεια αιγυπτιακά μνη μεία.
Οι σήραγγες στο εσωτερικό του Αμφείου είναι έργο επιμελές και περίτεχνο. Από το κεντρικό φρέαρ οδηγούμαστε, ανατολικά μεν, σε μια τριφυλλόσχημη εγκοπή του βράχου, δυτικά δε, σε μια λαξευτή κλίμακα, που κατε βάζει το επίπεδο των σηράγγων. Οι σήραγγες αυτές διατρέχουν όλο το εσωτερικό του λόφου σε ευθύγραμμα τμήματα, τα οποία με ορθές γωνίες σχηματίζουν μία μαιανδροειδή σχάρα σε όλο το εσωτερικό του λόφου! Το ύψος των σηράγγων είναι 5 μέτρα και το πλά τος 1,80 μ., ενώ η οροφή τους είναι καμαρωτή!
Σε ακανόνιστα διαστήματα, αμφίπλευρα, έχουν ανοιχτεί στο βράχο κόγχες ύψους 2,5 μ., καμαρωτές επάνω, το μεγαλύτερο ύψος των οποίων έχει κλειστεί από κομμάτια του βράχου.
Η διαδρομή μας στο εσωτερικό του λόφου ήταν μία συναρπαστική μεταφορά στον κόσμο του θρύλου. Τα είκοσι μέτρα βάθος του κατα κόρυφου φρέατος μας έφερναν καθημερινά με ένα πρόχειρο ανυψωτικό μηχανισμό στα έγκατα του Αμφείου και στις περίτεχνες σήραγγες του, τις οποίες διατρέχαμε με επι φύλαξη και δέος, δεμένοι με σκοινιά για να μην χαθούμε στους ανεξερεύνητους δαιδά λους του!
Την επιστημονική αναζήτηση κέντριζε η ανθρώπινη περιέργεια, ο θαυμασμός για τις εκπληκτικές κατασκευές και η συγκίνηση μας, η οποία υπήρξε τόσο βαθιά, όσο και το βάθος των φρεάτων και των σηράγγων που μας έφερναν στον μυστηριώδη κόσμο των Νεκρών, προσπαθώντας να ανακαλύψουμε τις αιώνιες κατοικίες τους!
Αλλά δυστυχώς δεν μας άφησαν! Ούτε καν προλάβαμε να διατρέξουμε όλες τις υπόγειες σήραγγες, να τις σχεδιάσουμε και να τις φωτο γραφίσουμε…
Ωστόσο, το βίωμα μας, αν και σύντομο, είναι πάντοτε συγκλονιστικό και μαγικό• το εσωτε ρικό του Αμφείου είναι το εκπληκτικότερο υπόγειο μνημείο της Ελλάδος που πρέπει να ερευνηθεί και να δοθεί στο κοινό! Και αυτό είναι πολύ εύκολο από τις πλάγιες εξόδους των σηράγγων του, οι οποίες βρίσκονται δίπλα στους σημερινούς δρόμους! Το θρυλικό και το μαγικό έχουν πάρει τη μνημειακή τους υπό σταση στο εσωτερικό του Αμφείου και η απο κάλυψη των υπόγειων τάφων του είναι η δικαίωση της Παράδοσης μας και των δικών μας -ατελέσφορων, δυστυχώς- προσπαθειών και ερευνών.
Η πυραμίδα του Αμφείου, βαθμιδωτή εξω τερικά και κατασκαφής εσωτερικά, είναι το σημαντικότερο, μετά την Λακεδαίμονα, μνημείο του μινυακού μας πολιτισμού.
