Για την ακρίβεια, μια εξιστόρηση των συνθηκών που επικρατούσαν την πρώτη εκείνη περίοδο εργασίας στα εργοστάσια είναι τόσο φρικιαστική που θα έκανε κάθε σύγχρονο αναγνώστη να ανατριχιάσει. Το 1828, το The Lion, ένα ριζοσπαστικό περιοδικό της εποχής, δημοσίευσε την απίστευτη ιστορία του Ρόμπερτ Μπλίνκοου, ενός από ογδόντα παιδιά φτωχών που τα είχαν στείλει να δουλέψουν σε εργοστάσιο του Λάουνταμ. Αγόρια και κορίτσια, όλα τους περίπου δέκα χρόνων, υποβάλλονταν νυχθημερόν σε μαστίγωμα, όχι μόνο σαν τιμωρία για το παραμικρό σφάλμα τους, αλλά και για να τονώνεται η εργατικότητά τους όταν χαλάρωνε. Οι συνθήκες στο Λάουνταμ θα μπορούσαν να θεωρηθούν ανθρωπιστικές αν συγκρίνονταν με τις συνθήκες σε εργοστάσιο του Λίττον, όπου μεταφέρθηκε μετά ο Μπλίνκοου. Στο Λίττον τα παιδιά μάλωναν με τα γουρούνια ποιος θα πρωτοφάει από τις σκάφες˙ τα κλοτσούσαν, τα γρονθοκοπούσαν και ασελγούσαν σε βάρος τους, ενώ ο εργοδότης τους ονόματι Έλλις Νίντχαμ, είχε τη φρικτή συνήθεια να τρυπά τα αφτιά των παιδιών με τα νύχια του. Ο επόπτης του εργοστασίου ήταν ακόμα χειρότερος: κρεμούσε τον Μπλίνκοου απ’ τους καρπούς πάνω από μια μηχανή έτσι που να αναγκάζεται να λυγίζει τα γόνατά του και μετά του έβαζε βάρη στους ώμους. Το αγόρι και οι συνάδελφοί του ήταν σχεδόν γυμνοί μες στο καταχείμωνο και (προφανώς σε μια εντελώς αδικαιολόγητη σαδιστική χειρονομία) τους λίμαραν τα δόντια!
Χωρίς αμφιβολία, τέτοιες φρικτές κτηνωδίες ήταν εξαίρεση μάλλον παρά ο κανόνας˙ ίσως ακόμα ο ζήλος των μεταρρυθμιστών να μεγαλοποίησε τα πράγματα. Όμως, ακόμα κι αν υπάρχουν υπερβολές σ’ αυτές τις αφηγήσεις, η ιστορία υποδηλώνει ένα κοινωνικό κλίμα στο οποίο οι πιο ανάλγητες και απάνθρωπες ενέργειες γίνονταν αποδεκτές σαν να ήταν η φυσική τάξη των πραγμάτων και, ακόμα πιο σημαντικό, σαν να μην αφορούσαν κανέναν άλλο. Η εργάσιμη ημέρα των 16 ωρών δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο – οι εργάτες βάδιζαν σκυφτοί στα εργοστάσια στις έξι το πρωί και ακόμα πιο σκυφτοί στις δέκα το βράδυ. Ο έσχατος εξευτελισμός ήταν ότι πολλοί εργοστασιάρχες δεν επέτρεπαν στους εργάτες τους ούτε καν να έχουν δικό τους ρολόι, και το μοναδικό ρολόι εποπτείας του εργοστασίου έδειχνε την περίεργη τάση να τρέχει πιο γρήγορα στα ελάχιστα λεπτά που προβλέπονταν για γεύματα. Οι πιο πλούσιοι και διορατικοί βιομήχανοι ίσως να αποδοκίμαζαν αυτές τις υπερβολές, αλλά φαίνεται ότι οι επόπτες τους ή οι πιεζόμενοι ανταγωνιστές τους τις έβλεπαν με διαφορετικό μάτι.
Η φρίκη των συνθηκών εργασίας δεν ήταν ο μοναδικός λόγος για αναταραχή. Οι μηχανές ήταν τώρα στη μόδα και οι μηχανές συνεπάγονταν την αντικατάσταση των εργατικών χεριών από το ακόμα πιο καρτερικό ατσάλι. Ήδη το 1779 ένας όχλος από 8.000 εργάτες επιτέθηκαν σ’ ένα εργοστάσιο και το πυρπόλησαν για να δείξουν την εναντίωσή τους στην ψυχρή, αδυσώπητη αποτελεσματικότητα των μηχανών. Το 1811 παρόμοιες διαμαρτυρίες εναντίον της τεχνολογίας σάρωναν την Αγγλία από τη μια άκρη στην άλλη. Η αγγλική ύπαιθρος ήταν διάστικτη με κατεστραμμένα εργοστάσια και γύρω από κάθε ερείπιο κυκλοφορούσε η φήμη ότι από ’κει «πέρασε ο Νεντ Λαντ». Λεγόταν ότι κάποιος βασιλιάς Λαντ (Ludd) ή Στρατηγός Λαντ κατεύθυνε τις ενέργειες του όχλου. Επρόκειτο, βέβαια, για θρύλο. Οι Λουδίτες (Luddites), όπως ονομάστηκαν, εμπνέονταν από ένα εντελώς αυθόρμητο μίσος για τα εργοστάσια που τα έβλεπαν σαν φυλακές και για τη μισθωτή εργασία που ακόμα καταφρονούσαν.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ROBERT L. HEILBRONER «ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ, 2000