Δυστυχώς, το περίτεχνο αυτό πλέγμα δεν ερευνήθηκε, διότι ο υπογράφων ανασκαφέας μετατέθηκε από την έδρα του το έτος 1973…
Υπογραμμίζουμε για άλλη μία φορά το μνημειώδες της κατασκευής, την περίπλοκη διαδρομή των σηράγγων, την άριστη διατήρηση των λαξεύσεων… Ασφαλώς, το εσωτερικό του Αμφείου εξυπηρέτησε μίαταφική οικονομία και πρακτική, την οποία ενισχύει η ομοιότητα του με τα αιγυπτιακά ταφικά μνημεία του Αρχαίου και του Μέσου Βασιλείου, στα οποία επίσης υπάρχουν σήραγγες, κλίμακες και κόγχες, όπως στο Αμφείο. Η δε περίτεχνη διαδρο μή των σηράγγων ερμηνεύεται ορθώς ως τέχνασμα παραπλάνησης των τυμβωρύχων!
Αυτό το πλέγμα των σηράγγων στο εσωτε ρικό του Αμφείου, το οποίο ασφαλώς ήταν γνωστό στην Αρχαιότητα, σχολίασε -εν αγνοία ίου, πιθανότατα- ο Παυσανίας, με την παρατή ρηση «υφαφείσθαι δ’ εθέλουσι απ’ αυτού της γης οι Τιθορέαν την εν τη Φωκίδι έχοντες», υπαινισσόμενος, προφανώς, δράση τυμβωρύ χων στο εσωτερικό του μνημείου.
Παρ’ ότι η έρευνα του Αμφείου έμεινε ημιτε λής και το φρέαρ κλείστηκε με τσιμέντο(!) μετά την απομάκρυνση του υπογράφοντος ανασκαφέα, τα ευρήματα και τα στοιχεία της έρευνας του υπήρξαν αρκετά για να τεκμηριώ σουν την ερμηνεία του ως ταφικού βαθμιδω τού μνημείου της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (2600-2400 π.Χ. δηλαδή αρχαιότερου από την Μεγάλη Πυραμίδα!)!
ΟΙ ΘΡΥΛΙΚΟΙ ΜΙΝΥΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ ΤΟΥΣ.
Το Αμφείο λοιπόν, μας έθετε αναγκαστικά σε ένα σημαντικό προβληματισμό: Υπήρξε όντως ένας άλλος σημαντικός πολιτισμός στην Ελλάδα πριν από τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό και, αν ναι, ποια ήταν η αφετηρία, η διάρκεια και τα χαρακτηριστικά του; Η έρευνα του Αμφείου οδήγησε τον ανασκαφέα του στην επανεκτίμη ση της χρονολόγησης του κολοσσιαίου απο στραγγιστικού έργου της Κωπαΐδος, το οποίο η Παράδοση είχε συνδέσει με τους Μινύες του Βοιωτικού Ορχομενού. Ο Ορχομενός αναφέ ρεται στον Όμηρο ήδη ως Μινύειος, ενώ αργό τερα ο Πίνδαρος επανέλαβε τη σύνδεση του με τους Μινύες στην έκφραση: «Παλαιφάτων Μινυών επίσκοποι».
Οι ανασκαφές που διενέργησα, τόσο στα αναχώματα των αποστραγγιστικών διωρύγων της κωπαϊδικής λεκάνης, όσο και στο εσωτερι κό της «μεγάλης καταβόθρας»,, δηλαδή της κύριας απαγωγού αρτηρίας των υδάτων της κωπαϊδικής λίμνης προς την Λάρυμνα μέσω ενός τεχνητού τούνελ μήκους 2,5 χιλιομέτρων, με τον καθηγητή S. Lauffer του Πανεπιστημίου του Μονάχου, βεβαίωσαν ότι το τεράστιο αποστραγγιστικό έργο είχε ολο κληρωθεί και λειτουργήσει στα μέσα της τρί της χιλιετίας π.Χ.
Αυτό ήταν ακόμη μία ένδειξη ότι όντως πριν από τη μυκηναϊκή εποχή, ο ελλαδικός χώρος γνώρισε ένα υψηλό τεχνολογικό πολιτισμό, ο οποίος με τη σειρά του προϋπέθετε ανάλογη διοικητική οργάνωση. Αυτά τα στοιχεία όμως υπήρξαν πολύ ενοχλητικά για τους μελετητές εκείνους, που προήγαγαν.την θεωρία ότι οι Μυκηναίοι ίδρυσαν τον αρχαιότερο πολιτισμό στον ελληνικό χώρο και τα αντιμετώπισαν με επιφύλαξη ή και με περιφρονητική αδιαφορία, χωρίς όμως να μπορούν να τα ακυρώσουν, αφού αυτά στηρίζονται σε αρχαιολογικά δεδομένα!
Κτίρια «ανακτορικού» χαρακτήρα της πρώι μης εποχής του χαλκού, δηλαδή της τρίτης χιλιετίας π.Χ., αποκαλύπτονταν στον ελλαδικό χώρο, στη Θήβα (αψιδωτό κτίριο) στη Λέρνα (οικία των Κεράμων), στα Ακκοβίτικα της Μεσσηνίας… Τελευταία μάλιστα, αποκαλύ φθηκαν στη Θήβα, την «έδρα» του Αμφείου, ανακτορικό κτίσμα και λείψανο τείχους της Καδμείας, καθώς και μέγας «τύμβος» από πλίνθους-τούβλα. Όλα τα παραπάνω χρονολο γούνται στους πρωτοελλαδικούς χρόνους, άρα πρόκειται για ευρύματα σύγχρονα της πυραμί δας του Αμφείου. Το συμπέρασμα είναι αυτο νόητο: η Ελλάδα γνώρισε πριν από τον μυκη ναϊκό και έναν εξ’ ίσου ακμαίο και, πιστεύω, ακμαιότερο πολιτισμό, η διάρκεια του οποίου κάλυπτε την τρίτη και τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ, ουσιαστικά μια ολόκληρη χιλιε τία (2700 έως 1700 π.Χ.)!
Ο πολιτισμός αυτός διέθετε και διοικητική ανακτορική οργάνωση και μνημειώδη ταφική αρχιτεκτονική και υψηλή τεχνολογία, υδραυλι κή και όχι μόνον! Ιδιαίτερα λαμπρή δε, υπήρξε κατά την περίοδο αυτή η μεταλλουργική τεχνολογία, όπως έδειξαν οι δικές μας ανα σκαφές στα Αγιωργίτικα και το Στενό της Τεγέας, δύο χώρους που αυτή τη στιγμή εκπροσωπούν τη σημαντικότερη και αρχαιότε ρη μεταλλουργία, όχι μόνο στον ελληνικό, αλλά και σε όλο το μεσογειακό και τον ευρω παϊκό χώρο!
Εμείς χαρακτηρίσαμε αυτόν τον πολιτισμό «Μινυακό» και την περίοδο της χρονικής του ανάπτυξης «Μινυακή περίοδο» του προϊστορι κού πολιτισμού της Ελλάδος, η οποία καλύπτει την χιλιετία 2700-1700 π.Χ. Μέσα στη χιλιετία αυτή περιλαμβάνεται και η λεγόμενη Πρωτοελλαδική Εποχή (2700 έως 2100 π.Χ.) και οι δύο πρώτες υποδιαιρέσεις της λεγόμε νης Μεσοελλαδικής εποχής (ΜΕ Ι και ΜΕ II), αφού ουσιαστικά η τρίτη βαθμίδα της, η ME III, δεν υπάρχει αρχαιολογικά και «ιστορικά», αλλά βρίσκεται ή μάλλον αποτελεί το μεταίχμιο δύο πολιτιστικών κύκλων: Του μινυακού και του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Τώρα αξίζει να ερευνήσουμε και να μελετήσουμε τον μινυακό πολιτισμό της χιλιετίας 2700-1700 π.Χ., ως αυθύπαρκτο υψηλό πολιτι στικό κύκλο, σε όλες τις πτυχές και τις εκφάν σεις του.
Ακολούθως, θα τον ξεχωρίσουμε τόσο από τον μακρό νεολιθικό πολιτισμό της Ελλάδος (7000 έως 3000 π.Χ.), όσο και από τον ακόλου θο του, τον μυκηναϊκό πολιτισμό (1700/1600 έως 1100 π.Χ.), με το τέλος του οποίου συμπί πτει και το τέλος της λεγόμενης προϊστορίας του ελλαδικού χώρου. Γιατί ο μινυακός πολιτι σμός της Ελλάδος προκύπτει ως το πρότυπο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε ο μυκηναϊκός μας πολιτισμός, από άποψη πολιτικής οργάνωσης, μνημειώδους ταφικής αρχιτεκτονικής, τεχνολογίας, λατρείας, αλλά και λογοτεχνικής δημι ουργίας, όπως θα αναπτύξουμε σε άλλα μελε τήματα μας.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗΣ
Η χρονολόγηση της πυραμίδας του Αμφείου στην τρίτη χιλιετία π.Χ. ανεκίνησε πολλά ζητή ματα, αν και οι μελετητές δεν κατέγραψαν την αφετηρία του νέου προβληματισμού που προέ κυψε μετά τις ανακοινώσεις και τις δημοσιεύ σεις μας… Η έρευνα στράφηκε στη χρονολό γηση της γνωστής πυραμίδος στο Ελληνικό της Αργολίδος, η οποία θεωρείτο ελληνιστικών χρόνων, σύμφωνα με τη χρονολόγηση που είχε προτείνει ο Αμερικανός αρχαιολόγος Lord (Hesperia 1938,481-527).
Η νέα χρονολόγηση στηρίχτηκε σε νέα ανασκαφική διερεύνηση του μνημείου και σε εφαρμογή της μεθόδου της θερμοφωταύγειας. Οι ερευνητές του μνημείου, οι καθηγητές Θεοχάρης και Λυριτζής, βεβαίωσαν ότι η πυραμίδα του Ελληνικού χρονολογείται στην πρώιμη τρίτη χιλιετία π.Χ. Με την έρευνα αυτή διασφαλίστηκε ο πανάρχαιος χρονολογικός ορίζοντας των πυραμίδων του ελλαδικού χώρου, όπως είχε δείξει η ανασκαφή και η μελέτη της βαθμιδωτής πυραμίδος του Αμφείου Θηβών. Αρα, οι πυραμίδες της Ελλάδος -δύο τουλάχιστον από τις σημαντικό τερες, τόσο του βαθμιδωτού, όσο και του τετράπλευρου σχήματος- δεν είναι κατασκευ ές των ελληνιστικών, αλλά των πρωτοελλαδικών χρόνων! Δεν ήσαν έργα της τρίτης εκατονταετίας αλλά της τρίτης χιλιετίας π.Χ.!
Οι ανακαλύψεις και οι διαπιστώσεις αυτές ανέτρεπαν όλα τα καθιερωμένα του καιρού μας, ήταν όμως συμβατές με την αρχαία Παράδοση, την οποία συνήθως χαρακτηρίζουμε «μυθολογική», απλοποιητικά και γενικευτικά. Τη «μυθολογία» των δύο αυτών μνημείων διέσωσε η πολύ μεταγενέστερη περιηγητική «λογοτεχνία» του Παυσανία. Την πυραμίδα και τον τύμβο του Αμφείου η παράδοση των Θηβών, που διασώθηκε μέχρι τον Παυσανία, τη συνέδεε με τον κοινό τάφο των Θηβαίων Διοσκούρων, οι οποίοι στον Όμηρο αναφέρο νται ως οι πρώτοι που έχτισαν τείχος στην Καδμεία (Οδύσσεια, λ 260).
«Οι πρώτοι Θήβης έδος έκτισαν επταπύλοιο
πύργωσαν τ’, επε’ι ου μεν απύργωτον γ’ εδύ ναντο
ναιέμεν ευρύχωρον Θήβην, κρατερώ περ’ εόντε»
Πρόσφατα αποκαλύφθηκε και λείψανο του προμηκυναϊκού (κυκλώπειου) αυτού τείχους στην Καδμεία, κοντά στο Αμφείο, και χρονολο γήθηκε στους πρωτοελλαδικούς χρόνους, δηλαδή την ίδια εποχή με τη διαμόρφωση του Αμφείου σε βαθμιδωτή πυραμίδα!
Και δεν βρέθηκε μόνο το τείχος εκείνο, το οποίο αναφέρεται στην Οδύσσεια ως το αρχαι ότατο έυρημα της Καδμείας, αλλά και ένα επι πρόσθετο, ανακτορικό, σύγχρονο και παρακεί μενο στο τείχος κτίσμα, ένα πραγματικό citadel house, όπως ανακοινώθηκε από τους αρχαιολόγους της Εφορείας Αρχαιοτήτων Θηβών σε πρόσφατο συνέδριο που οργάνωσε η αρμόδια Εφορεία στη Θήβα!
Και ο μεν Παυσανίας και ο Κεραμόπουλλος δεν αντελήφθηκαν τη διαμόρφωση του λόφου του Αμφείου σε βαθμιδωτή πυραμίδα, ο πρώ τος όμως άφησε ένα λεκτικό σχολιασμό και μία αναφορά σε απόπειρες τυμβωρυχίας με την παρατήρηση του, «υφαφείσθαι δ’εθέλου σιν απ’ αυτού της γης οι Τιθορέαν την εν τη Φωκ’ιδι έχοντες». Ο δε Κεραμόπουλλος, με την παιδεία και την οξυδέρκεια του διερωτήθηκε: «Εκείνο το «υφαφείσθαι» δεν δύνομαι άλλως να νοήσω ή ως αποβλέπον εις την όλην βάσιν του τύμβου, εις αυτόν δηλαδή τον φυσικό λόφον… ηγνόει ο Παυσανίας ή δεν λέγει ακρι βώς ούτε την εσωτερικήν φύσιν του λόφου ούτε την όλην περί αυτού πιστιν» (Αρχ. Δελτίον 3,1917, σελ. 387-8).
Το Αμφείο με την έρευνα του άνοιξε έναν νέο προβληματισμό σχετικά με τη χρήση, την αποστολή και τη χρονολόγηση των πυραμιδι κών κτισμάτων του ελλαδικού χώρου, αλλά και την έρευνα των υδραυλικών έργων, τα οποία εμείς πρώτοι χρονολογήσαμε στην τρίτη χιλιετία Π.Χ. και τα θεωρήσαμε έργα του μινυακού πολιτισμού της Ελλάδος. Είναι πλέον βέβαιο πως η πρόοδος της έρευνας θα αναδει κνύει συνεχώς αυτόν τον πολιτισμό, τη χρυσή χιλιετία του προϊστορικού μας παρελθόντος και θα του προσγράψει όλες του τις κατακτή σεις και τα επιτεύγματα, τα οποία υφήρπασε ο μυκηναϊκός πολιτισμός. Αυτό λοιπόν θ’ αποτε λέσει το νέο λαμπρό κεφάλαιο της Αρχαιολογίας και της Επιστήμης…
Η πυραμίδα του Αμφείου προέκυψε ως μνη μειώδης ταφική κατασκευή, η οποία προϋπέ θετε ανάλογη και σύγχρονη διοικητική οργά νωση, ένα διοικητικό σύστημα, το οποίο δημι ούργησε μια μνημειώδη ταφική αρχιτεκτονική πριν από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. Αυτό κλόνιζε την εδραιωμένη θεωρία ότι στην Ελλάδα δεν υπήρξαν καθόλου μνημειώδεις ταφικές κατασκευές και μνημειώδη διοικητικά-ανακτορικά κτίσματα πριν από τους Μυκηναϊκούς Χρόνους (1550-1200 Π.Χ.).
Οι φορείς του Μυκηναϊκού Πολιτισμού θεωρούντο -και θεωρούνται ακόμη- οι απόγονοι των Ινδοευρωπαίων, οι οποίοι-υποτίθεται-εισήλθαν στον ελληνικό χώρο στο τέλος της 3ης χιλιετίας π.Χ., χωρίς βέβαια να υπάρχει αρχαιολογική ή γλωσσολογική στήριξη της σχετικής θεωρίας. Άλλωστε, ούτε και η διακί νηση των τύμβων Kurgan έλυσε το ζήτημα, διότι οι ελλαδικοί τύμβοι εξελίσσονται αυτοτε λώς και δεν προσφέρονται ως τεκμήριο φυλε τικών μετακινήσεων από τον ευρωπαϊκό ή τον ευρασιατικό χώρο προς την Ελλάδα.
ΤΟ ΑΡΧΕΤΥΠΙΚΟ ΤΩΝ ΠΥΡΑΜΙΔΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ
Σε ό,τι αφορά όμως τη μορφογένεση των πυραμιδικών κατασκευών και τη χωρική αφε τηρία τους, τα πράγματα διαγράφονται ανταγωνιστικά και συναρπαστικά. Ποιος «ανακάλυ ψε» το σχήμα της πυραμίδος; Η φερόμενη ως «κοιτίδα» της, Αίγυπτος, ή η μινυακή Ελλάδα; Η
μεγάλη αρχαιότητα των ελληνικών πυραμίδων θα ήταν μετέωρη ως μεμονωμένο φαινόμενο και προϊόν, αν δεν μπορούσε να συναρτηθεί με μία σύγχρονη της πολύπλευρη πολιτιστική υποδομή και κρατική οργάνωση, που εκφρά στηκε αλλού και εδώ με προϊόντα υψηλής στάθμης και τεχνολογίας.
Χωρίς την ύπαρξη μινυακού κράτους και μινυακού πολιτισμού, οι ελληνικές πυραμίδες θα έμεναν αξιοπερίεργες κατασκευές (curiosities) και θα μετακινούντοχρονολογικά από τους «προϊστορικούς» μέχρι τους ελληνι στικούς χρόνους, άλλοτε με ερευνητικά τεκμή ρια, άλλοτε κατ’ εκτίμησιν. Είναι όμως παρά γωγα, έργα και μνημεία ενός συγκεκριμένου πολιτισμού και μιας συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας και αυτό προσδιορίζει έμμεσα αλλά τεκμαρτά, τη χρονολόγηση των ελληνικών πυραμίδων, δημιουργιών του ελληνικού μινυα κού πολιτισμού της χρυσής χιλιετίας του (2700-1700 π.Χ,)!
Οι αιγυπτιακές πυραμίδες είναι οι πολυπλη θέστερες μεν, αλλά, τώρα πια, όχι και οι αρχαιότερες! Οι ελληνικές πυραμίδες υπολεί πονται αριθμητικά, αλλά αυτό μάλλον είναι συμπτωματικό (υπόκειται στην «chance of discoveryw/πιθανότητα της ανακάλυψης), ήδη όμως διεκδικούν όχι απλά ταυτοχρονία, αλλά μεγαλύτερη αρχαιότητα από τις αρχαιότερες αιγυπτιακές, που χρονολογούνται περί το 2700/2600 π.Χ.
Ωστόσο, το αρχετυπικό των πυραμίδων προσδιορίζεται όχι μόνο από τον πολιτισμό που τις παρήγαγε, αλλά και από την αποστολή και τη χρήση τους. Οι πυραμίδες δεν είναι μόνο ταφικά μνημεία, κάτι που αποτελούν κυρίως οι αιγυπτιακές πυραμίδες. Η σύγχρονη έρευνα έχει αποδώσει άλλο χαρακτήρα και χρήση στη μεγάλη πυραμίδα του Χέοπος, την οποία ερευνά ως αστρονομικό σταθμό ή εργα στήριο, με πειστικά επιχειρήματα! Της αποδίδει δε ακριβή γαιωδεσία και «ευεργετικές» επιπτώσεις στην συντήρηση οργανικών ουσιών που καλύπτονται από το «κέλυφος» της!
Αντίθετα, οι υπόλοιπες, εξ όσων γνωρίζω, και η «κλασική» βαθμιδωτή πυραμίδα του Ζοζέρ (2600 π.Χ. περίπου) είχαν ταφικό προο ρισμό, όπως δείχνουν οι πολυδαίδαλες υπόγει ες ή παρακείμενες ταφικές και λατρευτικές εγκαταστάσεις τους αντίστοιχα. Οι εγκαταστά σεις αυτές είχαν ως προορισμό να παραπλα νούν τους τυμβωρύχους και να υπηρετούν την πολλαπλότητα των λατρευτικών εθιμοτυπιών και πρακτικών που αναπτύχθηκαν σε κύριο γνώρισμα της αιγυπτιακής ιερατικής και καθε στωτικής Ιεραρχίας.
Ταφικό προορισμό είχαν σαφώς και οι πυραμίδες του Αμφείου και του Ελληνικού της Αργολίδος, όπως έδειξαν τα ευρήματα και οι εσωτερικές σήραγγες του Αμφείου, αλλά και η παράδοση που ήθελε και τη μία και την άλλη πυραμίδα να έχουν φιλοξενήσει τους τάφους επώνυμων ηρώων των δύο περιοχών (Ζήθος και Αμφίων, Προίτος και Ακρίσιος αντίστοιχα).
Του Θεόδωρου Σπυρόπουλου σε παλαιότερο περιοδικό «Τρίτο Μάτι».
ΠΗΓΗ
Το αζιμούθιο ανάμεσα στον τάφο της Αμφίπολης και την πυραμίδα του Αμφείου στην Θήβα
Το αζιμούθιο ανάμεσα στον τάφο της Αμφίπολης και την πυραμίδα του Αμφείου στην Θήβα είναι 189,7 μοίρες.
Όταν το άστρο γάμμα Λέοντος περνά τον Μεσημβρινό στον Νότο, τότε ανάλογα με την εποχή – χρονολογία , το άστρο άλφα του Λέοντος – Βασιλίσκος – έχει μία συγκεκριμένη κατεύθυνση – αζιμούθιο.
Οι ειδικοί μπορούνε να επιβεβαιώσουν ότι το αζιμούθιο – χωροθέτηση των άστρων αυτών ταυτίζεται με την χωροθέτηση των δύο αυτών μνημείων όταν ανεγέρθηκε τη πυραμίδα του Αμφείου, πριν ανεγερθεί η πυραμίδα του Χέοπα.
Με βάση το δικό μου λογισμικό αστρονομίας αυτό γίνεται το 2640 π.Χ. περίπου. Την ίδια στιγμή η ευθεία που ενώνει την τάφο της Αμφίπολης με την πυραμίδα του Αμφείου περνά πάνω από άλλο απ΄ ότι φαίνεται τάφο ή διαμορφωμένο ύψωμα στην Αμφίπολη.
Δεν πρέπει να είναι τυχαίο. Οι σύγχρονοι σειριακοί λεξάριθμοι λένε: α=1,ω=24 Γ’ ΛΕΟΝΤΟΣ = ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ = 99, ΓΑΜΜΑ ΛΕΟΝΤΟΣ = ΑΛΕΧΣΑΝΔΡΟΣ = 125 , έτσι η Αμφίπολη συμβολίζει το (διπλό: αμφί) άστρο γ Λέοντος, όπου γύρω από το μεγαλύτερο άστρο περιφέρεται ένας συν ίσως ένας ακόμα πλανήτης(μη επιβεβαιωμένος), σύνολο δύο πλανήτες ή άστρα – βλέπετε 2 σφίγγες(σώμα λέοντος).
Σπύρος Μπούτσικος Labels Α-ΦΒ, Αποκαλύψεις, Αρχαία Ελλάδα, Ε.Ε, Μυστήρια loading…ksipnistere.com